Further tags

Λέγεται στο τάβλι, όταν ένας παίκτης ρίξει τα ζάρια έξω από την ξύλινη επιφάνεια του ταβλιού, στο κενό, ή όπου αλλού. Εννοείται ότι ο τοιούτος παίκτης μόνο αν είχε μια σκάφη, γούρνα (κρητιστί) ή μπανιέρα θα του έφτανε για να μην ρίξει τα ζάρια στον γάμο του Καραγκιόζη. Μετά λέμε: «σπάσ' τα και ξαναρίχτα».

Clopy paste από Χαλικούτη και Ιησού.

- Ωχ, το μάτι μου! Μια μπανιέρα για τον κύριο! Σπάσ' τα και ξαναρίξ' τα ρε μόρτη, αλλά με το μαλακό!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ισοδυναμεί με το κάν' το λιανά, είναι μια παράκληση, δηλαδή, στον ομιλητή να επαναλάβει αυτό που είπε με πιο κατανοητό τρόπο - γιατί έτσι όπως τα 'πε πριν, δεν καταλάβαμε.

Προέλευση:
Στην αργκό του μπαρμπουτιού, αλλά και του εθνικού μας σπορ (τάβλι, ντε!), σπάω σημαίνει κουνάω τα ζάρια πριν τα ρίξω. Εξού και η προτροπή «σπάσε», όταν ξεκινάει το παιχνίδι.

Η κίνηση έχει θεμελιώδη σημασία στο τελετουργικό, αφενός επειδή έτσι αποδεικνύεις - θεωρητικά - ότι δεν κάνεις μπαγαποντιές και δεν «τσιμπάς» τα ζάρια, και αφετέρου επειδή με το κούνημα «σπας» την τύχη, δηλαδή μηδενίζεις το σκορ, σα να λέμε, με τη θεά Τύχη αυτοπροσώπως. (Γι' αυτό και οι προληπτικοί παίχτες, αν έχετε προσέξει, όσο πιο πολύ χάνουν, τόσο πιο μανιωδώς κουνάνε τα ζάρια. )

Όταν ρίχνεις τα ζάρια, και όσο ακόμα κυλάνε, ο συμπαίκτης έχει το δικαίωμα να σε σταματήσει αν υποπτεύεται ότι τα «τσιμπάς». Τα αρπάζει όπως κυλάνε, στα ξαναδίνει στο χέρι και λέει «σπάσ' τα και ξαναρίχτα». Είναι σα να σου λέει «δε σε πολυεμπιστεύομαι, για να σε δω πάλι» - βλέπε παράδειγμα 2. Καμιά φορά το κάνει και χωρίς να σε υποπτεύεται, μόνο και μόνο για να σου σπάσει την τύχη (αν έχεις ξεκωλωθεί στις διπλές, π.χ.) ή, ενδεχομένως, τα νεύρα.

Επίσης, όποτε το ζάρι κάνει τα δικά του και προσγειώνεται διαγωνίως ή έξω απ' το τάβλι (ή τον προκαθορισμένο χώρο για το μπαρμπούτι), δεν πιάνεται και πρέπει να ξαναρίξεις. Συχνά τότε ο συμπαίκτης προτρέπει «σπάσ' τα και ξαναρίχτα». Το οποίο ακούγεται αθώο, αλλά όταν συνοδεύεται από υφάκι μαγκίτικο (και πάντα συνοδεύεται από υφάκι μαγκίτικο), ισοδυναμεί με πείραγμα. Είναι σα να σου λέει «άχρηστε, όπου να' ναι τα πετάς, ξαναδοκίμασε μπας και κάνουμε δουλειά!» - βλέπε παράδειγμα 3.

1.
- Επαναλαμβάνω μόνο ότι είναι εύκολο να καθυποτάξουμε την πραγματικότητα σε μια κρίση, να της υπερεπιβάλλουμε καθολικά ένα κατηγόρημα από το να προσπαθήσουμε να την αναγνώσουμε και να ορίσουμε κάποιες προϋποθέσεις γνώσης της χωρίς να απομονώσουμε ο καθένας την δική του εμπλοκή, τον δικό του κύκλο, την δική του ερμηνεία και κυρίως την «εξαχθείσα αξία»...
- 'Ωπα, ρε τεράστιε, τι είπες τώρα; Για σπάσ' τα και ξαναρίχτα, γιατί δεν καταλάβαμε Χριστό.

2.
- Σ' έχω σκίσει, ρε! Έξι-ένα σ' έχω πάει! Άντε να φέρω μια εξάρες τώρα, να σου πάρω και το έβδομο, να σε ματώσω! (ρίχνει ζάρια)
- (αρπάζει ζάρια) Ώπα! Σπάσ' τα και ξαναρίχτα! Και σπάσ' τα καλά αυτή τη φορά!

3.
- Φτου! Πάλι ντόρτια ήφερα! Όχι όχι, περίμενε! Το ζάρι έκατσε στραβά πάνω στο πούλι, δεν πιάνεται!
- Ε, σπάσ' τα και ξαναρίχτα. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο...

πεντόδυο... (από Pirate Jenny, 14/02/09)Η πιο διάσημη μπαρμπουτιέρισσα της χώρας. Φανταστείτε τη ΔΙΚΗ της φωνή να λέει "σπάσ\' τα και ξαναρίχτα"! (από Pirate Jenny, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή προέρχεται από το αγγλικό «gambling», που σημαίνει χαρτοπαίζω και χρησιμοποιείται όταν κάποιος, κατά τη διάρκεια του πόκερ ποντάρει συνέχεια χωρίς να έχει φύλλο.

- Ρε μαλάκες, έχασα 50€ σήμερα!
- Τι να σου κάνουμε, αφού γκαμπλάρεις συνέχεια… πριν είχες 2,8 στο χέρι και μπήκες all-in.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη προερχόμενη από τα τουρκικά [τουρκ. barbut, τυχερό παίγνιο, με ζάρια], που πέρασε στα νέα ελληνικά για να περιγράψει το τζόγο με ζάρια.

Συχνότατα το άθλημα ανθεί την Πρωτοχρονιά, ενώ συναντάται και στο αρσενικό, «ο μπαρμπούτης». Παραχθέν ουσιαστικό η μπαρμπουτιέρα, δηλ. το τραπέζι στο οποίο γίνονται οι ριξιές.

- Πού είναι ρε ο Κώστας;
- Πέρασε τη νύχτα στο αυτόφωρο. Η Αστυνομία έκανε ντου στου Κώστα και μπαγλάρωσε όλους όσους έπαιζαν μπαρμπούτι. Άστα να πάνε φιλαράκι...

(από Galadriel, 16/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμορτί, κυριολεκτικά, είναι ένα μικρό, αμελητέο κέρδος στο λαχείο. Συγκεκριμένα, αν το τελευταίο νούμερο του λαχείου που κρατάμε συμπίπτει με το τελευταίο νούμερο του πρώτου αριθμού, του αριθμού που κερδίζει το τζάκποτ, τότε κι εμείς κερδίζουμε δυο φορές την αξία του λαχείου μας –την σήμερον ημέρα, ας πούμε, θα πάρουμε 20 ευρώ. Κι αν συμπέσουν τα δυο τελευταία νούμερα, τότε παίρνουμε 40 ευρώ –δες και το μήδι 1. Βγάζουμε, δηλαδή, την επένδυση μας –την αποσβένουμε– και κάτι παραπάνω. Αυτό τα μικρά κέρδη από τα αμορτί είναι που νομιμοποιούν την Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων να μας πλασάρει χρόνια τώρα το κατ' εξοχήν παραπλανητικό και μούφα σλόγκαν «Ο Ένας στους Δύο Κερδίζει» –δες το μήδι 2.

Εννοείται ότι αυτοί που παίζουν τακτικά λαχεία τα κέρδη του αμορτί δεν τα παίρνουν ποτέ σε ρευστό αλλά πάντα σε λαχεία για την επόμενη κλήρωση.

Μεταφορικά, την έκφραση αμορτί (το πιάσαμε, το πήραμε ή ήρθε) την χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι:

  • μπορεί να μην ήρθαν τα πράματα όπως ιδανικά θα θέλαμε και να μην κερδίσαμε τον πρώτο αριθμό αλλά δεν φάγαμε και την απόλυτη ήττα και κάπου έχουμε συμβιβαστεί και πάλι καλά είμαστε λέμε –έτσι το μεταχειρίζεται ο Μητροπάνος στο μήδι 3– ή, ότι
  • στο τσακ του τσακός ήτανε να κάνουμε την καλή αλλά –γαμώ την ατυχία μου μέσα– κάτι δεν έκατσε πάλι και πάλι μείναμε στα ψιλολόγια.

    Η τέλεια πανωλεθρία, βεβαίως, συνοψίζεται στην έκφραση ούτε αμορτί. Ρε πστ μου!

Από τη γαλλική λέξη amortir, που σημαίνει ακριβώς κάνω απόσβεση. Είναι η ίδια λέξη από την οποία προκύπτει και το αμορτισέρ (amortisseur) που, στη λόγια γλώσσα, λέγεται αποσβεστήρας κραδασμών.

  1. Νταξναούμ, τα πολλά τα φράγκα η γριά τάφησε στο Σύλλογο Προστασίας Απόρων Κορασίδων «Η Παρθενοπιπίτσα» και ξύσ' τ' αρχίδια σου με τον γκασμά αλλά πιάσαμε κι εμείς το αμορτί... τη γκαρσονιέρα στην Τούμπα την είχε γράψει στη Μαιρούλα...

  2. – Κι έχει πάει 90+1 και κρατάει το 1-0 η Χετάφε μέσα στο Μπερναμπέου και λέω, αγόρι μου, πάμε ταμείο και από το τίποτα γίνεται μια φάση κουλή και... αυτογκόλ...
    – Και πήγε στον κουβά η ιστορία;
    – Όχι ακριβώς... γιατί είχα σμπρώξει και δέκα γιούρια στο Χ... αλλά, τι τα θες, μια ζωή αμορτί... που θα πάει, όμως... θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως φάντη μπαστούνι, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία ονομάζουμε κάποιον που εμφανίζεται απροσδόκητα και ξαφνικά μπροστά μας και που συνήθως μας είναι ανεπιθύμητη η παρουσία του.

Ως συκοφάντη μπαστούνι, θεωρούμε κάποιον που, ενώ γνωρίζει επακριβώς την αλήθεια για κάποιο θέμα, από συμφέρον ή από προσωπικό βίτσιο, περιστασιακά ή σε μόνιμη βάση κατηγορεί κάποιον /-αν για ανυπόστατα πράγματα. Πολλοί εξ' αυτών το κάνουν με τρόπο ώστε να ξεγελούν ευκολότερα. Αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι. Βεβαίως κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί ο ρόλος τους, ωστόσο όμως η ζημιά έχει γίνει. Γι 'αυτό και λειτουργούν σαν μπαστούνι, από τα προβλήματα που δημιουργούν (χαλούν φιλίες, συμφωνίες, κλπ).

Τους βλέπουμε παντού. Στις καθημερινές μας συναλλαγές, όπου ή θα συκοφαντήσουν κάποιον άμεσα, ή πλαγίως. Πολλές φορές έχουμε πιάσει κάποιον φίλο μας κάπως ψυχρό μαζί μας, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε μια τέτοια συμπεριφορά, μέχρι να μάθουμε πως κάποιος μας έχει συκοφαντήσει παρασκηνιακά.

Οι τύποι είναι περιζήτητοι στα δημοσιοκαφρικά παράθυρα γιατί, με τις φωτιές που ανάβουν, φουντώνει το κλίμα. Τότε ο δημοσιοκάφρος τεχνηέντως επεμβαίνει, τάχα μου τάχα μου για να συντονίσει την κατάσταση, κάνοντάς την όμως εσκεμμένα χειρότερη.

Πολλοί εξ αυτών συκοφαντούν ανεξαιρέτως διάφορους και διάφορους. Είναι παγγελματίες του είδους. Έτσι βοηθούν στην αύξηση της θεαματικότητας και στον εγκλωβισμό των μαζών, με στόχο την προώθηση ποικίλων μορφών συμφερόντων (διαφημιστικά έσοδα, προώθηση κάποιας πολιτικής γραμμής, κλπ), αφού, η πλειοψηφία των θεατών, αντί να προτιμά εποικοδομητικούς διαλόγους που προβληματίζουν, αφυπνίζουν και οδηγούν στην αλλαγή σκέπτεσθαι, προτιμούν τις οδούς του εύκολου εντυπωσιασμού.

- Δεν αντέχεται αυτή η κατάσταση με τους συκοφάντες μπαστούνια στα παράθυρα των ειδήσεων. Που λες, χθες στις ειδήσεις μπλά μπλα μπλα
- Ε αφού σε χαλάνε, όπως λες, γύρνα το γαμημένο το κανάλι.
- Μπα τέτοια ώρα είναι πανταχού παρόντες.
- Ε... βάλε dvd, κάνε σεξ, άκου Χριστοδουλόπουλο που σ' αρέσει. Σίγουρα έχεις πιο δημιουργικά πράγματα να κάνεις.

Δες κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με το «Λεξικό Της Πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη (όπως μνημονεύεται σε ένα site για το ρεμπέτικο), τα λιμά είναι: 1. Κάτω του 8 χαρτιά της τράπουλας, 2. ψιλά κέρματα ή χαρτονομίσματα.

Το πρώτο παράδειγμα παρακάτω είναι από το ρεμπέτικο «Το Παιχνίδι Του Αμερικάνου» (στίχοι Κώστα Σκαρβέλη, ερμηνευμένο αρχικά από την Ρίτα Αμπατζή - ναι, παλιά...) και αναφέρεται σε μία από τις δύο αυτές ερμηνείες.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται και ως παραπειστική φλυαρία ή, απλά, μπαλαμούτι. Το δεύτερο παράδειγμα παρακάτω, που αναφέρεται σ' αυτή τη μεταφορική έννοια της λέξης, είναι από το «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου. Όπως και το τρίτο, που είναι από το ρεμπέτικο «Δε Παύει Πια Το Στόμα Σου» του Μάρκου Βαμβακάρη.

  1. Με τα λιμά τον έμπλεξα / στο πόκερ στην πασιέντζα / κι όλο το χτένι δούλευε ωχ αμάν / στη ζούλα κι η σκαλέτα.

  2. Καλά, μωρ' αδερφάκι μου, μια κουβέντα είπα και με μαστούριασε στα λιμά.

  3. Δε με κόβεις μάγκα μου βρε πια με τα λιμά σου / δε περνάει αλάνι μου βρε πια για με η μπογιά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό «poulain», δηλαδή «πουλάρι», είναι ο/η φέρελπις προστατευόμενος/η. Οπότε και το πιπίνι, που το έχουμε μη στάξει και μη βρέξει, ή κάτι σαν το «σκυλάκι» μας.

Κάπως πιο κυριολεκτικά είναι και το άλογο στο οποίο ποντάρουμε στον ιππόδρομο.

Ερευνάται ακόμη αν η έκφραση έχει λάβει και παρετυμολογία από τον πούλο, στο στυλ «πήρα το πουλέν» κ.ο.κ. (βλ. και αμελί πουλέν).

.

- Η Ευλαμπία είναι το νέο πουλέν του διευθυντή. Την βλέπω να παίρνει προαγωγή σύντομα.
- Το πουλέν θα πάρει κι αυτή!

Αντίστοιχο: μανάρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τζόγος, το τυχερό παίγνιο. Εκ του τουρκικού kumar που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Βέβαια το κουμάρι δεν παραπέμπει σε avantgarde καταστάσεις ενός ναού στο Μονακό, ούτε καν σε Πάρνηθα, και ταιριάζει σε άτομα low level, παρακάτω και από έναν απλώς άξεστο τζογαδόρο. Το κουμάρι είναι πιο underground και παρακμή. (Έχω μια μανία με την παρακμή...). Οι διαφορές πολλές:

1. Ο χώρος:
Ο κουμαρτζής δεν πάει κατά κανόνα στο καζίνο, ούτε θα τον συναντήσουμε σε καρέ που παίζονται στα λεγόμενα «καλά σπίτια» με τα μεγάλα σαλόνια, προτιμάει τις παράνομες λέσχες ή τα καφενεία χωριών ξεχασμένων από το θεό και την κοινωνία.

2. Τα παιχνίδια:
Ο κουμαρτζής δεν παίζει με πανάκριβη πλαστικοποιημένη τράπουλα, και κοκάλινες μάρκες σε καινούργια τσόχα, θα παίξει με τη λιγδιασμένη απο απλό χαρτόνι, και πάντα με μετρητά πάνω σε τσόχα μαύρη από τη λέρα και με άφθονες τσιγαριές. Δεν παίζει blackjack, αλλά στούκι, δεν παίζει στα crap tables του καζίνο, αλλά μπαρμπούτι πάνω σε κουβέρτα (βρώμικη) ή τραπέζι του μπιλιάρδου. Δεν παίζει Texas Hold'em, αλλά χαρακίρι, ασανσέρ, κούκο (μονό ή διπλό), νεκροταφείο, το κρυφό μπαλαντέρ, η ψωλή του βασιλέως κ.α. Δεν παίζει καν «πάμε στοίχημα», εννοείται πως έχει δικό του μπούκη (bookmaker) και παίζει παράνομο στοίχημα.

Τέλος, η λέξη κουμάρι δίνει μια ικανοποίηση όταν τη χρησιμοποιούμε, γεμίζει το στόμα, έχει μια δόση μαγκιά παραπάνω.

(Στη γειτονιά):

-κα Ευανθία: Είδα τον Κωστάκη σου κυρα Φωφώ μου, να βγαίνει απ΄του γερο-Φωκά τον καφενέ νωρίς τα ξημερώματα χθες.

-κα Φωφώ: Αχ! Τι να κάνω με τον αχαΐρευτο! Τον έφαγε το κουμάρι. Ως τις τέσσερις τον περίμενα, την ώρα που γύριζε η Λίλιαν με κάποιο αγόρι.

-κα Ευανθία: Η Λίλιαν έξω στις 4 το πρωί; Θεός φυλάξοι! Κάποιο λάθος θα έκανες Φωφώ μου. (Από μέσα της: δεν κοιτάς να μαζέψεις τον κουμαρτζή το γιο σου λέω 'γω...).

-κα Φωφώ: Δίκιο έχεις Ευανθία μου, μπορεί να λάθεψα. (Από μέσα της: Δεν κοιτάς να μαζέψεις το πουτανάκι την κόρη σου που πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα και την έχουν κάνει βούκινο οι Σλάνγκοι Δράκοι σε όλο το internet...).

He-Who-Can-Slang (από Vrastaman, 21/01/09)Ο Κουμαρτζής (Χ. Πιπεράκης 1939) (από HODJAS, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με ήτα, όπως η «κληρωτίδα», κι όχι με έψιλον ιώτα, όπως η «κλειτορίδα».

  1. Από αυτούς που έχουν εντοπίσει όλη την τύχη τους στην κληρωτίδα του Τζόκερ ή του Λόττο παλιότερα, και την αντιμετωπίζουν ως μια γυναικεία θεότητα, έτοιμοι να την βρίσουν σε κάθε αναποδιά, κατά το πουτάνα μπάλα, πουτάνα τράπουλα κ.τ.ό.

  2. Το «κληρωτίδα» λέγεται ως ευφημισμός της σεξουαλικής πράξης, όταν δεν θέλουμε να μας καταλάβει κάποιος. Χαρακτηριστική έκφραση: «τα μπαλάκια του Τζόκερ στην κληρωτίδα / κλητωρίδα».

Ένα μόνο νούμερο ήθελα για το Τζακπότ κι αντί να βγάλει 36 έβγαλε 37 η κλητωρίδα!

(από Vrastaman, 19/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified