Further tags

Κατά μαργαριτάρι του στρατού, ο «εφοδεύων», που ελέγχει τον σκοπό αν κάνει καλά την σκοπιά του, ειπώθηκε «αφοδεύων», δηλαδή «χέζων» στα καθαρευουσιάνικα. Από το αρχικό μαργαριτάρι του άγνωστου στρατιώτη, η έκφραση έχει εξελιχθεί γενικά σε σλανγκιά για τον εφοδεύοντα.

Ασίστ: allivegp, HODJAS

- Αλτ! Τις ει;
- Αφοδεύων!
- Ε, χέσε μας τότε!

(Κόπιράιτ: Χότζας).

Δήθεν ανέκδοτο:
Ο Σάκης όντας καινούριος στο στρατό παρατηρεί κάτι πολύ παράξενο κάθε βράδυ που κάνει την σκοπιά του.Είναι ένας αξιωματικός ο οποίος γυρνάει από σκοπιά σε σκοπιά και χέζει και μετά βάζει και μια υπογραφή στο τετράδιο της σκοπιάς.
«Ρε συ»,ρωτάει τον Τάκη που είναι παλιός και θα ξέρει κάτι παραπάνω,«τι είναι αυτός ο τύπος που ξεκωλώνεται στο χέσιμο κάθε βράδυ στις σκοπιές;»
«Τη δουλειά του κάνει και μάλιστα πολύ ευσυνείδητα.»
«Ποια δουλειά ρε με δουλεύεις;«
«Είναι αφοδεύων.»

Βλ. και περνάω περιοδεύον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Παραφθορά της στερεότυπης αναφοράς σε ανώτερο «ευπειθώς αναφέρω», η οποία γίνεται ακούσια από αλανιάρηδες πιτσιρικάδες ή αγράμματους ορεσίβιους που δεν πολυκαταλαβαίνουν (ορθότατα) τις ελληνικούρες του στρατεύματος (π.χ. ποδόμακτρον = χαλάκι για τα πόδια, ατενώς (= κατέβασε χέρι), ψήκτρες οδόντων = οδοντόβουρτσα, ιματιοθήκη, φοριαμός, ασκεπής, ακομβίωτος, όρχος, ώνια, διαγγελείο κλπ), προτιμώντας την αντικατάστασή τους με δικές τους λέξεις (π.χ. λουκάνικο = μακρύς ναυτικός σάκκος-χρησιμοποιείται και στον στρατό ξηράς, τηλεόραση = τσάντα ώμου στο ναυτικό-αεροπορία, αρχιπιστολέρο = ναυτικά ο ναυαρχούκος / αρχιπολοίαρχος Αρχιεπιστολέας, ασπιρίνη = ναυτικός πιλίσκος, μουνί- τυρόπιτα = δίκωχο, παρφέ =Α.Φ.Ε.<Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου κλπ) ή εσκεμμένως από μορφωμένους (κι ακατάδεχτους) μπαρμπα-φαντάρους.

Η εμμονή στην ψευτοκαθαρεύουσα των στρατιωτικών, δέον ν' αναζητηθεί σε ψυχογράφημα των βαθμοφόρων ταγών των σωμάτων ασφαλείας.

Στο ναυτικό, που από το 2002 περίπου και ένθεν, η θητεία είναι σχετικώς χαλαρή (δεν πας σε μάχιμο πλοίο εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων π.χ. γιατρός-εμπορικάτζα), συναντάς πλέον ως επί το πλείστον βύσματα ή σπουδαγμένα παιδιά (συνήθως και τα δυο), που δεν ολισθαίνουν σε γραμματικά λάθη, όπως άλλωστε και (λόγω γοήτρου) οι βαθμοφόροι που αναφέρονται σε στερεότυπες (πλην σόλοικες) καθαρευουσιάνικες εκφράσεις, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές. Π.χ. αραιά και που θ' ακούσεις κάποιον να κλίνει τον προσφιλή «εφοδεύων» και να την πατήσει ονομαστικοποιώντας την γενική & αιτιατική ή να σε πληροφορήσει ότι «δεν δικαιείσαι» (sic) αδείας...

Ιδίως στο ναυτικό, είναι τέτοιο πλέον το επίπεδο μόρφωσης στις κληρουχίες, όπου εν συνόλω 1.000 π.χ. ναυτών, οι πεντακόσιοι τουλάχιστον είναι κάτοχοι πτυχίου ανωτέρας ή ανωτάτης σχολής, εκ των οποίων οι εκατό έχουν μεταπτυχιακό δίπλωμα και καμιά εικοσαριά έχουν διδακτορικό (!)

Για τον λόγο αυτό, είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει κανείς Σεξιστής / Σταρχιδιστής (Σ/ΚΣΤΗΣ = Στρατεύσιμος Κελευστής), αφού ο ανταγωνισμός λόγω προσόντων είναι μεγάλος.

Φυσικά, μιλάμε μόνο για την ειδικότητα Τ/ΠΒ Β΄ (στρατεύσιμος Κελευστής Τεχνικός Πυροβόλου Όπλου), που πλέον κολλάει παντού αφού καταργήθηκαν οι πυροβολητές στα πλοία, άσε που οι στόχοι πλήττονται με πυραύλους από τους ηλεκτρονικάριους Δ/Β = Διεύθυνση Βολής, και όχι με τα κανόνια (άρα βυσματική, εξ ου: «Το Παιδί Βολεύτηκε») και συνήθως καταλήγει σε γραφείο (αφού όμως φάει πήξιμο στην εκπαίδευση από τους μπακακούς (βατράχια = Ο.Υ.Κ.) σε όπλα, και λιώσει κανά εξάμηνο στη Ναυτονομία, δηλ. τσατσοπαγίδα, εξού: Τ/ΠΓ = Το Παιδί Γαμήθηκε)...

Οι μόνοι που γίνονται χρήσιμοι στρατεύσιμοι κελευστές (δηλ. ειδικότητα Βου), είναι οι εμπορικάντζες ή οι γιατροί, όταν δεν έχουνε πού να τους βάλουνε ή δεν γουστάρουνε να γίνουνε Σ.Ε.Α. (στρατεύσιμοι έφεδροι αξιωματικοί = σημαιοφοράκια με παρδαλό μάτι Νέλσονος, παραπάνω θητεία και αποστρατευόμενοι ως ανθυποπλοίαρχοι).

Γίνονται λοιπόν π.χ. ΑΡΜ Β΄ (αρμενιστές) ή ΜΗΧ Β' (μηχανικοί πλοίων) ή ΝΟΣ Β' (νοσοκόμοι) αντίστοιχα ή, αν δεν υπάρχουν θέσεις ή εκκρεμεί καμιά ανυποταξία (συνήθως δικαιολογημένη σε εμπορικάντζες που κωλύονταν λόγω τράνζιτου ή επισκευής του πλοίου τους στην αλλοδαπή κι έχασαν την ΕΣΣΟ τους, που στη συνέχεια αθωώνονται πανηγυρικά), τότε τους κάνουνε διόπους της ειδικότητάς τους.

Τα παλιά χρόνια, γίνονταν κι οι δικηγόροι αξιωματικοί και προσέφεραν αμισθί τις υπηρεσίες τους σε κατηγορουμένους των Ναυτοδικείων, αλλά τώρα όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρείς απο κάτω δικηγόρο ή σκορπιό (καμιά φορά με το αυτό αποτέλεσμα).

Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να υφίστανται πιτσιρικάδες, που παρερμηνεύουν την εν λόγω φράση (το έχω δει με τ’ αφτιά μου!), καθώς και άλλες (π.χ. σάουντιτς = σάντουιτς, ίσως κατά το «Σουηδική Αραβία», προάστιον = προάριστον, προπορευόμενος ναύτης = προπαιδευόμενος κ.ο.κ.).

Στον στρατό ξηράς, όπου κυκλοφορεί κάθε καρυδιάς καρύδι, γίνεται το σώσε και γι’ αυτό η αργκό ανθεί εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, παρά την ξηρασία!

Για του λόγου το αληθές, έχω υπ’ όψη μου νεαρό φανταράκο ποντικαρά, που έφαγε 10 φι απ’ το δίκα, που τονε τσάκωσε να κατεβάζει Χριστοπαναγίες, διότι «ύβρισε» λέει «τα Θεία» και να διερωτάται «ποια θεία του ρε μαλάκα, την Παναγία έβριζα»...

(Αληθινή στιχομυθία):
- Ευτυχώς αναφέρω, κύριε Διοικητά....
- Πάλι καλά που αναφέρεις παιδί μου, σκέψου να μην ανέφερες κιόλας! (γέλια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούστηκε στο κέντρο εκπαίδευσης στην Τρίπολη όταν οι παλιοί δε μας άφηναν να ξαπλώνουμε με τις αρβύλες στο κρεβάτι για να μην πιάνουνε κοριούς τα κρεβάτια από το βερνίκι.

Ειδικό βάρος δίνεται στον τονισμό του 'κορέους' για να δώσει μάγκικη χροιά (δηλ. κορρρρέεεεουςς).

- Ρε Σιλήρη, κατέβασε τις μπότες από το κρεβάτι, θέλεις να πιάσουμε κορέους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την «φαιοπράσινη» φανέλα του στρατού. Ξεκίνησε ως μαργαριτάρι, απέκτησε στην πορεία kitsch value. Προφάνουσλυ, κανείς δεν ξέρει το επίθετο φαιός που σημαίνει σκουρόχρωμος και ειδικότερα γκρίζος (οπότε φαιοπράσινος είναι ο γκριζοπράσινος), κι έτσι αντικαθίσταται από το επιτατικό πρόθημα θεο- που έχει χαρακτήρα μεγιστοποίησης, όπως στα θεομουνία, θεόμουνο, θεογκόμενα, πρβλ. και το σκέτο θεό. Γενικά στον στρατό, όλα είναι ψιλοεμφατικά.

Ετυμολογικά Trivia: Κι όμως το φαιός θα έπρεπε να σημαίνει το αντίθετο, αφού ετυμολογείται ως εξής:
< **φαισός* < **φαιFός* < **φαισFός* < **gwhei* = λαμπερός, φωτεινός, όπως και τα ομόρριζα φαιδρός, Φαίδρος, Φαίδρα και ο Φαίδων, ήρωας του Γεωργίου Ζάκκου.

- Να βγούμε έξω με τις θεοπράσινες, είπε ο δίκας.

- Γιατί η φανέλα αυτή λέγεται «φαιοπράσινη»; - Γιατί είναι τόσο πράσινη, που είναι θεοπράσινη!
(Αυτήκοος μάρτυς: Καταδρομέας Vrastaman, '92 στ ΕΣΣΟ)

Η θεοπράσινη στολή (από Khan, 28/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαθμοφόρος του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας γενικά. Φοράει γαλόνια που, όσο περισσότερα είναι, τόσο σημαντικότερος ποζάρει. Κάποτε τα γαλόνια τραβούσαν τις γυναίκες, τώρα υποτίθεται ότι όχι, αλλά μην τις πιστεύετε. Πάντως, η διαφορά είναι ότι δεν κάνουν πια κρα να παντρευτούν αξιωματικό.

Σύμφωνα με την livepedia / Ερμής, είναι και ο κατασκευαστής γαλονιών.

  1. Στέκεται ο γαλονάς μπροστά μας...και λέει
    - ΡΙΧΤΕ!!!!!
    Εμείς, για να φανούμε καλοί, γιατί είχαμε καταλάβει, ότι κάτι μεγάλο θά΄ναι αυτός, πήραμε φόρα, και πετάξαμε τις ψεύτικες χειροβομβίδες, όσο πιό μακρυά μπορούσαμε....και μετά ετοιμαστήκαμε να πάμε να τις πάρουμε πίσω...Οπότε ο γαλονάς μας λέει...
    - ΨΑΡΑΚΕΣ...ΟΧΙ ΒΑΔΗΝ.....ΜΕ ΕΡΠΕΙΝ ΘΑ ΤΙΣ ΠΑΡΕΤΕ.....
    (από μπλογκ)

  2. - «Ρε Πέτρο και συ οπλίτης είσαι στα χαρτιά, τί σ' έπιασε και κατάντησες χειρότερος κι από γαλονά; Εσένα το συμφέρο σου με τους φαντάρους είναι. Δες πόσες υπηρεσίες κάνεις εσύ και πόσες ο υπολοχαγός...» ίδρωνε να λέει ο δικηγόρος (...)

Ν. Σαραντάκος, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΙΛΩΣΗ (Ιστορίες Του Στρατού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησε ως μέρος της στρατιωτικής αργκό έχοντας την έννοια του παριστάνω τη σαύρα, δηλαδή κρύβομαι κάπου όπου δεν είμαι ορατός (σαν την σαύρα) με σκοπό να αποφύγω οποιεσδήποτε αγγαρείες / εργασίες, ήτοι λουφάρω ασυστόλως.

Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να σαυρίζω ασυστόλως παριστάνοντας ότι ασχολούμαι με κάτι.

Η ίδια έκφραση αφορά και αυτούς που σαυρίζουν σε πλήρη θέα, ασχέτως με το πού βρίσκονται και ποιος τους βλέπει. Κάτι σαν τα ιγκουάνα στην έρημο.

- Ρε σεις, πού κρύφτηκε ο Μελιόπουλος;
- Ε, κάπου θα σαυρίζει πάλι το ψάρι...

- Τι κάνεις ρε εδώ πίσω από τις παλέτες;
- Σαυρίζω και παραμιλώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασσική περίπτωση στρατογκαυλικής μεταφοράς στρατιωτικών τεχνικών στην πολιτική ζωή.

Κάλυψη-απόκρυψη είναι η στρατιωτική άσκηση όπου παραλλάσσουμε την εμφάνιση μας με κλαδιά ώστε να μην γινόμαστε εύκολα διακριτοί και καταλαμβάνουμε θέσεις πίσω από δέντρα ή θάμνους στήνοντας ενέδρα στον εχθρό.

Όταν εφαρμόζουμε αυτή την τακτική στην πολιτική ζωή, σημαίνει ότι εφαρμόζουμε μια τακτική παρακολούθησης των προθέσεων και ενεργειών μιας / ενός γκόμενας /-ου χωρίς να εκδηλωνόμαστε, ενώ παράλληλα περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή για να δράσουμε προς υλοποίηση του ΑΝ.ΣΚ. (αντικειμενικού σκοπού) μας.

Με την Έμιλυ, αν εκδηλωθείς ευθέως, θα φας τα μούτρα σου γιατί πρόκειται για ζόρικο γκομενάκι. Καλύτερα εφάρμοσε κάλυψη-απόκρυψη και περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Στρατηγική, φίλε μου. Άκτε, κνκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο γλυκιά, πιο όμορφη, πιο τρυφερή λέξη στον κόσμο, διαθέτει και τη «σκοτεινή» σλανγκική πλευρά της. Καθεμιά από τις ποικίλες τούτες σλανγκικές χρήσεις παραπέμπει / εστιάζει σε κάποιο / κάποια από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της βιολογικής μητέρας, π.χ. την εμπειρία της, τον εποπτικό της ρόλο, την υπεύθυνη θέση της, τον προστατευτισμό της, την αυθεντικότητά της.

  1. Χαρακτηρισμός προσώπου ιδιαίτερα επιδέξιου / ικανού / έμπειρου σε κάποιον τομέα. Κάθε σχετική του προσπάθεια στέφεται κατά κανόνα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Συνώνυμο: μάστορας.

    • Ο Κωστάκης είναι μανούλα στα ηλεκτρολογικά.
    • Η Αννούλα είναι μανούλα στα τσιμπουκώματα εν κινήσει. Εγώ οδηγούσα κι αυτή ρούφαγε.
    • Ο χρήστης Khan φαίνεται μανούλα σε θέματα μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας.
  2. Πρόσωπο που μεριμνά για άλλους, έχει την ευθύνη των πράξεών τους, τους εποπτεύει, τους επιβλέπει.

    α. Στα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, μάνα του πλοίου είναι ο Ύπαρχος, ο δεύτερος και λεγόμενος. Όπως η κλασική μητερούλα, ο ύπαρχος αναφέρει στον πατέρα του πλοίου (καπετάνιος) τις μαλακίες που έκαναν τα παιδιά (το υπόλοιπο πλήρωμα). Όχι όλες βέβαια, μόνο τις πιο σοβαρές, αυτές που δεν κουκουλώνονται με τίποτις.

    β. Στον Στρατό Ξηράς, ο επιλοχίας είναι η μάνα του λόχου.

  3. Σε διάφορα παίγνια, τυχερά και μη, μάνα είναι παίχτης επιφορτισμένος με ιδιαίτερο ρόλο, συχνά προνομιακό.

    α. Στο μπλακ-τζακ η μάνα είναι αυτός που μοιράζει τα φύλλα στους άλλους παίκτες, ενώ η ίδια τραβάει φύλλο τελευταία. Για να «καεί» η μάνα, πρέπει κάποιος παίχτης να έχει μεγαλύτερο φύλλο απ' αυτήν. Αν έχει το ίδιο φύλλο, η μάνα κερδίζει και διατηρεί τη θέση της.

    β. Σε πολλά παιδικά παιχνίδια, όπως το «αλάτι ψιλό - αλάτι χοντρό», «πινακωτή-πινακωτή» κ.α. Βλ. αναλυτικά εδώ και εδώ.

  4. Ειδικά στο τάβλι, μάνα είναι η πρώτη θέση όπου τοποθετούμε αρχικά όλα τα πούλια. Συνεκδοχικά είναι και τα ίδια τα πούλια που βρίσκονται εκεί. Στις πόρτες (παιχνίδι που οι παραδοσιακοί ταβλαδόροι περιφρονούν λόγω της απλότητάς του και μετά βίας το κατατάσσουν στις του ταβλίου παραλλαγές) δεν υπάρχει μάνα.

  5. Το εργοστάσιο κατασκευής ενός μηχανήματος, συνεκδοχικά τα ίδια τα μηχανήματα στην αρχική τους μορφή, χωρίς κάποια μεταγενέστερη προσθήκη / τροποποίηση / μετατροπή (βλ. και σχετικό λήμμα μαμίσιο). Συνώνυμο: κούτα, της κούτας.

    Τίποτα ρε σου λέω δεν έχω πειράξει, το μηχανάκι είναι μαμά, όπως το πήρα, της κούτας.

Ενδιαφέρον γραμματικό φαινόμενο είναι, εν προκειμένω, η χρήση του ουσιαστικού (μάνα) ως επιθέτου (μανίσιο / μαμίσιο), όταν πρόκειται να δηλωθεί η προέλευση, η καταγωγή. Π.χ. πήρα μηχανάκι Ιαπωνία αντί πήρα γιαπωνέζικο μηχανάκι.

  1. - Που λες αγόρι, μάνα η Αμαλίτσα στο τσιμπούκι. Μιλάμε η γυναίκα έχει αναγάγει το προφορικό σε επιστήμη, διδάκτορας πεολειχίας κι έτς. Στεγνό τον βάζει στο στόμα, στεγνό στον βγάζει. Ούτε σταγόνα δεν πάει χαμένη.

  2. - Ο πουσταράς ο ύπαρχος μ' έχει πάει γαμιώντας τώρα τελευταία. Μιλάμε για τρελό χώσιμο..
    - Εμ, η μάνα του πλοίου είναι, τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπας.
    - Να μου το θυμηθείς, μάνα-ξεμάνα, θα του γαμήσω τη μάνα εγώ αυτού του καριόλη κάποτε.

  3. Άντε βρε μαλάκα, πήρες εργολαβία τη μάνα. Χάσε καμιά φορά να κάνει και κανάς άλλος...

  4. - Ντορτάκια! Σου πλακώνω τη μάνα καριόλη, τέλος! - Μάθε πρώτα να μετράς ρε καραγκιόζη, με ντόρτια χτυπάς την παραμαμά...
    - Στ' αρχίδια μου! Τι μάνα, τι παραμάνα, το ίδιο κάνει. Σ' έχω σκίσει ούτως ή άλλως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αστυνομικός. Παράφραση του policeman. Λεγόταν παλιά μεταξύ ρεμπέτηδων.

Σύρμα ρε, ο πολιτσμάνος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Freeware java προγραμματάκι για το κινητό τηλέφωνο, που αποτελεί την τελευταία λέξη στο μέτρημα των ημερών από τους απανταχού φαντάρους της χώρας. Όχι μόνο υπολογίζει τις μέρες, τους μήνες, μέχρι και τα δευτερόλεπτα που απομένουν ως τη ροζαλία, αλλά απονέμει και λελεβαθμό ανάλογα με το ποσοστό ολοκλήρωσης της θητείας. Από ψαρούκλα που ξεκινάς βέβαια, μέχρι στρατηγός και (επιτέλους!!) πολίτης που απολύεσαι, έχει πολύ ψωμί!

Για να κατεβάσετε τη λελέτζα, κλικ εδώ.

  1. (από εδώ)

«παιδιά καλημέρα,

μήπως έχει κανείς σε πρόγραμμα για το κινητό την λεγόμενη »λελέτζα«;; το πρόγραμμα που δείχνει πότε απολύεσαι και κάθε φορά σου δίνει και αξίωμα ανάλογα με τις μέρες που είσαι στρατιώτης...»

  1. (από εδώ)
    «Ενα προγραμματάκι σε java για όσουν είναι να υπηρετήσουν την θητεία τους, για αυτούς που ειναι ήδη μέσα στον στρατό, και γιατί οχι για αυτούς που για κάποιον λόγο μετράνε τις μέρες αντίστροφα. Το προγραμμα είναι στα ελληνικά, μετράει αντίστροφα μήνες, μέρες ώρες λεπτά δευτερόλεπτα, βγάζει σε »πίτα« το ποσοστό που εχει διανυθεί, το ποσοστό που απομένει, και τέλος δίνει βαθμό ξεκινώντας καλοπροαίρετα απο το »ποντίκι« και φτάνει μέχρι και »Στρατηγό«. Απαραίτητο προγραμμα για τα φανταράκια μας.»

Οι έξι οθόνες της λελέτζας... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified