Further tags

Θεωρούνται και ονομάζονται έτσι οι φαντάροι που χρήζουν ευνοϊκότερης αντιμετώπισης κατά την διάρκεια της θητείας τους σε ένα στρατόπεδο από τους ανωτέρους τους, λόγω των επιστημονικών - εκπαιδευτικών τους γνώσεων.

Καλά άσ' τους αυτούς. Πάλι εμείς θα φάμε το Χοσέ... Αφού τους ξέρεις... Είναι οι κολλητοί του Τσίλα!!

Τσίλα Μπλακ - It\'s for you (από allivegp, 17/09/10)tsila   της Πάνιδος (από perkins, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθημερινή ενασχόληση του Έλληνος στρατιώτου.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ένας φαντάρος μπορεί να ασχοληθεί με ελάχιστα ενδιαφέροντα πράγματα:

  • διάβασμα βιβλίων
  • προσεκτική παρατήρηση του ταβανιού
  • χάραξη ποιημάτων, συνθημάτων και άλλων γλαφυρών σε σκοπιές με το μοναδικό χρήσιμο αντικείμενο της εξάρτυσής του, τη ξιφολόγχη (ενίοτε και με το μοναδικό χρήσιμο αντικείμενο της εξάρτησής του, το σέο).
  • άσκοπη όπλιση του τυφεκίου, ιδιαίτερα στη σκοπιά κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες
  • διαγωνισμοί ισορρόπησης του τυφεκίου σε όρθια θέση, στηριζόμενο μόνο στο κοντάκι
  • διαγωνισμοί ισορρόπησης του τυφεκίου σε όρθια θέση, στηριζόμενο μόνο στην κάννη (συμμετέχουν μόνο λέουρες)
  • εκσκαφή μυρμηγκοφωλιάς (πάλι με ξιφολόγχη)
  • εξελιγμένες τεχνικές απόκρυψης ακουστικών walkman - mp3 player σε μανίκια, κασκόλ, κράνη κ.λ.π.
  • τουρνουά κρυμμένου θησαυρού
  • μανιώδης καταμέτρηση των ημερών μέχρι την απόλυση

    Η τελευταία ενασχόληση παίρνει συνήθως διαστάσεις επιδημίας, ιδιαίτερα όταν η σειρά είναι στα λελέ της.

    Κατά την έξαρση του φαινομένου και ενμέσω γενικής παραφροσύνης του λόχου, οι μέρες αυτές βαφτίζονται Κ.Σ. που μετεξελίσσεται σε κουσού και καταλήγει, σε καταστάσεις παροξυσμού, να αναφέρεται ως κουσούρια.

Λέουρας Λαυρέντης:
- Άντε 17 κουσούρια ακόμα και θα είμαι πάλι με το Λιλιανάκι μου.
Νέωψ Μιχαλάκης: - Πόσο καιρό είσαι στη βραχονησίδα ρε Παλαιόπουλε; Η δικιά σου την έκανε με εξτρατερέστιαλ, χαμπάρι δεν πήρες;
Λέουρας Λαυρέντης: - Χρακ, χρακ... ΣΜΠΑΑΑΑΑΑΜ

Περίπτωση Νο3 (από φυλάκιο στο Διδυμότειχο) (από tomans, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φτερό του αυτοκινήτου ή της μηχανής, ο λασπωτήρας.

Από τις αρχαίες λέξεις αλέξω (=απωθώ) και βόρβορος (=λάσπη).

Λέξη που απαντά αποκλειστικά στο στρατό.

Κανονικά αυτή η λέξη δεν έχει καμία θέση εδώ μέσα. Είναι μια επίσημη λέξη, καταγεγραμμένη στα στρατιωτικά εγχειρίδια.

Πλην όμως:

  • Είναι εντελώς αδόκιμη.
  • Είναι τόσο καραξύλινη που δεν παίζει ούτε στην καθαρεύουσα, ούτε σε νόμους του κράτους, ούτε πουθενά. Στον καθαρευουσιάνικο Κ.Ο.Κ. π.χ. τα φτερά αναφέρονται ως λασπωτήρες.

    Ο γούγλης (τη στιγμή συγγραφής του παρόντος) έδωσε εννιά (9) αποτελέσματα. Τριαντάφυλλος και Κριαράς δεν το 'χουν καν. Μπάμπη δεν κοιτώ από θέση.

Ποιος ξέρει δηλαδή ποιος καμένος αρχαιόκαυλος καραβανάς το εμπνεύστηκε όταν τον έβαλαν να κάνει copy paste τα εγχειρίδια του αμερικάνικου στρατού.

Στο Τεχνικό όμως που υπηρέτησε ο γράφων αυτή η λέξη ήταν ολοζώντανη. Χρησιμοποιούταν κατά κόρον από τεχνικάριους, οδηγούς και λέουρες ανθστές. Και πάντα με πονηρό, συνωμοτικό ύφος, όπως κάθε γνήσια σλανγκ. Έπρεπε να την ξέρεις γιατί αλλιώς ανήκες στους άλλους, την πλέμπα, τους αμύητους. Κι αν την ήξερες μπορεί και να έκλεβες τη σειρά προς το συνεργείο.

  1. Το αλεξιβόρβορο είναι από την ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων και προδιαγραφών / προκηρύξεων. (απ' εδώ)

  2. (Λόχος Τεχνικού. Ουρά από παπάκια απ' έξω. Μαύροι με φραπέδες περιμένουν σε μια σκιά. 50άρης Ανθστής πλησιάζει φαντάρο που περιφέρεται ακάλυπτος και με τη φανέλα)
    - Σειρούλα, μπορείς να δεις λίγο την καναδέζα;
    - Πλάκα μας κάνεις ρε ψηλέ; Δεν βλέπεις πόσοι περιμένουν;
    - Όχι μωρέ, το αλεξιβόρβορο θέλω να δεις.
    - Καλά, φέρτη μέσα.

(από Vrastaman, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά διαδεδομένος όρος μεταξύ των φαντάρων που σημάνει χαλαρά, εύκολα, ασυνήθιστα ξεκούραστα για τα στρατιωτικά δεδομένα.

Επίσης ο ορός χρησιμοποιείται και για τον ύπνο.

  1. - Την περάσαμε τούφα !!!

  2. - Όταν είναι ΑΥΔΜ ο Γερακάρης, όλο το στρατόπεδο είναι τούφα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική αργκό που σημαίνει αραχτός. Συνώνυμα: αρντάν, ληγμένος κτλ.

- Σκάει μέσα η έφοδος και τους βρίσκει όλους τούμπα κατσαρίδα... Ακόμα χτυπάνε καμπάνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες εξτραδακίων:

Α. Βιοποριστικά εξτραδάκια

Τεράστιο φάσμα που δειγματοληπτικά περιλαμβάνει την κοσμική λούγκρα που διακόπτει τον εαυτό της στα πρωινάδικα, τον καθηγητή του Κολεγίου Αθηνών που παραδίδει ιδιαίτερα σαν προϋπόθεση καλής βαθμολόγησης στην τάξη, τον ξεφτίλα ζωγράφο με την μυτόγκα που μοσχοπουλάει τους στιλιζαρισμένους γουτουπού πίνακες του με ειδική αφιέρωση σε νεόπλουτες κυρα-περμαθούλες, τις ευκαιριακές αρπαχτές των Scorpions στην Ελληνική επαρχία, το λαμόγιο που εισπράττει γρηγορόσημο από την φουκαριάρα την μάνα μας, την πτωχή πλην έντιμη μιαμόρ που προσφέρει φραπέ με το αζημίωτο, αλλά και τον φοιτητή που βγάζει την μπύρα την επιούσια κάνοντας τον ντι-τζέι.

Β. Καγκούρεια εξτραδάκια

Τα παραφερνάλια με τα οποία η καγκουριά πιμπάρει τα εργαλεία της: απλώστρες, σιδερώστρες, σφυρίχτρες, νίκελα, νυχάκια, ξύστρες, πάσης φύσεως πειράγματα, κωλοφτιάγματα, μοντιφιές και ταλιμπάν. Εξτραδάκια όμως θεωρούνται και τα αποθηκευμένα μαμίσια προικιά που παραδίδονται με την μεταπώληση ενός κάγκουαρ.

Γ. Εξτραδάκια-καλούδια

Μαρκετίστικα τερτίπια για να προωθούνται μέτρια προϊόντα και υπηρεσίες εν μέσω οικονομικής κρίσεως: Σιντιά με στρουμφάκια, χατζιδάκια, και άλλα θεοδωράκια εφημερίδων, δωδ με διακαίως κομμένες σκηνές και παραληρήματα σκηνοθετών, νετμπουκάκια δώρο με κάθε πανάκριβη συνδρομή θριτζί ίντερνετ και ταλιμπάν.

- Αποτελεί κοινό μυστικό ότι τηλεαστέρες, μοντέλα και σελέμπριτις καλούνται από επιχειρηματίες σε εγκαίνια, εκδηλώσεις και events με σκοπό να προκληθεί ντόρος γύρω από την επιχείρηση και να διαφημιστεί το μαγαζί. Ανέκαθεν οι «επώνυμοι» είχαν τα εξτραδάκια τους διαφημίζοντας μαγαζιά, προϊόντα, αλλά και επιχειρήσεις.
(εδώ)

- Το μόνο που μπορώ να αναφέρω για το πατάρι επειδή στο site μπαίνει κάθε καρυδιάς καρύδι είναι ότι ΜΕ ΕΝΑ ΕΞΤΡΑΔΑΚΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ.
(ρηβιού φραπενείου εκεί)

Αλλιβέ (αναφερόμενος στο μερσεντικό του Ζανουάρ): - Την κωλοέφτιαξες κιόλας;
Ζανουάρ: - Ιεροσυλία my friend. Ως καλός νεο-κάγκουρας, όλα τα εξτραδάκια (ζαντολάστιχα, παρκτρόνικ κλπ) μαμίσια με παραγγελιά...
(παρακάτω)

- Στο DVD είχε εξτραδάκι τον σκηνοθέτη να συνομιλεί με το (Ελληνικό) κοινό...
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι, δεν είναι λάδι που βγαίνει από κουνούπια. Η λέξη αναφέρεται σε ένα ειδικό προϊόν του στρατού, ένα λιπαρό υγρό τ. αουτάν, που το αλείφουν οι φαντάροι για να μην τους τρώνε τα κουνούπια. Εννοείται ότι, όπως και τα εμπορικά αντίστοιχά του, έχει αμφίβολη αποτελεσματικότητα, ειδικά απέναντι σε γκατζολόπτερα.

Κατ' επέκταση χαρακτηρίζει και κάθε αντικουνουπικό σκεύασμα που κυκλοφορεί στο εμπόριο.

Σημείωση: μια ενδιαφέρουσα αντικουνουπική πατέντα των φαντάρων είναι το κάψιμο ελληνικού καφέ. Ο καφές σιγοκαίει όπως ένα φιδάκι και παράγει ένα πυκνό ντουμάνι στην ακτίνα του οποίου δεν πλησιάζουν κουνούπια.

- Ψηλέ, κάνε πάσα το κουνουπέλαιο γιατί μ' έχουνε τσακίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατογκαυλικό επίρρημα με το οποίο απαντούν οι γαλονάδες σε αναφορές που τους δίνουν υποδεέστερα όντα, ήτοι ιεραρχικώς κατώτεροι, ΥΠΑΞ ή τεμάχια. Λακωνικό (άρα εντός του στρατιωτικού πνεύματος), χωρίς να περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στον παραλήπτη, δηλώνει ανόρεκτα, χωρίς ενθουσιασμό, ότι η περιγραφόμενη κατάσταση είναι απλά αποδεκτή (παρ. 1).

Σημ.: το λήμμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από ιεραρχικά ανώτερο προς κατώτερο και όχι αντιστρόφως, γιατί εκνευρίζει τον παραλήπτη.

Ωσεκτουτού, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να κόψουμε τη φόρα και να ξενερώσουμε κάποιον που προβαίνει σε βαρύγδουπες δηλώσεις, υποσχέσεις, περιγραφές και περιμένει να του πούμε μπράβο (παρ. 2).

Επίσης, μπορεί να σημαίνει «Νταξ, προχώρει» ή «Παμ' παρακάτ» (βλ. χότζειο παρ.3).

  1. (αναφορά ΔΕΑ προς τάξμαν)
    - Φυλάκιο 30: δύναμη 12, σκοπιά 2, αδειούχος 1, κωλυόμενοι 2, παρόντες 7.
    - Καλώς.

  2. - Είσαι ο μόνος άνδρας που αγάπησα αληθινά και θα αγαπώ για πάντα...
    - Καλώς.

  3. από χότζειο σχόλιο στο λήμμα ξελιξίδια:
    Περί το 1672 μ.Χ. είχε μολάρει καδένα αρόδου κατά Κατάκολο - Χλεμούτσι μεριά ένα Τζενοβέζικο πλοίο, που έρχονταν από Τζιμπεράλτα στο τράνζιτο για Ισταμπούλ. Καλώς.

Στο 0:06 (από allivegp, 06/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατοκαυλιστί, ο πεζικάριος.

Εκ του ΣΤΡ(ΠΖ), Στρατιώτης Πεζικού.

- Πέσε και παίρνε κακομαθημένε, δεν θ' απολυθείς ποτέ!
(καραβανάς προς στριπτιζέρ νεοσύλλεκτο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική αργκό, ο στρατιώτης Υγειονομικού από τα αρχικά ΣΤΡ (ΥΓ). Με υπονοούμενο βέβαια ότι είναι φλώρος και πούστρινγκ.

Χαϊδευτικά: στρινγκάκι.

Σύγκρινε με στριπτιζέρ.

Τα γαμημένα το στριγκάκια την περνάνε ζάχαρη, κι εμείς πυξλαμούν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified