Selected tags

Σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη χρησιμοποιείται με τη στενότερη ή με την ευρύτερη σημασία της, δηλαδή το ένα αντί για τα πολλά, το μέρος αντί για το σύνολο ή αντίστροφα, η ύλη αντί για το αντικείμενο που έχει γίνει από αυτή και εκείνο που παράγει αντί για εκείνο που παράγεται από αυτό, π.χ. «Kάθε κλαδί και κλέφτης», κάθε δέντρο.

(Από το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής)

Further tags

Πρόταση γάμου. Από τη λέημ εικόνα του Χόλυγουντ όπου ο τυρόπιτας υποψήφιος γαμπρός γονατίζει μπροστά στη μέχρι πρότινος ραφαέλα και ζητάει να έλθει εις γάμου κοινωνίαν.

- Μεγάλε τι έμαθα; Γόνατο; Γόνατο;
- Τι εννοείς ρε, δεν καταλαβαίνω...
- Λέγε ρε, με την έτσι. Γόνατο;
- Ααα, ναι μωρέ έδωσα ένα λόγο εκεί για να υπάρχει. Για να σταματήσουν τα τσουρέκια.

(από notheitis, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στόμα στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά (1971) δίνει την ησιόδειο ερμηνεία ότι από το στόμα αρχίζει το χάος, κάτι σαν μια άβυσσο ένα πράμα. (Ιδίως αν πρόκειται για αδηφάγο καταπιόνα). Χαρακτηριστική έκφραση είναι το κοντροσόλ στο χάος που σημαίνει φιλί στο στόμα.

Για την ιστορία, Κοντροσόλ στο Χάος λεγόταν κι ένα πολύ ενδιαφέρον περιοδικό, που κυκλοφόρησε από το 1986 ως το 1992, το έτρεχαν ο Αλέξης Μπίστικας, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο Παύλος Αβούρης και έχει πλέον αποκτήσει καλτ αξία. Τώρα και σε πεντέφι.

  1. ΤΟΥ ΑΒΕΛΑ ΜΙΑ ΠΟΜΠΑ ΧΟΡΙΣ ΣΑΜΠΟ ΚΑΙ ΚΑΡΙΚΟ. ΜΕ ΦΛΟΚΑΡΕ ΣΤΟ ΧΑΟΣ Ο ΚΑΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕ ΛΑΤΣΕΨΕ ΤΑ ΜΠΟΥΤ. (Αποκατέ).

2. Κοντροσόλ Στο Χάος. Ντάξει το ΄ξερε πια πως είχε φάει γερό κόλλημα με την πάρτη του. Έκανε και ψυχανάλυση μήπως και μετριαστεί εντός της αυτός ο χαοτικός συναισθηματικός σωρός. Αρχίδια. Έχετε, λέει, ανάγκη ν' αποτινάξετε το πατρικό πρότυπο που όλα αυτά τα χρόνια της νιότης σας επεσκίασε τη ζωή σας, γι' αυτό και τώρα ελκύεστε από άτομα της άλλης όχθης. Και τι σκατά είναι αυτή η άλλη όχθη; Απάντηση δεν πήρε. Πήρε όμως το μηχανάκι της και κατευθύνθηκε και 'κείνο το πρωινό της Τετάρτης στο καφενείο. Θα ήταν εκεί. Σίγουρα. Πάντα ήταν εκεί. Αν ήταν τυχερή θα τον πετύχαινε στο σημείο του ρητορικού του οίστρου. [...] Eκείνη, τον πλησίασε. Κόλλησε τα κόκκινα χείλη της στο αυτί του.
Εγώ είμαι από ΄κείνες που δεν αγαπούν καμία φορά στη ζωή τους πραγματικά. Σήμερα όμως θέλω να ξεκουράσω τη γλώσσα μου πάνω στη δική σου. Να γείρω το κεφάλι μου στον ώμο σου, καθώς θα σημειώνονται θανατηφόρες εκρήξεις ανάμεσα στα πόδια μου. Θέλω να μου σφίξεις το χέρι μέχρι να μυρμηγκιάσει, καθώς το ραδιόφωνο θα παίζει Στελλάκη Περπινιάδη. Να με πας μέχρι το κρεβάτι μου και να με κοιμίσεις, ψιθυρίζοντάς μου με την μπάσα καυλερή σου φωνή τη λίστα της λαϊκής. Δεν έχω αποφασίσει αν θέλω να με γαμήσεις, αλλά σίγουρα λαχταρώ να με κοιτάς ίσα μες στα μάτια, την ώρα που τα δάχτυλά μου θα 'ναι μέσα μου. Έλα να ζήσουμε μια 24ωρη πορνογραφική νουβέλα, έκφυλε πλάνητα των ονειρώξεών μου!
Εκείνος, άναψε ένα σέρτικο απ' τα δικά της και κάρφωσε το βλέμμα του στη φωτογραφία του Πλαστήρα στον απέναντι τοίχο. Μετά από 3ώρες σιωπής, εκείνη τη βροχερή Τετάρτη, τη φίλησε. Και σαν οι γλώσσες τους ν' αυτονομήθηκαν συνεχίζοντας αεικίνητες στο κολασμένο χάος του διηνεκούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.

.

Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την μπασκλασαρία, τη λαϊκουριά με μια υποψία ηθικής έκπτωσης γιατί βέβαια, κατά την -κούνια που σας κούναγε- ταξική γνώμη των υβριστών, η προστυχιά πάει μαζί με τη φτώχεια. Παλιότερα, τα ξύλινα τσόκαρα, όχι του Dr. Scholl αλίμονο, τα φορούσαν οι πλύστρες και γενικά όσες δούλευαν μέσα σε νερά.

Συνώνυμα: Τσόκαρα, κλατσάρες.
Σλανγκασίστ: Deinosavros, εδώ

  1. Ελλάδα η χώρα που η τσοκαρία δεν έχει οικονομική τάξη αλλά διαχέεται κάθετα στον κοινωνικό ιστό. Πάντα ασορτί.
    Από δω
  2. Λείψανα αγίων, μαυρογιαλούροι, αυτοδιοικητική τσοκαρία. Συνήλθα με αυτό Bach: Piano Concerto No. 1 / Schiff https://youtu.be/TLOrt63CbIE (εδώ)

  3. Και η πασοκογενής αριστερή τσοκαρία πόσο υποκριτικά επικαλείται το σύνταγμα οταν ανέχτηκε να γίνει λάστιχο χάριν του σοσιαλισμού παλιότερα (εδώ)

  4. τσοκαρο, λαικογκομενα, τσοκαρια ραχηλ μακρη, τι ηταν αυτες οι εκλογες του 12 ρε πουστη μου, με λοταρια να εκλεγονταν καλυτεροι θα βγαιναν.. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάνεις το τσιγαριλίκι σου με τα παιδιά κι όπως τραβάς την τζούρα τρως ένα κομματάκι καπνό και σου χαλάει την γεύση και το στυλ.


-Ρε μαν φέρε μια τζούρα κι από δω.
-Έλα ρε.
-Γκουχ γκουχ! Πω ρε μάγκες έφαγα μπιφτέκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια αστεία λέξη που χρησιμοποιείται ως αόριστος κωμικός χαρακτηρισμός για άτομο που θέλουμε να παρωδήσουμε. Στο έργο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 44) βρίσκω την ετυμολογία της: "Ο βαρδαλαμπούμπας ήταν η δερμάτινη καλύπτρα (δαχτυλήθρα) που χρησιμοποιούσαν οι πολυβολητές στα παλιά εμπροσθογεμή κανόνια για να προστατεύσουν τον αντίχειρά τους, που έκλεινε την οπή του οπαίου. Ετυμολογείται από το ενετικό varda-la-bomba, όπως λεγόταν το σύνεργο αυτό. Συνεκδοχικά, βαρδαλαμπούμπας είναι ο αντίχειρας και μεταφορικά έτσι λέγεται ο κοντόχοντρος άνθρωπος, που μοιάζει με αντίχειρα".

Ο Νίκος Σαραντάκος παραθέτει παραδείγματα από τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων που έδωσε αυτήν την ονομασία σε έναν ήρωα του Φιλάργυρου του Μολιέρου κατά τη μετάφρασή του, και από τον Γιάννη Σκαρίμπα που ονόμασε το 1976 τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν ως "βαρδαλαμπούμπα του φαρισαϊσμού"! Για περισσότερα βλέπε στο σχετικό σημείωμα. Τα παραδείγματα που βρίσκω στο Διαδίκτυο δείχνουν ότι, με κάποιες εξαιρέσεις που θα δείτε, συνήθως έχει χαθεί η αρχική ετυμολογία και το βαρδαλαμπούμπας χρησιμοποιείται ως γενικός μειωτικός κωμικός χαρακτηρισμός, κάπως όπως τα χλιμίτζουρας και φίτσουλας. Κάποιοι που γνωρίζουν την αρχική σημασία επικεντρώνουν και αυτοί μάλλον στη χαρακτηριολογική σημασία για να δηλώσουν άνθρωπο κοντόχοντρο και ωσεκτουτού αμπλαούμπλα, μαλθακό, νωθρό, κλασικό μαλάκα Έλληνα και άλλα, ανάλογα με την ερμηνεία που δίνει στη λέξη ο κάθε βαρδαλαμπούμπας.

  1. Η καθοδική μας πορεία στο σπιράλ του θανάτου ίσως μας αναγκάσει να ξυπνήσουμε από την ληθαργική μας αφασία και από την υπνοβασία στο κενό και στο τίποτα. Εάν ο κάθε φραπεδόμαγκας και καφεδορουφήχτρας, εάν ο κάθε βλιτομάμμας και λουκουμομπεμπές, αν η κάθε κυρία με την ναρκισσιστική της πείνα, αν ο κάθε βαρδαλαμπούμπας με την ρηχή σκέψη και τις βαθιές τσέπες, εάν ο κάθε μεταπολιτευτικός αριστερούτσος με τα ιδεολογικά του αεροκοπανήματα, αν ο κάθε βολεμένος και βλαμμένος… αν όλοι μας δεν κάνουμε μία βουτιά σε βαθιά και θολά νερά και δεν καταλάβουμε ότι οι σημερινοί τοκογλύφοι δολοφονούν και σταυρώνουν τους λαούς στο όνομα της τοκογλυφίας, την οποία φροντίζουν να νομιμοποιούν και να Θεοποιούν οι συνειδητά Α-συνείδητοι συνεργάτες τους θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. (Εδώ).
  2. Ο Βαρδαλαμπούμπας κοντόχοντρος και ολοστρόγγυλος άνθρωπος, μόνιμα με ένα κουβανέζικο πούρο στο στόμα, μάλλον υποκατάστατο της πιπίλας. Ήρθε με μία Πόρσε του κουτιού. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ έξυπνος για να καταλάβεις ότι είναι από αυτούς πού προτιμούν την κόλαση της αλαζονείας απ το ξεφάντωμα των αγγέλων. Βαρδαλαμπούμπας ο πάμπλουτός με τη διπλή ηθική. Ανέντιμος κάθε Δευτέρα, Τετάρτη Και Παρασκευή και η παραμυθία της εντιμότητας κάθε Τρίτη , Πέμπτη και Σάββατο. Την Κυριακή έβαζε την μάσκα της προσωπικότητας και πήγαινε στην εκκλησία να την αφιερώσει στον ΘΕΟ. -Είσαι καλά; Λέει από συνήθεια ο Βαρδαλαμπούμπας στον μαλακοπίτουρα.
    -<<Δόξα τω Θεώ , καλά είμαι>>. -Το βλέπω. Έχεις περιοριστεί στον άρτο τον επιούσιο, μη τυχόν και σού έρθει η όρεξη και για κάτι παραπάνω.
    -Ίσως στον επουράνιο παράδεισο. -Ναι Μαλακοπίτουρα ως τότε θα μένεις για πάντα έξω από τον παράδεισο στη Γή. (Υπαρξιακός διάλογος για το νόημα της ζωής μεταξύ του κου Βαρδαλαμπούμπα και του κου Μαλακοπίτουρα εδώ).
  3. ΒΑΡΔΑΛΑΜΠΟΥΜΠΑΣ: Ειρωνικός χαρακτηρισμός των ελαφρών, των θορυβωδώς ανοήτων, των επιδερμικών και αταλάντων του φαίνεσθαι αντί του είναι, προθύμων πελατών και επικινδύνων υπηρετών, που επιτυχώς ανά την Ελλάδα έχουν εγκαθιδρύσει την γενεσιουργό τους αιτία, την συνωμοσία της μετριότητος , αναδεικνύοντας καθησυχαστικά και περιφέροντας σε κάθε χώρο ως αποδεκτό πρότυπο την κολοβή αξιοπρέπειά τους. Εκ της με εντυπωσιακή ηχητική Ενετικής εκφράσεως της πυροβολικής varda la bomba , ( ας την φανταστούμε ως ηχηρά διαταγή "vaaaaaaaardaa la bombaaaaa" που θα ανέμενε κανείς σε σπουδαίους με σπουδαίο να επιτελέσουν έργο να απευθύνεται -πλην όμως...) που σημαίνει ...δακτυλήθρα, εν προκειμένω δε δακτυλήθρα εκ μαλακού δέρματος, την οποία οι υπηρέτες και ανίκανοι δια να εκτελέσουν σημαντικότερο έργο φορούσαν στον αντίχειρα της δεξιάς προκειμένου να καθαρίσουν τα πυροβόλα των αληθινά μαχομένων. Συναντά καθημερινά ο καθημερινός Έλληνας τέτοιες κομπορρημονούσες "δαχτυλήθρες" του αντίχειρα και ευγενώς δεν χρησιμοποιεί τον μέσο του.- (Έεεετσι).
  4. Η περσόνα της Παρασκευής: Θοδωρής Κανελλόπουλος (Θεοδωρής, ντοριρίς, βαρδαλαμπούμπας). (Εδώ).
  5. Ο νεαρός πετεινός Κικιρής, ο φιγουρατζής κόκορας κυρ-Βαρδαλαμπούμπας, ο φασαριόζος σκύλος Μουντζούρης είναι οι ήρωές μας. (Από το παραμύθι της Πηνελόπης Δέλτα "Στο Κοτέτσι", βλ. εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρώμα άσπρο χρησιμοποιείται (όχι και τόσο συχνά) ως συνεκδοχή για το σπέρμα. Η σύνδεση δεν είναι ευθεία (οπότε κάποιος που κάθε φορά που ακούει τη λέξη "άσπρος" σκέφτεται χυσίματα κτλ είναι μάλλον πορνόμυαλος) αλλά είναι υπαρκτή.

Βλέπε πχ τα λήμματα ασπρίζω τοίχους, το άντε γαμήσου ν' ασπρίσεις, θα τα βλέπεις άσπρα, "- τι είναι άσπρο και κρατάει μαστίγιο; - η μαλακία που σε δέρνει", και ό,τι κατεβάσει ο νους του καθενός.

Σχετικό λήμμα το μπλε όπου χρώμα γίνεται μετωνυμία για μια αφηρημένη έννοια, μέσω άλλου μηχανισμού βέβαια. Η πράσινη δεν είναι ακριβώς ίδια περίπτωση, γιατί εκεί έχουμε ουσιαστικοποίηση από την πράσινη νότα, αλλά δεν είναι και μακρυά.

(σε διασταύρωση)
- Κόκκινο είναι το φανάρι μωρή μαλακομούνω, όλα άσπρα τα βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified