Further tags

Ο παντελώς ασήμαντος, ο τελευταίος κρίκος της τροφικής αλυσίδας, η κατώτατη βαθμίδα σε οποιοδήποτε ιεραρχικό σύστημα (όπως έλεγε και ο Βέμπερ).

Συνήθως ο ανθυποτίποτας δεν έχει αντίληψη του πραγματικού ειδικού του βάρους και στριτζώνεται αδίκως.

Εμπνευσμένο από την στρατιωτική ορολογία, συναντάται και εκτός στρατεύματος.

- Για να μπει λίγο τάξη εδώ!
- Άει ρε ανθυποτίποτα, παράτα μας!

(από jesus, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, προερχόμενη εκ των λέξεων «νέος» και «Λέοπαρντ».

Ο όρος αποτελεί απαξιωτικό ή χιουμοριστικό χαρακτηρισμό ενός νέοπα που υπηρετεί σε μονάδες τεθωρακισμένων, που χρησιμοποιούν άρματα μάχης Λέοπαρντ (Leopard).

Ο όρος εκφέρεται συνήθως από κάποιον παλιό φαντάρο, από κάποιον μονιμά που έχει ακόμα να δει...πολλές... μα πολλές ολυμπιάδες μέχρι να απολυθεί, ή από κάποιον που είχε κάνει τη θητεία του σε τέτοιες μονάδες.

  1. (Χιουμοριστική χρήση)
    Καλή θητεία νέοπαρντ!!! Να περνάνε γρήγορα οι μέρες και να γυρίσεις άρτιος στην κοπελιά και στους δικούς σου!
    Δες

  2. (Απαξιωτική χρήση)
    3 μέρες πριν φύγω με αγγαρέψανε να πάρω κάτι νέοπαρντ να κουβαλήσουμε λέει καλώδια και εκεί τσακώθηκα και τους τα έχωσα με την εξουσία της παλαιότητας και της μισής σαρδέλας μου. Δες

(από GATZMAN, 02/06/09)Μαύρος Λόχας vs Νέοπαρντς. Αφιερωμένο στον Γκατζ. (από Jonas, 02/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο τρεις μεγάλες κατηγορίες κατηγορίες σφυρίχτερμαν οι οποίες ενίοτε αλληλεπικαλύπτονται:

Οι σφυρίχτερμεν χαρτογραφούνται τόσο σε μπουτς όσο και σε φαμ παραλλαγές.

Ετυμολογία: εκ των σφυρίχτρα (δύο πρώτες περιπτώσεις), σφυρίχτρα (δεύτερη) και σφίχτερμαν.

  1. - σε πολλά σύγχρονα αφηγήματα, όχι κατ' ανάγκη πουστρομανιέρας, αλλά ίσως και πουστρονεωτερισμού βλέπουμε ένα μενάζ α τρουά νέας κοπής: Αυτό αποτελείται από έναν συνεσταλμένο, ομορφούλη άντρα τ. πουστρίγκος, συχνά κοντούλη, μία αρρενωπή γυναίκα και ένα τεκνό, είτε τύπου ήρωα ταινιών του Visconti, είτε σφ(υρ)ίχτερμαν. (Χάνκων o Μεγαλόσλανγκος, εδώ)

  2. Vrastaman: - Το σφυρίχτερμαν παίζει;
    ironick: - αχαχαχαχα, κάτι σε γκέουλα σφίχτη τροχονόμο δηλαδή;
    (εκεί)

  3. - Δεν είναι κι ο σφίχτερμαν που τον έχει σφυρίχτρα; Συφτωματικά σήμερα μου έλεγε μια γκόμενα για ένα απο το μεγαλύτερα τούμπανα της Κυψέλης που τον έχει τσιγάρο. (Jeanoir, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα φανταράκι υπηρετεί παραμεθόριο στον Έβρο... Και πήηηηηζει... Οι δείκτες του ρολογιού σέρνονται... Παίζει με τις τάπες των βαρελιών περιμένοντας να περάσει ο χρόνος και ωριμάσει η μετάθεση για κάπου πιο κοντά στο σπίτι του, την πολυπόθητη μέρα της απονΕΒΡΟσης... Ο καιρός συνεχίζει να περνάει... Η απονέβρωση έρχεται! Ο φανταράκος τα μαζεύει και όπου φύγει-φύγει, Τομπούλογλου!!

Στο μεταξύ, η ντροπαλή εποπίνα εξομολογείται τον κρυφό της έρωτα στον αυστηρό λοχία που έχει όμως καρδιά μικρού παιδιού... Εκείνος την αγκαλιάζει στα στιβαρά του μπράτσα και της χαρίζει υποσχέσεις αιώνιας αγάπης...

(HAPPY END)

Δες και το έργο: «Ακριβή μου απολήμνωση» (2009 [38 κσ!]).

  1. (από εδώ)
    «A A A A φα. Ευχαριστώ Τζόνι μου για το καλωσόρισμα. Στις 20 Αυγ. Έχω την απονΕΒΡΟση μου.Θα τα λέμε απο κοντά πλέον.»

  2. (από εδώ)
    «Geia sou Jim 65 + 1 aponEVROsh...

Pws ta pas; Eisai kala...
sorry pou den egrapsa toso kairo alla htan ligaki duskola...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοετής σε στρατιωτική σχολή που τρέχει γύρω-γύρω για τιμωρία.

- Έχει πεθάνει στο τρέξιμο ο ψάρακας.
- Εμ, άμα κάνεις τον μάγκα, μετά κάνεις το πρωτοετόνιο. Θα στρώσει...

(από jesus, 09/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.

Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.

- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
Αυτός που έχει κάγκελα στο πρόσωπο, όπως: - οι σιδηρόφρακτοι ιππότες του μεσαίωνα,
- οι παίκτες του αμερικανικού (οθεοςνατοκάνει) ποδοσφαίρου, - οι άνδρες των «ειδικών δυνάμεων αποκαταστάσεως τάξεως».

Μεταφορικά:
Διάφοροι «μερακλήδες» δήμαρχοι (π.χ. Αβραμόπουλος), που εξάντλησαν τη δημιουργική τους δραστηριότητα σε καγκελάκια, ζαρντινιέρες, φοινικοφυτεύσεις και σε άλλα συναφή έργα βασικών υποδομών. Τα έργα αυτά απέβησαν άκρως επωφελή για το περιβάλλον (τους). Ο όρος αυτός έχει συνάφεια με τον όρο «αλογομούρης»: όπως ο αλογομούρης «τάιζε τ' αλόγατα», έτσι και ο «καγκελομούρης» έτρεφε (αλλά και «ταϊζόταν» από) τους «πέριξ» εργολάβους. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί εδώ η «αλογομούρικη» κραυγή-προτροπή: «έμπαινε δυνατά απ' το κάγκελοοο!» που φώναζαν προτρέποντας τον αναβάτη του αλόγου, στο οποίο είχαν ποντάρει, να προσπεράσει από την εσωτερική.

Τέλος ο όρος «καγκελομούρης/α» αναφέρεται και στους/στις οπαδούς της α(οι/η)δού καψουρονεοδημοτικών ασ(θ)μάτων Γωγούς Τσαμπά, τους εκσταζιαζομένους με το άσ(θ)μα «τα καγκέλια», όπου, άμα τω ακούσματι της επωδού: «πωπωπωπω....(ν φορές, όπου ν τείνει εις το άπειρον) ...πωπω» φθάνουν εις πολλαπλούς οργασμούς.

Μόλις φτάσαμε στο Σύνταγμα πλακώσαν οι καγκελομούρηδες και μας σαπίσανε στο ξύλο.

Σιγά τα έργα πού 'κανε ο καγκελομούρης! Καγκελάκια και ζαρντινιέρες! Όσο για τους φοίνικες, τους φάγανε τα μαμούνια! Δε λέω φάγανε κι οι εργολάβοι με τους σκατατζήδες. Ακόμη με τους βόθρους είμαστε!

Προχτές είδα το Μαράκι στ' «Αγρίμια». Καλά, αυτή ήτανε μεταλλού και έτσι. Πότε έγινε καγκελομούρα;

(από soulto, 22/03/15)The world\'s first Po counter by Calypso Larah  (από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».

Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.

Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.

- Ε, εσείς οι τέσσερεις, φέρτε μου ένα Μάλμπουρο από το Κ.Ψ.Μ. Και που 'στε, να το κρατάτε από μια γωνία ο καθένας να μη σας πέσει.. Τι; Εννοείται με έρπινγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίτρινο σηματάκι με παραμάνα το οποίο χρησιμοποιείται από τους υποψήφιους έφεδρους βαθμοφόρους στο Πυροβολικό πριν γίνουν Δεκανείς ή Λοχίες, που το φορούν κατά τη διάρκεια της δίμηνης εκπαίδευσής τους.

Πρόκειται για «ταμπελάκι» μεγέθους 1cm X 3cm περίπου, χρώματος κίτρινου και το τοποθετούν (με χρήση παραμάνας) σε κάθε πλάι του ώμου τους (εκεί που κανονικά τοποθετούνται τα π.χ. λοχιόσημα).

- Τί έγινε ρε μαλάκα χθές το βράδυ;
- Μαλάκα τα κοπανήσαμε άγρια και κάψαμε τα καναρινόσημα όλοι μας, στο ΚΨΜ με πετρέλαιο... Από αύριο φοράμε λοχιόσημα... Επιτέλους!!! Αναβαθμιζόμαστε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα γνωστά αθλήματα, του τύπου σκούπα diving, γόπινγκ, φύλλινγκ κλπ, το οποίο αναφέρεται στο ράψιμο.

- Γυναίκα, από το πουκάμισο λείπει ένα κουμπί.
- Ε και εγώ τι να κάνω;
- Ράφτινγκ να κάνεις μωρή, τι άλλο;

(από rigo21, 14/10/08)(από rigo21, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified