Selected tags

Further tags

Να ένα ενδιαφέρον λήμμα με ποικίλες έννοιες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις και αναλόγως με τα συμφραζόμενα αλλάζει εντελώς η σημασία του.

Α. Χρησιμοποιείται συχνότατα για να δηλώσει αδιαφορία (παράδειγμα 1). Πράγμα παράξενο γιατί το να χεστεί κανείς θα έπρεπε λογικά να τον ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Προσοχή! Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να το συγχέουμε με τη φράση χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί -αν και ίσως έχουν κοινή ρίζα– επειδή υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους. Με το χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί, δηλώνουμε ότι αδιαφορούμε για ένα γεγονός το οποίο θεωρούμε ασήμαντο και ανάξιο της προσοχής μας (άλλωστε αυτή που χέστηκε είναι η Φατμέ και όχι εμείς). Απαξιώνουμε δηλαδή εντελώς το γεγονός (παράδειγμα 2α). Με το χέστηκα απ’ την άλλη, δηλώνουμε την αδιαφορία μας, η οποία όμως δύναται να αναφέρεται ακόμα και σε ένα αντικειμενικά σημαντικό γεγονός (παράδειγμα 2β).

Β. Μια άλλη χρήση που παίρνει ο όρος, είναι για να δηλώσει αφθονία - πλούτο αντικειμένων, αγαθών ή και χρημάτων. Όπως δηλαδή το σκατό πλημμυρίζει το βρακί του χεσμένου, με τον ίδιο τρόπο υποτίθεται ότι κατακλύζεται και ο χρήστης του όρου με το αντικείμενο της πρότασής του (παράδειγμα 3).

Γ. Η έκφραση χρησιμοποιείται επίσης για να φανερώσει μεγάλο φόβο. Όταν ο άνθρωπος τρομάξει υπερβολικά, είναι πιθανό να χαλαρώσουν οι μυς του και να ανασταλούν κάποιες ακούσιες λειτουργίες του οργανισμού, εν προκειμένω η λειτουργία του σφιγκτήρα του πρωκτού (παράδειγμα 4).

Δ. Τέλος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει ανείπωτη χαρά. Ευτυχία στον υπερθετικό βαθμό (παράδειγμα 5).

Χαριτωμένη προσθήκη: Ένα επιπλέον έψιλον στην αρχή του ρήματος δίνει περισσότερη ενέργεια και λάμψη! (παράδειγμα 1)

Παρόμοιες έννοιες μπορεί να έχει και το «κατουρήθηκα», κυρίως στις περιπτώσεις Γ και Δ («κατουρήθηκα απ’ τη χαρά μου», «κατουρήθηκα απ’ τον φόβο μου») και σπανιότερα στις περιπτώσεις Α και Β.

Επιπλέον το «κατουρήθηκα» έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που θέλουμε να πούμε ότι κάτι μας φάνηκε αστείο και γελάσαμε πάρα πολύ (κατουρήθηκα απ’ το γέλιο).

Παράδειγμα 1
- Το βράδυ έχει πάρτυ ο Αντρέας.
- Χέστηκα.
- Έλα ρε μαλάκα, θα έρθει και ο Δώρος.
- Εχέστηκα!
- Θα ’ναι και ο Αντώνης…
- Εεεεχέστηκα σου λέω!
- Α, δε σού ’πα… Θα είναι και η Λίλιαν.
- Τι ώρα είπαμε ότι θα μαζευτούμε;

Παράδειγμα 2α
- Ξέρεις τι έμαθα χθες; Η Μαρίκα στο γάμο της έβαλε νυφικό φούξια!
- Τι μου λές βρε παιδί μου; Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί…

Παράδειγμα 2β
- Μαλάκα μου, βγες γρήγορα από τη θάλασσα. Μόλις άκουσα στο ραδιόφωνο ότι το λιμενικό εντόπισε ένα κοπάδι καρχαρίες να κυκλοφορούν στην περιοχή.
- Χέστηκα! Τόσους μήνες περίμενα πώς και πώς να κάνω ένα μπανάκι. Δε βγαίνω και ας έρθουνε να μου φάνε τ’ αρχίδια…

Παράδειγμα 3
- Βρε μαλάκα, όλο το βράδυ γελάς σα χάχας. Έχεις ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά! Μπορείς να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει;
- Άσε! Χέστηκα στο τάλιρο! Τώρα με το φόβο για τη νέα γρίπη και καλά, πουλάω στο φαρμακείο κάτι αντισηπτικά και μαλακίες για τα χέρια 300% πιο ακριβά και έχω κονομηθεί πολύ άσχημα!

Παράδειγμα 4
- Μ Π Α Μ !!!!
- ΑΑΑΑΑΑΧΧΧΧ!!!!
- ΜΟΥΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑΑΑΑ! Σκιάχτηκες ορέ;
- ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΟΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!!!!! ΧΕΣΤΗΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΒΟ ΜΟΥ!!!!

Παράδειγμα 5
- Χαρούμενη σε βλέπω κυρία Ζέτα μου.
- Μόνο χαρούμενη; Χεσμένη απ’ τη χαρά μου είμαι κυρία Λέλα μου!
- Αλήθεια; Και γιατί παρακαλώ;
- Δέχτηκαν τον κανακάρη μου σε ένα πανεπιστήμιο της Αγγλίας για μεταπτυχιακό!
- Συγχαρητήρια! Σε ποιο πανεπιστήμιο;
- Κάτσε να δεις… πώς μου το είπε… Α, ναι! Στο πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κατούρημα
  2. Τα ούρα, τα τσίσα
  3. Το πουλί ή το μουνί στην παιδικήν

Από τη γαλλική λέξη pipi.

  1. - Μαμάααααααααααααααα, πιπί μουουουουου!
    - Τώρα, έρχομαι!
    ...

  2. Πώ πω πότε πρόλαβες και τά' κανες πάνω σου και γέμισες τον κόσμο πιπί!

  3. - Μαμά, τι σημαίνει «το κάνω;»
    - Είναι όταν βάζεις το πιπί σου σε αυτό ενός κοριτσιού.
    ...

(από malakia, 02/11/11)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκατά.

Είτε από το γαλλικό caca, ή επειδή πρόκειται πράγματι για κάτι κακό (περιττό, περίττωμα), βρωμερό και τρισάθλιο (αυτό δεν ισχύει βέβαια για κάτι παιδάκια που τα τρώνε... Ακόμα χειρότερο από όσα τρώνε χώμα ή ασβέστη, όπως η-δεν-θυμάμαι στα Εκατό χρόνια μοναξιάς).

ΥΓ. Δείτε και το σχόλιο του βράστα που δίνει άλλη ετυμολογία.

  1. - Μαμάααααααααααα! Κακά μουοοουουουυ!
    - Τώρα, έρχομαι!
    ...

  2. Έκανε κακάκια το μωρούλι μου, ε;;;;
    ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ούρα.

Προφάνουσλυ από το τσιςςςςςςςςςςςςςςςςςς που κάνουν όταν πέφτουν όπου.

Δεν είναι τόσο σικ όσο το πιπί (ορ. 2.).

Πάλι έκανες τσίσα σου βρε παιδάκι μου στο κρεβάτι; Πότε θα μεγαλώσεις επιτέλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι. Λέμε πχ «έλα δω μωρό μου να σου κάνω ένα κλύσμα» ή: «της πάτησα ένα κλύσμα που θα της μείνει αξέχαστο».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Κλύσμα είναι απαραίτητο να προηγηθεί του πρωκτικού σεξ, για να φύγουν μικρόβια κλπ. Άσχετα αν οι πιο πολλές γκόμενες δεν το κάνουν.

Και μεταφορικά: «παίξαμε τάβλι με τον Πάνο και του έκανα κλύσμα».

Δες ορισμό.

Δες και γκαζόζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Θεός έφτιαξε πλάσματα, έφτιαξε και κλάσματα! Τώρα διαλέγετε και παίρνετε! Είτε την αριθμητική έννοια (κυριολεκτικά μία μισοριξιά ή μεταφορικά ένας περιορισμένης ευθύνης), είτε την σκατολογική έννοια (το προϊόν της κλανιάς, την κοινή πορδή, δηλαδή ένας ασήμαντος, ένας τιποτένιος).

All time classic μπαρμπαδισμός.

συνώνυμα : μυγόχεσμα, ρετάλι, ρεμάλι, μπετόβλακας,

  1. - Ρε χθες ανακάλυψα ότι αυτοί οι δύο είναι αδέλφια. Δεν θα το πίστευα αν δεν μου το 'λεγαν οι ίδιοι.
    - Κανείς δεν το πιστεύει. Ο ένας σοβαρός, λιγομίλητος, ντεκλαρέ και ωραίος τύπος, και ο άλλος αλήτρα πρεζέμπορας, χωρίς ιερό και όσιο.
    - Ο θεός έφτιαξε πλάσματα, έφτιαξε και κλάσματα.....

  2. - Και που λες, σκάει μύτη χθες ένα πλάσμα στην καφετέρια, πάθαμε όλοι. Ίσαμε τρία χιλιόμετρα πρέπει να ήταν το δεξί της πόδι, κι άλλα τόσα το αριστερό. Και άριστη κατασκευή. Όχι σαν κάτι ασύνδετα αγγούρια. Αλφαδιασμένη, από πάνω μέχρι κάτω. Αναστάτωση, πέφταν δίσκοι, ποτήρια, σταμάτησαν συζητήσεις κλπ.
    - Και να λείπω;
    - Κάτσε να ακούσεις τη συνέχεια. Και εκεί που είναι απλωμένο το πλάσμα, σκάει ένα κλάσμα ανδρός, και ο μούναρος σκύβει και του ρίχνει ένα ρουφηχτό! Και μένουμε σέκοι!! Κοίτα να δεις το λιμό αντράκι. Να κυκλοφορεί τέτοιο πλάσμα. Κουφαθήκαμε!!!

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φτυσιά, το φλέγμα, το προϊόν του «χα-Φτού!», συνήθειο το οποίο ακόμα κάποιοι, κυρίως μεγάλης ηλικίας, διατηρούν. Υγιεινό, δε λέμε (δεν κάνει να καταπίνουμε το φλέγμα, ιδιαίτερα άμα είναι πυώδες, πχ από αμυγδαλίτιδα, γιατί το πύον βλάπτει μακροπρόθεσμα τα νεφρά και την καρδιά), αλλά ακόμα κι αν το κάνεις σε χαρτομάντηλο και δεν πετάς τη χλεμπόνα σου στον δρόμο μπροστά στον άλλον που περνάει (πχ επιδεικτικά-φαλλοκρατικά μπροστά σε μια γυναίκα), δεν παύει να είναι μια από τις πιο αηδιαστικές σωματικές εκκενώσεις. Λέω καλύτερα να μην περιγράψω το χρώμα και την υφή της, όλοι τα γνωρίζουμε καλά καθότι, όσο πιο πίσω πάμε στον χρόνο, τόσο θυμόμαστε τα αθηναϊκά (τουλάχιστον) πεζοδρόμια γεμάτα από δαύτες...

Η χλεμπόνα είναι αφιέρωση-στάση ζωής κάποιων που το παίζουν (ή είναι) μάγκες, αλήτρες, περιθωριακοί. Δηλώνει απόρριψη των πάντων. Και πάντως του κατεστημένου και του σαβούρα-βιβρ.

Η λέξη σημαίνει το παραγινωμένο αγγούρι (Τριανταφυλλίδης έφη), αλλά κττμγ δένει με το όλο πράμα καθότι το χλ- θυμίζει τον ήχο που κάνουμε όταν εκ βαθέων φτύνουμε...

Βλ. και χλεμπονιάρης, χλέπα, χλέμπουρας

- Πώς τα πέρασες χθες με τον καινούργιο γκόμενο;
- Τι να σου πω! Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που με ανέβασε στη μηχανή του να με πάει σπίτι του. Και πάνω που ξεκινήσαμε αμολάει μια χλεμπόνα που ήρθε καταλάθος ή ξεπίτηδες όλη πάνω μου! Ε, μετά απ' αυτό, όπως κατάλαβες, τον ξέχεσα και τιγκανά με ελαφρά πηδηματάκια...

Ο Λευκορώσσος αμυντικός Alexander Hleb με τη φανέλα της Άρσεναλ. Επί του παρόντος, αγωνίζεται στη Μπουντεσλίγκα με τη Στουτγάρδη. (από allivegp, 23/09/09)χλεμπόν χλεμπόν (από BuBis, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι πηγαίνει στραβά ή όταν γίνεται μια μαλακία τέλος πάντων.

  1. - Έχασα το κινητό μου προχτές... - Κωλίλα ρε φίλε...

  2. Παίχτηκε κωλίλα το πρωί... έχασα το αεροπλάνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος έχει πιει πολλές μπύρες και τον έχει πάει αίμα ή πολύ απλά έχει φουσκώσει.

- Τι έχεις ρε Θρασύμβουλα;
- Γάμησε τα και άφησέ τα, κατέβασα μισό καφάσι Heineken και με έχει πιάσει μπυροκολιάτζα..

(από GATZMAN, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που λατρεύει το φαγητό το οποίο προκαλεί τον σουρεαλιστικό ήχο με, ή χωρίς αναθυμιάσεις.

Προσοχή: Αναλόγως των περιστάσεων, η διαφυγή των αερίων έχει επιπτώσεις στο πρόσωπο του πορδοκράτορα. Άλλοτε χαμογελάει αμήχανα, άλλοτε γελάει στον θάλαμο με τους άλλους φαντάρους, ενώ υπάρχουν και στιγμές που θα απαρνηθεί το ατμιδικό του «τέκνο» και γεμάτος απορία θα ρωτάει την παρέα αν έτυχε να μυρίσει κάτι άσχημο.

  1. Χαμόγελο αμηχανίας: Ναι μωρό μου, σε θέλω... (εδώ είναι η στιγμή που απεύχεται ο πλέον πορδοκράτωρ)

  2. Γέλια στον θάλαμο: ΩΩΩΩ ρε μαλάκα, πύραυλος ρεεεεεεε χάχαχα (κλπ κλπ)

  3. Με την παρέα: Ρε μαλάκα Βαγγέλη... σου μυρίζει τίποτα ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified