Συνώνυμο στη στρατιωτική αργκό της φράσης με πάει σπρέι. Κοινώς με πιάνει κόψιμο.
- Τι ήθελα και έφαγα χτές το φαγητό του νέου μάγειρα. Με πήγε αίμα όλο το βράδυ!
You do not have permission to view this page!
You may be allowed to view this page if you log in below.
Συνώνυμο στη στρατιωτική αργκό της φράσης με πάει σπρέι. Κοινώς με πιάνει κόψιμο.
- Τι ήθελα και έφαγα χτές το φαγητό του νέου μάγειρα. Με πήγε αίμα όλο το βράδυ!
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με πάει σπρέι, στη στρατιωτική αργκό, με πιάνει κόψιμο.
- Χάλια ο μάγειρας! Όσοι έφαγαν χτες τους πήγε σπρέι.
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η περίεργη, η κουτσομπόλα γκόμενα, αυτή που θέλει να τα ξέρει όλα και στήνει αυτί συνέχεια.
Ρε Βίκυ τι θέλεις γαμώτο; Σα τη χεζόμυγα έρχεσαι δίπλα μου σε ότι λέω και ότι κάνω τόση ώρα;
Got a better definition? Add it!
Η τουαλέτα στη στρατιωτική αργκό.
Πάλι με έβαλε αγγαρεία να καθαρίσω την καλιόπη!
Got a better definition? Add it!
Published
Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.
Προέλευση:
Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.
- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που πουλάει αέρα - κοροϊδεύει δηλαδή.
- Θα ψωνίσουμε από τον Τάκη;
- Τι λες ρε... απ' αυτόν τον κουραδέμπορα;
Got a better definition? Add it!
Εξευτελίζω, γελοιοποιώ, νικώ με διαφορά, γαμώ βίαια / αδυσώπητα.
- Άσε μαλάκα παίζαμε Warhammer με τον μαλάκα τον χοντρό, αλλά τι να κλάσει ο φλώρικος ο στρατός του; Του έδωσα το κωλάντερο στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Παλιός ευφημισμός για το χέζω (απο τα χρόνια που οι τουαλέτες βρίσκονταν ακόμη εκτός σπιτιού) που επιβιώνει ακόμα χάριν πολιτικής ορθότητας αλλά και συντομίας (έναντι του πάω τουαλέτα/στο μέρος).
Στη φράση την βγαίνω (+ σε/από): κάνω απρόσμενο (και αθέμιτο) ελιγμό συμπεριφοράς. (Παράβαλε και την μπαίνω)
- Τι έχεις ρε γιαγιά, σαν το λεμόνι είσαι όλη μέρα.
- Τι νά 'χω γιε μου, μ' αυτά τα χάπια που μου δίνει ο γιατρός, τρεις φορές βγήκα σήμερα...
- Καλά, ας μη χλαπάκιαζες τρείς καυτερές το μεσημέρι και θα σού 'λεγα...
- Τί άκουσα ρε άτομο; Πλάκωσες λέει στις φάπες χθές τον Ρούλη;
- Ε είναι να μήν τον πλακώσεις, τον τάκη; Να μού'ρχεται γραμμή απ'το σκυλάδικο και με το που βλέπει τα φρικιά στην παρέα να μας τη βγαίνει στο ροκάδικο;
- Δηλαδή τί είπε ρε;
- Οτι καταβάθος λέει γουστάρει Δάντη και Ρουβά, επειδή εχουν ωραία σόλα...
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου νωθρού, αργόσχολου, τεμπέλη.
Από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής», Τριανταφυλλίδη.
- Πω πω μαλάκα μου, η ομαδάρα φέτος πάει απ' το κακό στο χειρότερο. Στον κώλο μας θα το βάλουμε το διαρκείας.
- Άσε με ρε, με τις κοπριές που έφερε ο πρόεδρος να παίζουν, θα τελειώσουμε τη σεζόν με το γήπεδο ζούγκλα.
Got a better definition? Add it!
Το τμήμα του βλεννώδους και κολλώδους παρασκευάσματος που μπλοκάρει την αναπνοή μας κατά το κρυολόγημα ή μετά από υπερβολική κατανάλωση καπνού, το οποίο και απορρίπτεται με τη γνωστή κίνηση «μαζεύω και εκτοξεύω» (κχχχχχα-φτου!).
Πιο διαδεδομένα συνώνυμα: ροχάλα, χλέπα.
- Μαλάκα Σούλη, έχω κρυολογήσει αισχρά, γαμώ τον κωλόκαιρο γαμώ. Πέταξα κάτι μπαγλάμια το πρωί... σα ζωντανά ήτανε!
- Ουμφφφ! Ελπίζω να μην τα 'φερες μαζί σου στη δουλειά.
Got a better definition? Add it!