Χρησιμοποιείται ως υποτιμητικός όρος και υβριστικά.
Στην κυριολεκτική του έννοια σημαίνει «πανί για το μουνί», δηλαδή σερβιέτα.
- Άντε φύγε από 'δω ρε μουνόπανο !
- Άμα σας πετύχουμε μετά το μάθημα ρε μουνόπανα, θα σας γαμήσουμε !
Χρησιμοποιείται ως υποτιμητικός όρος και υβριστικά.
Στην κυριολεκτική του έννοια σημαίνει «πανί για το μουνί», δηλαδή σερβιέτα.
- Άντε φύγε από 'δω ρε μουνόπανο !
- Άμα σας πετύχουμε μετά το μάθημα ρε μουνόπανα, θα σας γαμήσουμε !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ύβρις για γυναίκα που δε γουστάρει κάποιος. Σχετίζεται με την κλασομπανιέρα, και τον κλασαρχίδα. Ταιριάζει η χρήση του σε γυναίκες που το παίζουν κλασάτες, δυναμικές και όμορφες, αλλά στην πραγματικότητα είναι ελεεινές και φτωχόμουνα με femme fatale attitude.
Το αιδοίο που κατά τη διάρκεια του ξεσκιζόλ απελευθερώνει αέρα πολύ συχνά (ρυθμός άνω των 5 fpm - farts per minute).
-Τι έγινε ρε, γιατί μάλωνες με την Ίριδα;
-Άσε με μωρέ με το κλασόμουνο, που θα μου πει εμένα να πούμε πως να κάνω τη δουλειά μου! Γαμώ το Χριστόφορο και την Πανακόλα της!
-Για πες ρε, τι έλεγε η Ίριδα στο κρεβάτι;
-Ωραία φίλε, στενό μουνί, αλλά έκλανε συνέχεια.....
-Μμμμ κλασομούνα δηλαδή.
-Ναι, σαν τη μάνα σου.
-;;;;;;;;;;;;
Got a better definition? Add it!
Η έννοια απέχει από το τετριμμένο κοπρολάγνος. Είναι η απόλαυση, μέσω της όσφρησης, αέριων κενώσεων εναλλάξ από τους παρτενέρ. Συναντάται κυρίως σε ερωτική συνεύρεση μεταξύ ομοφύλων, και κυρίως γυναικών. Η αρχή έγινε το 1989 στη Βραζιλία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συγκεντρώνοντας και προσθέτοντας:
1.
Ρε τενεκέ ξεγάνωτε A…! οι νοσοκόμες είναι για τις ενέσεις να στρώνουν τα κρεβάτια και για τις πάπιες. Από πότε οι νοσοκόμες κάνουν ιατρικές γνωματεύσεις;
(διεκπεραιωτικά)
2.
Το ράγισμα της πάπιας είναι περίπου αναπόφευκτο σε καραμπίνες ελατηρίου. Τα πιθανά αίτια είναι: χαλαρό βίδωμα του πώματος, υπερβολικό σφίξιμο του πώματος, λανθασμένη κατασκευή της πάπιας που επιτρέπει επαφή με τα μεταλλικά μέρη του όπλου.
(επίσης διεκπεραιωτικά)
3.
Για πήχη εννοείς το εξωτερικό μέρος λογικά κι όχι την πάπια ε; Βοηθάνε πολύ και οι κάμψεις με μπάρα με ανάποδη λαβή (παλάμες προς τα κάτω), αυτή που πιάνει δηλαδή την εξωτερική κεφαλή στο δικέφαλο. Οι ανάστροφες θα τις ακούσεις να τις λένε μερικοί. Αν πάλι μιλάς για την πάπια και δε θες να κάνεις άσκηση απομόνωσης είτε με μπάρα είτε με αλτήρα, μπορείς όταν θα κάνεις χαμηλή κωπηλατική για πλάτη στην τροχαλία, στο τελείωμα της κίνησης να στρέφεις λίγο προς τα μέσα τους καρπούς ώστε να σε πιάνει και λίγο παραπάνω στην πάπια.
(όλα από το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που χρησιμοποιείται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους για να προφυλάξει τον έναν από τους δύο από ενδεχόμενη εντερική δυσλειτουργία, μετά από λανθασμένη τροφική επιλογή.
- Μην φας αυτή την μανιταρόσουπα γιατί έχει ένα περίεργο πράσινο χρώμα.
- Άσε ρε δεν είναι τίποτα αυτό, το λάδι είναι.
- Ρε μην τη φας σου λέω, κοίτα αυτό το μανιτάρι, μοιάζει με αόμματο χελωνάκι.
- Μην είσαι χαζός, είναι πλευρώτους, γι΄αυτό.
- Καλά... Άμα μετά σε πάει Πάτρα Καλαμάτα θα σου πω εγώ..
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!
Αυτή που της αρέσει να της γεμίζουν τον κώλο ωμό κρέας.
Got a better definition? Add it!
Φράση παρμένη από πασίγνωστο ποίημα του αποδίδεται στον πάντα επίκαιρο Γιώργου Σουρή, το οποίο αναφερόταν -πού αλλού;- στην σκατάσταση της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα.
Το όλο ποίημα ήταν μια τιραμισουρεαλιστική απάντηση, ελληνικής κοπής, στο ''ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης'' του Μπάιρον. Από το ίδιο ποίημα προέρχεται το περιβόητο σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να πέσεις. Διότι άμα πέσεις στα σκατά, άντε να την σκα(τ)ουλάρεις!...
Τίποτε δεν απόμεινε
στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου
και φαίνονται χεσμένα.
Όλα σκατά γενήκανε
και ο δικός μου κώλος
σκατά εγίνηκε κι αυτός,
σκατά ο κόσμος όλος.
Μόνο σκατά φυτρώνουνε
στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε,
σκατάδες στο τετράγωνο.
Μας έρχεται κάθε σκατάς,
θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε
πως αποσκατωθήκαμε.
Σκατά βρωμάει τούτος δω,
σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό,
σκατά βρωμά κι ο κρίνος.
Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά,
και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό
προβάλλει σκατωμένο.
Σκατά τα πάντα θεωρώ
και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ,
σκατά πάω να χέσω,
απ’ τα σκατά θα σηκωθώ
και στα σκατά θα πέσω.
Όταν πεθάνω χέστε με,
τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με
και πάλι ξαναφάτε,
μα απ’ τα γέλια τα πολλά
κοντεύω ν’ αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μου φεύγουν από πίσω.
Σκατά ο μεν, σκατά ο δε,
σκατά ο κόσμος όλος
κι απ’ το πολύ το χέσιμο
μου πόνεσε ο κώλος!
Γ. Σουρής
Σκατά και στο slang.gr.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει φάει ληγμένη ή χαλασμένη τροφή με τα γνωστά αποτελέσματα. Αρχικά ηχηρές εκφυσήσεις βρωμούχων αερίων από την περιοχή του παχέος εντέρου (πορδές) και ύστερα ευκοίλια (το λεγόμενο τσιρλόζουμο).
Βλ. επίσης με πήγε σερπαντίνα.
- Πω μαλάκα δεν ξανατρώω από τον βρωμιάρη τον Γιώργο. Για τον πούτσο κρέας έχει...
- Γιατί ρε μαλάκα; Τι έπαθες;
- Παραγγείλαμε χθες που είχε τον αγώνα και πήρα 2 σουβλάκια και κάτι άλλα. Ε και μετά από κανά 2ωρο τι να σου λέω. Εκεί που καθόμουν στον καναπέ είχα γαμηθεί να κλάνω. Και με πιάνει μια σουβλιά και τρέχω σφαίρα στην τουαλέτα. Με πήγε ζάρι... Άσε ρε με το γύφτουλα...
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος κλάνει βροντερά.
Μην κάθεσαι παιδί μου στα πλακάκια, θα μιλάει ο κώλος σου βουλγάρικα!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κωλόχαρτο (απαρχαιωμένα) κυρίως σε κόντεξτ δεκαετίας πενήντα, μπορεί ενίοτε να σημαίνει και την πατροπαράδοτη εφημερίδα που επιτελούσε έργο χαρτιού εκείνη την εποχή.
Κατίνα, το παιδί χέστηκε, τρέχα φέρε κωλοσφούγγι!!!!!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified