Selected tags

Further tags

Έτσι αποκαλείται το συμπαγές σμήγμα, αναμεμειγμένο με ιδρώτα, το οποίο εμφανίζεται γύρω της κωλοτρυπίδας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κατά την διάρκεια του καθισιού.

Ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την κρούστα. το σμίγμα ιδρώτα και σκατού που εμφανίζεται πάνω στην κωλοτρυπίδα. Η κωλέτζα αντιθέτως εμφανίζεται παραπλεύρως του πεδίου δράσης της κωλοτρυπίδας, στα κωλομάγουλα που επαφίενται.

Λεξιπλασία του Γιώργου Παναγάκου.

- Πω-πω μαλάκα τι βρωμιάρης είναι αυτός.

- Είναι γεμάτος μπίχλα.

- Και ο κώλος του έχει πιάσει κωλέτζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτιμητικός χαρακτηρισμός ατόμου, συνήθως άρρενος, ηλικίας πενήντα φεύγα και άνω.

Απαραίτητη προϋπόθεση, κιλά και μπόι ύπερθεν του κανονικού. Χρώμα δέρματος προς το χωματί, ένεκα καταχρήσεων ουσιώνε, κυρίως αλκοόλ (το φτηνότερο και το καλύτερο) και τσιγάρου, εξ ου δείκτης παράμεσος ενός χεριού επιχρωματισμένοι προς τσιρλί και μύτη μελιτζάνα. Μάτια θολά με το ασπράδι κιτρινίζον. Από τη μύτη ρέει υγρό υψηλού ιξώδους, υποπράσινο, σε κατάσταση αμφιταλάντευσης (να πέσω να μην πέσω). Χείλη οιδηματώδη, μπλαβιά στις γωνίες τους, παρατηρούνται κομματάκια άσπρα (σάλιο πηγμένο) στο κέντρο, βλέννα διάφανη (σάλιο άπηχτο). Βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση ημιμέθης.

Ενδυμασία: σακκάκι παλιοκαιρισμένο, μανίκια με «αγκώνες» και γυαλάδα, έχει σχήμα κρεμάστρας καφενείου. Πουκάμισο κάποτε άσπρο, το μισό απέξω (βγήκε μετά το τελευταίο κάτουρο, δεν το πήρε χαμπάρι). Ζώνη, απαραίτητο αξέσορυ του adra, σχόλιο ουδέν. Παντελόνι «μελεκέ», αναλόγως των πολιτικών πεποιθήσεων ο λεκές δεξιά ή αριστερά, γιατί η διαρκής μπυρο-κρασο-ουζο τσιπουροκατάνυξη ανοίγει τα νεφρά και γιατί όσο και να την τινάζεις η τελευταία σταγόνα μένει στο σώβρακο. Παπούτσια χιλιοπατήμενα και σαβουριασμένα, τόσο που διαγράφεται το σχήμα του έσωθεν ποδαριού καταλεπτώς.

Οσμή: έντονη αποφορά νηστείας και υπογλυκαιμίας, ανάκατη με ξινίλα. Κάτι σαν σκατίλα απ' το στόμα ένα πράμα. Αυτό και η κοιλιά σωσίβιο, μου βγάζει το εσάνς του λήμματος.

- Κοίτα ρε, ποιος κάθεται στη γωνία...
- Ωμπωωωω, ο Χεσταίας ... η σκατοσακούλα... παναφύ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξαφνικό χεσίδι, που σε πιάνει απροειδοποίητα και δεν ξέρεις τι να κάνεις, ιδρώνοντας ταυτόχρονα.

Ετυμολογία: σύντμηση τη λέξης χέσιμο. Αρσενικού γένους, χωρίς το πρόθεμα χε-, σκέτο -σίμος.

Πςςς φίλε, ο Σίμος μου χτυπάει την πόρτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Xρησιμοποείται σαν λέξη υποδηλώνοντας το απολαυστικό χέσιμο.

«Έπς, δεν προλαβαίνω, πάω για κατάθεση και έρχομαι. Ο σίμος μου χτύπησε την πόρτα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ασχημη και δύσοσμη (μασχαλίλα, κακοσμία στόματος) γυναίκα.

Η γυναίκα που με τη συμπεριφορά της ή τη στάση της απωθεί τους άντρες ή λειτουργεί ξενέρωτα κι ανοργασμικά.

Η γυναίκα που δε τηρεί τα στοιχειώδη της θηλυκότητας (τρώει τα νύχια της, αφήνει τριχοφυία στο πρόσωπο κ.α.).

(Πραγματική περίπτωση με μια Αγγλίδα).

- Του τάδε δεν του σηκώθηκε...
- Εεε...βέβαια, αφου η τύπισσα ήταν σπερματοκτόνο. Μόλις τα κατέβασε, βρωμούσε τόσο που το παλικάρι έκανε τον άρρωστο για να ξεφύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούλτρα-σούπερ-ντούπερ υπερθετικός του «σου γαμάω».

Μην συγχέεται με περιπτώσεις σε φάση «το μάτι μου», που είναι ιδιαιτέρως λάιτ, δηλαδή σιγά και τί έπαθε το θύμα τώρα, ρίχνει λίγο νεράκι και πάει πέρασε. Όοοχι, εδώ μιλάμε για μεγάλες ζημιές. Το «σου γαμώ τα μάτια» χρησιμοποιείται σε προχώ περιπτώσεις, όταν τα βάρδουλα, το ταμτιριρί, το φελέκι, το μουνί της Εύας που τον πέταγε, το κέρατο, το σόι, τα χάλια του, είναι πλέον ξεπερασμένα και δεν αρκούν για να εκφράσουν το μέγεθος της ζημιάς που έχει ήδη, ή θα πάθει ο καημένος ο γαμηθείς.

Εννοείται ότι για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, σου 'χω γαμήσει ήδη ό,τι τρύπα ή ό,τι άλλο έχεις και δεν έχεις (περιλαμβανομένων σπιτιών κ.λπ. περιουσιακών στοιχείων), όποιον αγαπάς και δεν αγαπάς, γενικώς σου χω γαμήσει τα πάντα όλα. Ακολουθώντας (γαμιώντας) σπειροειδή ανοδική πορεία, επανέρχομαι να γαμήσω μέλη του σώματός σου, αλλά πλέον, περνώντας σε μια ανώτερη σφαίρα, δεν περιορίζομαι στις ανοιχτές γνωστές διόδους, αλλά διεισδύω και στις πιο ασυνήθιστες και εξεζητημένες: ακόμα και σε εκείνες που δεν αποτελούν καν δίοδο, ούσες φραγμένες με διάφορα εμπόδια. Στην περίπτωση του λήμματος, υπάρχουν τρύπες υποδοχής μεν, φραγμένες από τους γνωστούς λιπώδεις βολβούς δε.

Ο γαμών δεν κωλώνει, σου γαμεί τα μάτια, να τα δεις όλα. Ή, το πιο πιθανό, να χάσεις το φως σου.

Εννοείται, η φράση παίζει και με την γνωστή έννοια «γαμάω και δέρνω», όπως και στο παράδειγμα.

Τέλος, το μά-τι, παίζει να χρησιμοποιείται και ως πιο σεμνό υποκατάστατο της μά-νας, όπως η πανα-χαϊκή υποκαθιστά στο μπινελίκι την πανα-γία (αίσχος).

Ασίστ: Χανκ από ΔΠ, που πήρε την ασίστ από μένα, ντίλι ντίλι ντίλι.

Από εδώ (αφού το χω έτοιμο, μην διασπαθίζουμε πόρους τώρα):

«Το παοκοσύνθημα τα σπάει το χω ξαναπεί κι αλλού, τί τα σπάει, τα σμπαραλιάζει, τί τα σμπαραλιάζει, τους γάμησε τα μάτια χαχαχαχ»

Ρασοφόρος βυζαντινός δήμιος γαμάει τα μάτια βούλγαρου αιχμαλώτου, μετά τη μάχη στο Κλειδί, 1014.  (από johnblack, 21/07/09)I fuck, you fuck, we all fuck for eye fuck (από Vrastaman, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι καλείται ο πολυχρησιμοποιημένος, καταπονημένος πρωκτικός δακτύλιος, ο οποίος από τις πολλές διαστολές που έχει υποστεί έχει ξεχειλώσει και κατόπιν σουρώσει, δίνοντας την εικόνα του αστεριού που φοράει ο σερίφης (sheriff badge) στα γουέστερν.

(από τα απομνημονεύματα ενός μπουρδελιάρη)
Δεν χρειαζόταν και πολύς κόπος για να πάρεις πρέφα ποιό ήταν το σπεσιαλιτέ της Εμμανουέλας: Με το που έβλεπες το αστέρι του σερίφη, καταλάβαινες. Ωστόσο, δεν πρόλαβα να το τιμήσω, γιατί με πρόλαβε η κατάθεση.

Sheriff badge (από allivegp, 22/07/09)asshole (από allivegp, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ως εκδίκηση του Μοντεζούμα (Montezuma's Revenge) αποκαλείται το οξύ διαρροϊκό σύνδρομο που προσβάλλει επισκέπτες σε θερμά, τροπικά μέρη. Επίσημα, ονομάζεται Διάρροια των Ταξιδιωτών και ορίζεται ως η παρουσία τριών ή περισσοτέρων υδαρών κενώσεων εντός ενός 24ώρου, που συνοδεύονται από κοιλιακές κράμπες, ναυτία και μετεωρισμό. Συνηθέστερο δε αίτιο είναι το εντεροπαθογόνο Escherichia Coli.

Το σύνδρομο εμφανίζεται πολύ συχνά σε τουρίστες στο Μεξικό, εξ ου και η αναφορά στον αρχηγό των Αζτέκων Ινδιάνων του Μεξικού Μοντεζούμα (1466-1520), που υποτάχθηκε από τους Ισπανούς Κατακτητές του Ερνάν Κορτέζ. Όπως φαίνεται, η εκδίκηση για τον Μοντεζούμα είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο (και σε οδηγεί τρέχοντας στην τουαλέτα).

Ποιό Τεοτιουακάν, ΕΛ Σαλβαδόρ και άλλες παπαριές καμαρωτές; Άσε τον Λιακό να πάει αυτός στο Μεξικό και στην Τάκλα Μακάν να σφραγίσει τις πύλες. Δεν έχω καμιά όρεξη να με κυνηγάει η εκδίκηση του Μοντεζούμα.

Ο Μοντεζούμα (από allivegp, 22/07/09)Escherichia Coli (από allivegp, 22/07/09)Charlotte in Mexico. Sex & City (από Hank, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραστατική έκφρασις, σημαίνουσα συναγερμόν προς εσπευσμένην αφόδευσιν ένεκα αχαλινώτου κουράδος, ήτις έχει ήδη (φευ!) ανατείλει ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο. Όπως λένε και για την οδοντόπαστα (και όχι μόνο), όση βγει-μέσα δεν ξαναμπαίνει!

Η προπετής λοιπόν κουράς, φυτρώνει εξ αίφνης ωσάν ουρά εις τον απηυθυσμένον του δυστήνου χέστου, συνήθως εις ώρας και τόπους ακαταλλήλους π.χ. κατά την διάρκειαν κρισίμου επαγγελματικής συνεντεύξεως, σε θερινήν επιθεώρησιν ναυάρχου (βλ. και σχετικές κατάρες: Που να χεστείς σε ίντερβιου / σε παρέλαση και να' ναι καλοκαίρι και να φοράς άσπρα, σε οικτρό μποτιλιάρισμα, απολογούμενος σε δικαστήριο για κακούργημα, γνωρίζοντας σε πάρτι φίλου το κορίτσι των ονείρων σου που είναι έτοιμο να φύγει για Ανταρκτική, πέφτοντας με αλεξίπτωτο. κτλ..)

Συχνότατα, η μουσούδα της εν λόγω κυρίας, ξεπροβάλλει ανεπιστρεπτί κατόπιν αστοχάστου πορδής. Ήτοι όταν τις πέρδεται υπαιτίως αλλά και εσφαλμένως, είτε χρονικώς (άκαιρα) ή τροπικώς (βεβιασμένα), συσπάται το κωλάντερόν του και διακινδυνεύει εν γνώσει του ένα σκατουλάκι χωρίς συμμαζεμό.

Ας ενθυμηθώμεν κανα-δυο σχετικά ανέκδοτα:

[i]1. Πρέπει (λέει) στην τάξη του Τοτού να σχηματίσουν οι μαθητές προτάσεις με την (καινούρια) λέξη που μάθανε: «οπωσδήποτε».

Διαβάζει η Αννούλα: «Αν διαβάσω τα μαθήματά μου, τότε οπωσδήποτε θα λάβω καλούς βαθμούς». Μπράβο Αννούλα. Διαβάζει ο Γιωργάκης: «Το καλοκαίρι που θα βοηθήσω τον πατέρα μου στο μαγαζί, εκείνος θα μου πάρει οπωσδήποτε ποδήλατο». Μπράβο Γιωργάκη.

Λέει ο Τοτός:

- Κυρία-κυρία! Έχει μάζα η κλανιά;
- Τι είναι αυτά που λες παιδί μου;
- Βρε, έχει ή δεν έχει;
- Τέλος πάντων, όχι…
- Ε, τότε «οπωσδήποτε» χέστηκα!

  1. Είναι δυο κατάδικοι στο ίδιο κελί της φυλακής και θέλουνε να παίξουνε. Τι να παίξουνε, ζάρια απαγορεύονται, κρυφτό-κυνηγητό δε γίνεται (το κελί είναι 3x3), θα παίξουμε (λέει) τριανταμία με τις πορδές. Όποιος φτάσει πρώτος ή κοντινότερα στις τριανταμία κερδίζει. Αρχίζει ο ένας και τραβάει κάτι γενναιόδωρες πορδές, αλλά στις 27 ξεμένει από καύσιμο. Ο άλλος σφίγγεται και τραβάει μια, δυο, δεκαπέντε, δεκαοχτώ, είκοσι, εικοσιμία και του φεύγει ένα κουραδάκι… Περιχαρής φωνάζει: Κέρδισα! Εικοσιμία κι η φιγούρα - τριανταμία![/i]

Λένε ότι στο φαΐ, στο γαμήσι και στο χέσιμο δεν χρειάζεται βιασύνη. Συμφωνώ. Πλην όμως, πρέπει να ευαισθητοποιηθεί η Πολιτεία (και οι φορείς), ώστε να τοποθετηθούν απανταχού εις την επικράτειαν και δη εις πλείστα κεντρικά σημεία, δωρεάν αξιοπρεπείς και καθαραί βεσπασιαναί προς ανακούφισιν των ατυχών συμπολιτών ημών, ώστε να αποφεύγονται αι κακοτοπιαί.

Δει δη αποπάτων ώ άνδρες Αθηναίοι και άνευ τούτων, ουδέν εστί γένεσθαι των δεόντων.

Συνώνυμα: Γιομάτο κλανίδι, φορτωμένη/καργαρισμένη πορδή, τορπίλλα, κουφέτο, μου φύγανε/είπανε του παλαβού να κλάσει κι αυτός χέστηκε (παροιμία) κλπ.

Ιταλιστί: Scoreggia vestita (“επενδεδυμένον κλανίδιον”)

- Αργείς;

- Μια στιγμή να κατουρήσω…

- Τελείωνε! Δεν προλαβαίνω, έχει σκάσει μύτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιόπουστα, που κατά την πεολειχία δαγκώνει το πέος του άλλου.

Οφείλεται σε διαφόρους λόγους και να μερικοί:

  • Kαύλα.
  • Ανωμαλία στην άνω, ή κάτω γνάθο.
  • Μειωμένη αντίληψη τις σκληρότητας του προς θηλασμού πέους, συνήθως λόγω χρήσεως ναρκωτικών ουσιών.
  • Κόμπλεξ κατωτερότητας («γιατί αυτουνού του σηκώνεται και ουχί εμού, θα του τον ματώσω»).

    Βεβαίως υπάρχουν και πολύ άλλοι λόγοι, αλλά μου διαφεύγουν, λόγω υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας.

Αχ και ματα αχ και βαχ και τί ωραία που το κανειιιςςς ΚΡΑΑΚ Α Α Α Α ΧΧΧΧ τί κάνεις ρε συ εκεί;! Μου το μάτωσες ρεεε!!! Παλιο οδοντόπουστα...
(...και ακολουθούν τα απαραίτητα σφαλιαρίδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified