Πρόκειται για λεξιπλασίες που σχηματίζονται με σύγκραση των ονομάτων δύο πολιτικών, ώστε να σχηματίσουν ένα όνομα. Συνήθως στις παρόμοιες λεξιπλασίες υπονοείται ότι ενώ οι δύο πολιτικοί επαγγέλλονται ή γενικώς θα έπρεπε να είναι διαφορετικοί και εναλλακτικοί, στην ουσία μοιάζουν υπερβολικά, ως μη έδει.

Για τον λόγο αυτό οι λεξιπλασίες αυτές με ισχυρή σύγκραση πρέπει να διακρίνονται από τις λεξιπλασίες τ. τσιπραλαβάνοι, όπου έχουμε ασθενή σύγκραση, σχεδόν παράθεση, (και όπου εκεί το νόημα είναι να θιγεί ότι ο αντίπαλος δεν είναι μόνος του, αλλά έχει και παρέα κάποιον εξίσου κατακριτέο με αυτόν, οπότε εκεί συνήθως δεν συμπαρατίθενται δύο ονόματα από τελείως διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους). Τα όρια βεβαίως μεταξύ των δύο διαφορετικών τύπων λεξιπλασιών δεν είναι στεγανά, αλλά υπάρχουν και γκρίζες ζώνες, όπως οι/ο Πουτβέντεφ (Πούτιν + Μεντβέντεφ). Το χαρακτηριστικό με τους Μερκοζί είναι ότι μπορεί να τεθούν είτε σε ενικό σαν να πρόκειται για μία υπόσταση, είτε και στον πληθυντικό, όπως οι Τσιπραλαβάνοι.

Ιδεολογικές χρήσεις των λεξιπλασιών αυτών:

α) Θίγεται το γεγονός ότι στις δημοκρατίες της εποχής μας (μετανεωτερικότητα ή ύστερη νεωτερικότητα, ή όψιμη μετανεωτερικότητα ανάλογα με τα γούστα), τα κόμματα εξουσίας όποια πρόθεση και να έχουν, ντε φάκτο ακολουθούν πολύ παρόμοια πολιτική λόγω της επιβεβλημένης παγκοσμιοποιημένης μονοτροπίας σε ολόκληρο τον πλανήτη, λόγω της υπερίσχυσης της οικονομίας έναντι της πολιτικής, λόγω της ένταξης σε διεθνείς οργανισμούς ειδικά αν υπάρχει κοινό νόμισμα και ταλιμπάν. Ο Γάλλος φιλόσοφος Alain Badiou έχει ονομάσει τις σύγχρονες δημοκρατίες θέατρο, όπου το ίδιο έργο παίζεται εναλλάξ από δύο διαφορετικούς θιάσους, τους δεξιούς που το παίζουν ως Théâtre de Boulevard και τους σοσιαλιστές που το παίζουν ως επαρχιακός θίασος, με μοναδική εξαίρεση (πάντα κατά τον Badiou) τον Γιώργο Παπανδρέου, που το έπαιξε ως μπρεχτικό θέατρο αποστασιοποίησης, με απλά λόγια λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα. Η παράσταση έχει δύο πράξεις, την περίοδο χάριτος , όπου δίνουμε στον ηθοποιό την προσωρινή δυνατότητα να μην κάνει πράξη τις προεκλογικές του επαγγελίες χωρίς να δυσανασχετούμε, καθώς η αλλαγή θιάσου έχει φέρει κάποιο ενδιαφέρον στην παράσταση, και την φθορά της εξουσίας, όπου επέρχεται μονοτονία από την επαναλαμβανόμενη μη τήρηση των επαγγελιών, και οι θεατές σφυρίζουν την παράσταση, περιμένοντας πρόσκαιρη ανανέωση ενδιαφέροντος με τον επόμενο θίασο που δεν θα τηρήσει τις επαγγελίες του. Οι συγκλίσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε λεξιπλασίες όπως Παπαμανλής, Καρανδρέου κ.τ.ό., για να περιγραφούν οι «δημοκρατίες» («ελευθέριες ολιγαρχίες» κατά την αριστοτελική ορολογία) που έχουμε μάθει όλοι καλά ιδίως τον τελευταίο καιρό.

β) Έχω την εντύπωση ότι συχνά οι λεξιπλασίες αυτές πλήττουν κυρίως αυτόν που επαγγέλλεται την διαφοροποίηση, και συνήθως τον «πατριώτη» ή «εθνικιστή» (ανάλογα με τα γούστα), τον υποσχόμενο την εθνική διαφορά από την παγκοσμιοποιημένη μονοτροπία. Λ.χ. η λεξιπλασία Παπαράς πλήττει κυρίως τον Σαμαρά (που δεν έχει παίξει ακόμα το ρολάκι του), όπως το σερβικό Toris πλήττει κυρίως τον εθνικιστή Τόμα Νίκολιτς, όπως (για άλλους λόγους) και το τι Πλαστήρας τι Παπάγος έπληττε τον Πλαστήρα. Οπότε ορισμένες από αυτές τις λεξιπλασίες δεν είναι απολύτως ουδέτερες μεταξύ των δύο, αλλά μάλλον αποσκοπούν να εξοντώσουν τον «υπερήφανο εθνικά»- «ανθενωτικό» πολιτικό, εντάσσοντάς τον στο ίδιο πακέτο με τον αντίπαλό του, ή απλά τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης που δεν έχει ακόμη καταλάβει την εξουσία.

γ) Όταν οι λεξιπλασίες ενώνουν πολιτικούς διαφορετικών εθνικοτήτων, τότε θίγονται συγκεκριμένες διεθνείς τάσεις, λ.χ. οι Μερκοζί εναντίον των Ρομπαρόζο ή των Παπασκόνι. Και πάλι όμως, υπάρχει συχνά το στοιχείο του «ως μη όφειλε», λ.χ. είναι ξεφτίλα για τον Σαρκοζίξ να συναιρείται με την Μέρκελ, αντίθετα προς όποια επίδίωξή του για εθνικά υπερήφανη γαλλική πολιτική.

δ) Συναφώς, ορισμένες φορές θίγεται η υποτέλεια του ενός πολιτικού στον άλλο παρά τις διακηρύξεις του για ανεξαρτησία και αυτονομία. Λ.χ. ο Σαρκοζί που υπακούει στην Μέρκελ είναι Μερκοζί, ενώ ο Μεντβέντεφ που αποτελεί αχυράνθρωπο του Πούτιν είναι Πουτβέντεφ. Οπότε, παρά το γεγονός ότι οι λεξιπλασίες ενίοτε ομοιάζουν με τους τσιπραλαβάνους περιγράφοντας πολιτικούς του ίδιου χώρου, κατά βάθος η έμφαση είναι και πάλι στο «ως μη έδει».

Τέλος, να πούμε ότι οι παρόμοιες λεξιπλασίες κατασκευάζονται και αναπαράγονται ταχύτατα είτε από δημοσιοκάφρους, είτε από χρήστες των διαδιχτυών και στην εμπέδωσή τους παίζουν καταλυτικό ρόλο τα τερτίπια του φωτομάγαζου, που επιτρέπει και εικόνα της κωμικής σύμφυρσης των δυο φατσών.

Μη εξαντλητική λίστα:

- Καρανδρέου (= Κώστας Καραμανλής + Γιώργος Παπανδρέου)
- Καραπαπάρας (= Καρατζαφέρης + Παπανδρέου + Σαμαράς)
- Μερκοζί (= Μέρκελ + Σαρκοζί)
- Παπαμανλής (= Παπανδρέου + Καραμανλής)
-Παπαράς (=Παπανδρέου + Σαμαράς)
- Παπασκόνι (=Παπανδρέου + Μπερλουσκόνι)
- Πουτβέντεφ (=Πούτιν + Μεντβέντεφ)
- Ρομπαρόζο (=Ρομπάι + Μπαρόζο)
- Σαμανδρέου- Σαμαρανδρέου
- Τόρις (=Τόμα Νίκολιτς + Μπόρις Τάντιτς)

  1. Οι ΜΕΡΚΟΖΙ με Νέα “ΙΕΡΑ ΣΥΜΜΑΧΙΑ” ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ και ΔΙΑΤΑΖΟΥΝ… (Εδώ).

  2. Έρριξαν τους Παπασκόνι με πραξικόπημα! (Εδώ)

  3. Πρώτο γαλλογερμανικό «όχι» στους Ρομπαρόζο. (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην συνέχεια της συζήτησης που άνοιξε με τα λήμματα πληθυντικός της απαξιώσεως και σχήμα ενικού αριθμού θα ήθελα να καταθέσω άλλο ένα παρόμοιο γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο. Πρόκειται για λεξιπλασίες που κατασκευάζονται ως εξής: Παίρνεις από έναν χώρο ιδεολογικό, πολιτικό ή άλλο, δύο κορυφαίους εκπροσώπους του, ενώνεις τα επώνυμά τους και τα βάζεις σε πληθυντικό αριθμό απαξίωσης. Tip: Βοηθάει αν το ένα από τα δύο επώνυμα μπορεί να κάνει κατάληξη πληθυντικού σε -ηδες, -αδες .

Ποια είναι η ρητορική στρατηγική των παρόμοιων λεξιπλασιών; Την αντιλαμβάνομαι ως εξής: Ένας ιδεολόγος ή πολιτικός κ.τ.ό. όταν καταθέτει μία πρόταση δύο τινά (μάλλον αλληλοαποκλειόμενα) μπορεί να επικαλεστεί για να τον προσέξουν: α) την πρωτοτυπία της θέσης του, ότι είναι ο μόνος που την σκέφτηκε, β) την κοινωνική δυναμική της, δηλαδή ότι πίσω από αυτήν υπάρχει (ή μπορεί να υπάρξει) ένα μεγάλο πλήθος που την υποστηρίζει και το οποίο αυτός αντιπροσωπεύει.

Όταν, λοιπόν, εσύ φτιάχνεις μια λεξιπλασία διαλέγοντας δύο μόνο εκπροσώπους ενός χώρου του αφαιρείς και τα δύο:

α) Όπως ακριβώς και στον πληθυντικό απαξιώσεως, υπονοείς ότι ο αντίπαλος δεν είναι πρωτότυπος αλλά ανήκει σε μια τάση, που τους ξέρουμε καλά αυτούς. Υπάρχει εδώ μία ιδιαίτερη μορφή argumenti ad hominem, που θα το ονόμαζα argumentum ad pluralitatem. Δηλαδή υπονοείς ότι ο αντίπαλος ανήκει σε έναν τύπο ανθρώπων, οι οποίοι σκέφτονται αλλά και πράττουν, συμπεριφέρονται όπως αυτός, οπότε δεν εκπλήσσει, δεν ξενίζει κανέναν ότι αυτός τώρα το λέει αυτό, αφού έτσι κάνουν οι του σιναφιού του.

β) Ταυτόχρονα, όμως, πετυχαίνεις να του αφαιρέσεις και το αντίθετο πλεονέκτημα. Καθώς η δυάδα είναι η ελάχιστη πολλαπλότητα, με την αναφορά μόνο δύο ατόμων, δεν μπορεί ακριβώς να σχηματιστεί είδος, ιδέα, τύπος. (Συναφές αν και διαφορετικό είναι και το θέμα του τρίτου ανθρώπου που έθιξαν στην αρχαιότητα οι Πλατωνοαριστοτέληδες). Η δυάδα είναι ένας γουαναμπής χώρος που δεν φτάνει όμως για να τον απαρτίσει. Οπότε του αφαιρείς και την δυνατότητα να επικαλεστεί την αντιπροσώπευση ενός πλήθους, όπως θα μπορούσε να γίνει αν ετίθετο ένας απλός πληθυντικός ή ενικός αντί πληθυντικού. Θα διέκρινα περαιτέρω δύο ιδεολογικές χρήσεις: i) Αν ο χρησιμοποιών την λεξιπλασία στρέφεται εναντίον κυρίαρχου λόγου, τότε θέλει να πει πως δυο-τρία άτομα συνιστούν μια ολιγομελή ελίτ που επιβάλλει την θέλησή της στον πολυπληθή λαό. ii) Αν στρέφεται ενάντιον εναλλακτικού λόγου, τότε θέλει να πει πως πρόκειται για δυο- τρεις γραφικούς, που ναι μεν ξέρουμε τα χούγια τους, αλλά δεν έχουν χώρο από πίσω τους. (Τα παραπάνω βέβαια αποτελούν μια παραπάνω ερμηνευτική απόπειρα που ισχύουν σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις της χρήσης των λεξιπλασιών, ενώ για πολλές άλλες χρήσεις ισχύει απλώς ό,τι ακριβώς και στον πληθυντικό απαξίωσης).

Τέλος, οι λεξιπλασίες αυτές δεν πρέπει να συγχέονται με τις δημοσιοκαφρικές κράσεις, τ. Μερκοζί, Παπασκόνι κ.τ.ό. Η διαφορά είναι ότι στους Τσιπραλαβάνους έχουμε οιονεί παράθεση ολόκληρου του επωνύμου για να συμπαραθέσουμε κάποιους που σχηματίζουν ασθενή ημιτελή ομάδα. Ενώ στους Μερκοζί έχουμε ισχυρή κράση, για να θίξουμε το αντίθετο, ότι δηλαδή δύο που δεν όφειλαν να συμπαρατίθενται, ωστόσο, ως μη έδει, συμφύρονται σε μία πραγματικότητα (είτε συγκεχυμένη είτε υπερβολικά σαφή). Βεβαίως, και στην περίπτωση των Τσιπραλαβάνων μπορεί να ενωθούν δύο άτομα που δεν έχουν ακριβώς τις ίδιες απόψεις, οπότε ο χρήστης προβαίνει και σε ερμηνευτικό εγχείρημα ότι δηλαδή οι δύο αυτοί παρά τις όποιες διαφορές τους το ίδιο κάνουν.

Ιδού ένα μικρό δείγμα τέτοιων λεξιπλασιών, που λέγονται ασφαλώς με επιτονισμό αηδίας:

- Γιανναροζουράρηδες
- Δραγωνορεπούσηδες- Ρεπουσοδραγώνες
- Λιακοβερέμηδες
- Μουμπαρακοκαντάφηδες
- Πλευροβορίδηδες
- Τσιπραλαβάνοι
- Φουκωντεριντάδες

  1. α) Tha ithela na pane i tsipralavani eki gia ligo na mathoun ti simeni aravas ke mousoulmanos. (Εδώ).

β) Όχι. Εκνευρισμένοι είναι μονίμως οι διάφοροι Τσιπραλαβάνοι. Ξέρεις, εκείνοι που μονίμως νομίζουν ότι επειδή θέλουν κάτι, γίνεται. Όπως τα παιδάκια που φωνάζουν οργίλα στη μαμά τους: «Δεν θέλω φασολάδα. Θέλω πίτσα. Θέλω, θέλω, θέλω!» Και χτυπούν το πόδι κάτω. (Εδώ).

γ) Που είναι οι Τσιπραλαβανοι να στηρίξουν το απάνθρωπο αυτό καθεστώς επειδή είναι αντιδυτικο (όπως και όλα τα απάνθρωπα καθεστώτα) και να μας πουν πως πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα τους; (Εδώ).

  1. α) Οι Δραγωνορεπουσηδες πολλαπλασιαζονται σαν τον μεταστατικο καρκινο. Επειση αισθανονται ανθρωπακια (φοβισμενα) με ελλειπη συνειδηση, βοηθουντων και των χρηματοδοτησεων, θελουν να μας μετατρεψουν ολους, και τα παιδια μας. (Εδώ).

β) που τον εχεις πεισει οτι η κουλτουρα του και η ιστορια του ειναι ανυπαρκτες η αναξιες λογου (οι γνωστοι ανθελληνες «διαννοουμενοι», ΜΚΟ, Δραγωνορεπουσηδες και ολο το συναφι τους) (Εδώ).

γ) αχαριστοι ποιο ΑφιονΚαραχισαρ οι ΡεπουσοΔραγωνες σας εφεραν
στην Αθηνα και ακομη ουτε ενα αγαλμα;Μαυσωλειο Κεμαλ επειγοντως να πλαισιωθει με Μνημειο Γνωστων Γενιτσαρων μαθετε να τιματε την ιστορια σας επιτελους (Εδώ).

  1. Άντε μετά να μην πάει το μυαλό στον τρόπο που γιόρταζαν την 4η Αυγούστου οι Πλευροβορίδηδες. (Εδώ).

  2. η χωρα ειναι πραγματικα σε αδιεξοδο με τους ΜουμπαρακοΚανταφηδες που μας κυβερνουν. Αποφασιζουν εν κρυπτω, υποσχονται αλλα και κανουν αλλα .(Εδώ).

Ο Αλαβάνος ως μητρικός καθρέφτης του Τσίπρα. (από Khan, 13/12/11)Σαμαραχόι (από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σπασαρχίδης πιανίστας.
Εκ του πρήζω + Richter (Ρώσος πιανίστας διεθνούς φήμης).

-Αν πρόκειται να είναι και ο μαλάκας ο πρήχτερ στη συναυλία, δεν πατάω με τη καμία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το παρατσούκλι-σήμα κατατεθέν του Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου****ΙΣΤ', κατά κόσμον Joseph Ratzinger. Προκύπτει από την συγχώνευση του «Πάπας» και της αρχής του «Ράτσινγκερ», που είναι το επίθετό του.

  2. To «παραπάτησε» στα λαρισαίικα. Από μακάβριο ανέκδοτο για τον θάνατο της Νταϊάνα.

Trivia: Ο ορίτζιναλ όρος προέρχεται από το όνομα paparazzo, που έφερε ένας φωτορεπόρτερ στην ταινία του Federico Fellini «Dolce Vita» το 1960. Πρόκειται ίσως για την πρώτη ταινία που ασχολείται τόσο εκτεταμένα με το φαινόμενο των παπαράτσι, κι έτσι ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης καθιέρωσε τον όρο με τον τσαμπουκά του! (Το όνομα το άντλησε από ένα βιβλίο του Γκήσινγκ).

  1. I love PapaRatzi! Προπαγανδιστικά μπλουζάκια για το νέο Πάπα, κυκλοφόρησαν πολύ και στην Γερμανία με την εναλλαγή «Deutschland liebt PapaRatzi!».

  2. (Διάλογος Λαρισαίων πριν μια δεκαετία και κάτι)
    - Και πούς πέθανη η Νταϊάνα;
    - Δην τά μαθης; Παραπάτση! (πώς οι Λαρισαίοι κατάλαβαν το «παπαράτσι»).

I love PapaRatzi! (από Hank, 05/01/09)Οι πρώτοι paparazzi απ\' την ταινία Dolce Vita του Fellini (από Hank, 05/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι ο Μπαμπινιώτης, (δεν είναι ο κροταλίας), αλλά μία επικίνδυνη μεταλλαγμένη παραλλαγή του, βγαλμένη μέσα από λάθος πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε φρικτά ναζιστικά εργαστήρια γενετικών ερευνώνε, και ο οποίος κάποια στιγμή το έσκασε και ανέλαβε να κατακρεουργήσει τον πλούτο της γλώσσης ήν μας έδωκαν Ελληνικήν. Πρόκειται για τερατώδες όν, κάτι μεταξύ μπαμπουίνου και Μπαμπινιώτη, που κυκλοφορεί ελεύθερο και πυροβολεί αδιακρίτως, σκορπίζοντας τον τρόμο και το σύστριγγλο. Ά, κόντεψα να το ξεχάσω, είναι και μέλος του slang!

Μεταξύ φίλων :
- Άσε ρε μεγάλε που θα μου πεις ότι η Ελενίτσα ξέρει Γαλλικά...
- Ναι ρε μαλάκα σου λέω, αφού έχει πάρει το Μπακαβλορεά...
- Ωοοοο, μεγάλε έγραψες! Για πάρτε ρε ένα μπαμπουινιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρουσιαστής talk show ή κοινωνικού περιεχομένου εκπομπής με τάση να μην αφήνει τους καλεσμένους του να μιλήσουν, να τα ξέρει όλα πριν του τα πει κανένας, να διακόπτει για διαφημίσεις όποτε δεν τον συμφέρει ο διάλογος και γενικά να διαμορφώνει απόψεις σε ανθρώπους κατώτερης πνευματικής ικανότητας και να προκαλεί την σιχαμάρα στους υπόλοιπους.

-Ή κλείσε την τηλεόραση, ή βάλε κανένα dvd γιατί δεν την παλεύω με όλους τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες που μας δουλεύουν όλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified