Selected tags

Further tags

Το ρήμα «γαμπρίζω» περιέγραφε κάποτε, στα χρόνια τα παλιά, την απέλπιδα προσπάθεια κάποιου (συνήθως γένους θηλυκού, αλλά όχι απαραίτητα) να βρει σύντροφο, με στόχο την αποκατάσταση, δηλ. το γάμο.

Εν συνεχεία, το ρήμα μετεξελίχθηκε ελαφρώς και έλαβε τη σημασία του ερωτοτροπείν γενικότερα. Κατά κόρον το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα ερωτικά σκιρτήματα νεαρών και κορασίδων.

1.Διάλογος χρηστών σε forum:

- Που εισαι εσυ χαμενος καλε; Γαμπριζεις;Ατακτο παιδι!!
- Ε όχι και γαμπρίζω βρε Στέλλα!!! Είχα κατέβει Αθήνα για μία εβδομάδα, να δω το αγαπάκι μου! :) Τώρα γύρισα και είμαι ανανεωμένος!!! :) Σε φιλώ!

  1. Η μήνη του χρήστη, διαδικτυακα:

ΑΡΧΙΤΕΛΕΙΩΜΕΝΕ ΚΑΡΑΓΙΟΖΗ ΠΟΥ ΛΕΣ ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΜΟΥ ΣΕ ΞΕΦΤΙΛΙΖΩ ΟΠΟΤΕ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΤΙ ΘΕΣ.ΟΣΑ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΚΡΑΜΑΣΤΑΡΙΑ.ΚΡΥΨΟΥ ΤΩΡΑ ΑΡΧΙΞΕΦΤΙΛΑ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΚΑΙ ΑΣΕ ΕΓΩ ΠΟΥ ΕΧΩ ΝΑ ΧΑΛΑΩ ΛΕΦΤΑ ΝΑ ΛΕΖΑΡΩ ΚΑΘΕ ΜΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΟΠΟΥ ΑΛΛΟΥ ΜΟΥ ΚΑΒΛΩΝΕΙ ΒΛΑΚΑ ΑΛΒΑΝΕ!!!ΓΑΜΠΡΙΖΩ ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΝΑ ΓΑΜΠΡΙΖΩ ΟΠΟΤΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΠΑΝΙΒΛΑΚΑ ΟΛΟΤΕΛΑ ΠΑΝΗΛΙΘΙΕ ΑΥΝΑΝΟΠΑΙΧΤΗ.ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΑΝΟΥΣΙΑ ΖΩΟΥΛΑ ΣΟΥ!ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕ ΦΤΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ...ΠΑΡΤΟ ΑΠΟΦΑΣΗ.

  1. Περιγραφή του γαμπρίζειν:

Στα 15 μου άρχισα να γαμπρίζω... Αν δεν έφαγα ξύλο. Κανείς δεν της ήταν καλός, όλοι ήταν κοπρόσκυλα και αλήτες (δεν θα πω τι έλεγε για της μάνες των παιδιών). Μα όλο και με πασάλειβε με κάτι στο σώμα!
Μα όλο και μου έραβε ρούχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα «κακαρώνω» χρησιμοποιείται στην αργκό με την έννοια «πεθαίνω ξαφνικά» (συν. άμεσο).

Είναι προελεύσεως αρχαιοελληνικής (αρχ. «κάρος» = αναισθησία, νάρκη, ρ. (κα)καρ-ώνω, πέφτω σε λήθαργο).

Συχνά χρησιμοποιείται με σκωπτική ή ειρωνική διάθεση, όταν αναφερόμαστε στον θάνατο κάποιου ή σε τεχνικό πρόβλημα συσκευής ή μηχανήματος.

  1. Τίτλος σχολίου blogger:

Τα κακάρωσε ο Χιθ Λέτζερ...

  1. Σχόλιο σε forum:

Δε δούλεψε η μέθοδος της μπαταρίας... Πάει τα κακάρωσε τελείως ο (αν-)εγκέφαλος... Άντε να δούμε ποιο νοσοκομείο (συνεργείο) εφημερεύει σήμερα Σάββατο μπας και μπορέσουν και το δουν.. Τι το ήθελα το VAG-COM ο έρμος...

  1. Άλλο ένα σχόλιο:

Αφού τα κακάρωσε ο μπάρμπας που μου τα 'σταζε, θα τα γυρέψω απ' τον πατέρα μου.

4.

Φίλε pan34 η Αμερική μας τελείωσε... και μαζί της και όλοι όσοι συνταχθήκαν(μ)ε με το κεφάλαιό της, φυσικό, συναισθηματικό και ιδεολογικό...
Όπως και η Σοβιετία επίσης τα κακάρωσε πριν μερικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο διάσημη κατάσκοπος όλων των εποχών. Γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1876. Το πραγματικό της όνομα ήταν: Μαργκαρίτ Γκερτρούντι Ζελ. Διέθετε πλούσιο ερωτικό ταμπεραμέντο. Το 1905 εργάστηκε ως γυμνή χορεύτρια στο Παρίσι με το όνομα Μάτα Χάρι (μάτι της ημέρας, σε κάποια ινδονησιακή διάλεκτο). Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι Γάλλοι έναντι αδράς οικονομικής αμοιβής, της ζήτησαν να αξιοποιήσει το διεθνές δίκτυο εραστών της για να κατασκοπεύσει τους Γερμανούς. Έτσι πραγματοποίησε τα... ταξίδια. Κάποια στιγμή ένας Γερμανός, θεωρώντας πως η Μάτα Χάρι δέχθηκε να εργαστεί ως Γερμανός κατάσκοπος, ενημέρωσε τους δικούς του. Παρόλο που η πληροφορία αυτή δεν αποδείχθηκε ποτέ, όταν εκείνη επέστρεψε στο Παρίσι, συνελήφθη και εκτελέστηκε από τις γαλλικές αρχές γιατί θεωρήθηκε διπλή κατάσκοπος κι υπεύθυνη για το θάνατο πολλών στρατιωτών.

Ως Μάτα Χάρι αποκαλούμε, κάποια καπάτσα κωλοπετσωμένηπανούργα γυναίκα, με ευελιξία και σπιρτάδα πνεύματος, που ως μάνα της καραβίδας διακρίνεται για την πολυμεθοδικότητα της και σκαρφίζεται διάφορα τερτίπια προκειμένου να πετύχει το σκοπό της (επαγγελματικό, προσωπικό, κ.λπ.). Αυτή η γυναίκα αράχνη σχεδιάζει τις κινήσεις της και στήνει αριστοτεχνικά το δίκτυ της, προκειμένου:

  1. Να ψαρέψει μυστικά, με μοναδική μαεστρία και έξυπνο τρόπο.
  2. Να εισδύσει και να τρυπώσει σε εντελώς απροσπέλαστα σημεία προκειμένου να μάθει, να αποκτήσει, ή να κάνει κάτι.
  3. Να μεταβάλλει κυριολεκτικά τη ζωή της.

Τα δόκανα της και οι μέθοδοι της είναι τόσο έξυπνα, ώστε περνάνε απαρατήρητα. Κι ο άλλος φυσικά, τσιμπάει... το δόλωμα χωρίς ούτε καν να αντιληφθεί τι παίζεται.

Πολλές γυναίκες, έχουν ανάγει αυτή τη τέχνη σε επιστήμη, ανακαλύπτοντας νέες μεθόδους και αξιοποιώντας το δίκτυο των πληροφοριοδοτών τους και την καταλληλότητα των συγκυριών. Με λίγη εξάσκηση ανάγουν το πράγμα σε τρόπο ζωής που τις κάνει να ξεπερνάνε μέρα με τη μέρα τα όρια τους και να γίνονται πιο γάτες απ' ότι είναι. Το μυστήριο, η γοητεία του κινδύνου κι η περιπέτεια προσδίδουν νέους ορίζοντες.

Δες και: Σερσέ λα φαμ, Υπολοχαγός Νατάσσα.

-Κατόρθωσε με τρόπους να μάθει πως θα πλησιάσει τον Πετρόπουλο, αυτόν το λεφτά ξέρεις. Τον προκάλεσε, πήγε σπίτι του, ξανά πήγε σπίτι του, μέχρι που κάποια στιγμή που αυτός κοιμόταν έβαλε χέρι στο μπλοκ επιταγών του, που το είχε δει που το βάζει, πλαστογράφησε την υπογραφή του, του 'φαγε ένα τεράστιο ποσό και πριν αυτός αντιληφθεί την απάτη, αυτή είχε γίνειΛούης.
-Α τη Μάτα Χάρι!

Η Γκρέτα Γκάρμπο, ως Μάτα Χάρι (από GATZMAN, 01/03/09)

Αντίστοιχο: Μεσσαλίνα (είσαι μια Μεσσαλίνα εσύ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψεύτικη και προσποιητή φιλία. Ο λύκος, όπως όλοι γνωρίζουν, είναι ένα άγριο ζώο που δεν μπορεί να εξημερωθεί, όσο και αν προσπαθήσουμε. Μεταφορικά, κάτι αντίστοιχο γίνεται και με τη φιλία: όσο κι αν προσπαθήσουμε να γίνουμε φίλοι με κάποιον που φύσει είναι σαν λύκος [μοναχικός και επιθετικός], το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Απόσπασμα από άρθρο του Ριζοσπάστη:

«Στη συνέχεια τόνισε: «Ας δούμε λίγο αυτήν την αμαρτία, το ΝΑΤΟ. Θέλουμε δε θέλουμε είμαστε μέσα σ' αυτόν τον οργανισμό. Που δεν είναι αμυντικός, αλλά επιθετικός. Που δεν είναι συμμαχία, αλλά λυκοφιλία. Που δεν καλύπτει τα συμφέροντα όλων των μελών του και κύρια κανενός από τους λαούς του».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].

Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».

  1. - Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....

  2. - Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!

Τσίτσιδοι (από krepsinis, 14/02/09)Τσιτσίδι ποιότητα (από krepsinis, 14/02/09)(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ιταλικής προελεύσεως, που προέρχεται από τα λατινικά, και πολύ απλά σημαίνει «εκατομμύριο».

Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει την απροσδιόριστη ποσότητα, το αμέτρητο πλήθος ανθρώπων ή εντόμων.

  1. Απόσπασμα από αναγνωστικό του δημοτικού, δεκαετίας '80:
    «Μαζευτήκανε μιλιούνια, στο περβόλι τα ζουζούνια...».

  2. Πω πω φίλε, δεν ξαναπάω για μπάνιο στις Κουκουναριές: πληρώνεις χρυσή την ομπρέλα και μιλιούνια ο κόσμος...

  3. Εντυπωσιάστηκα από το Πεκίνο: τεράστια πόλη και μιλιούνια τα Κινεζόνια, να τρέχουν πέρα δώθε... Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «σκάνδαλον» μας ήρθε απ' τα λατινικά, όπου «scandere» σημαίνει «περπατώ, ανεβαίνω», οπότε «πέτρα του σκανδάλου» είναι πολύ κυριολεκτικά η πέτρα που μας τυχαίνει στον δρόμο μας και σκοντάφτουμε (φανταστείτε και τους δρόμους της εποχής).

Συναφώς, το «σκάνδαλον» ήταν και ένα ξύλινο εξάρτημα παγίδας (βλ. Λεξικό Μπαμπινιώτη), πάλι του περπατήματος. Η φράση καθιερώθηκε από την έκφραση της Καινής Διαθήκης «λίθος προσκόμματος και πέτρα του σκανδάλου» (Ρωμ. 9,33 και Πετρ. Α 2,7), όπου σημαίνουν κυριολεκτικά το ίδιο πράγμα, την πέτρα που σου βάζει τρικλοποδιά, όταν περπατάς, και μεταφορικά το πρόσωπο που είναι «σημείον αντιλεγόμενον». Από εκεί προήλθε η σημερινή έννοια του «σκάνδαλο» και «πέτρα του σκανδάλου».

O όρος «σκάνδαλο» από κυριολεκτική «πτώση» που σήμαινε στην αρχή και μεταφορική «πτώση» με την έννοια του «σημείου αντιλεγομένου» που λειτουργεί ως κριτήριο λίγο πιο μετά, ακόμη πιο μετά, σήμαινε την ηθική πτώση, από όπου η σημερινή έννοια.

Μπορεί, βέβαια, να μου πει κάποιος «ceci n'est pas slangue!». Ο λόγος που καταχωρίζω το λήμμα (πέρα απ' το να κάνω φιγούρα), είναι ότι η έκφραση είναι πολύ της μοδός για στάρλετ με το όνομα Πέτρα, Πετρούλα, όπως για την Πετρούλα Κωστίδου, και κυκλοφορεί πολύ τώρα τελευταία στα περιοδικά και την τηλεόραση ως «Πετρούλα του σκανδάλου».

1.H Πετρούλα του σκανδάλου αναστατώνει το star system.
(Playboy)

  1. Η πολλή Πετρούλα (του σκανδάλου) ... τυφλώνει!
    [...]
    Εν ολίγοις, καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή (πλην ελαχίστων). Αλλά αν ορισμένοι θέλουν να μεγαλουργήσουν στον τομέα των «νταβατζήδων». Αν το «επιχειρηματικό τους δαιμόνιο», αντίστοιχο των «βλαχοδήμαρχων» της εκάστοτε «Πετρομαγούλας», εξαντλείται στον εξευτελισμό κακόμοιρων κοριτσιών και αγοριών που οι «ξύπνιοι» διευθυντάδες τα κρεμάνε στης AGB το κάγκελο. Αν τα διαφημιστικά τους έσοδα κυμαίνονται ευθέως ανάλογα με τον σεξιστικό προτεσταντισμό του «μετεωρολογικού» δελτίου (του κακού τους) του καιρού. Κι αν, τελικά, η ύψιστη καταξίωσή τους είναι να αναδεικνύονται «ευφυείς» πραματευτάδες του εμπορίου της βλακείας και της αυτοϊκανοποιούμενης ονείρωξης, γιατί θα πρέπει να το κάνουν μέσω των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, που - αν δεν κάνουμε λάθος - παραμένουν, βάσει του Συντάγματος, δημόσια περιουσία;
    (Ριζοσπάστης).

Η Πετρούλα του σκανδάλου (από Hank, 11/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα μακριά και αδύνατα πόδια, κυρίως γυναικών και καλαθοσφαιριστών.

Προέρχεται από το βυζαντινό «καννίον» [κανί στα νεοελληνικά], εκκλησιαστικό σκεύος που προσομοιάζει στο καλάμι.

Συγγενής λέξη είναι η γνωστή κάννη των όπλων.

Καλά μας δουλεύεις; Έσκασες μύτη με τη γκόμενα που είχε τα κανιά στο ίσωμα, για να τή γνωρίσεις στη μάνα σου; Εσύ δεν παίζεσαι φιλαράκο... Η γυναίκα θα έχει σχηματίσει την καλύτερη άποψη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «ωραία του Πέραν» είναι ένα κλασικό ρομαντικό μυθιστόρημα του Δημήτριου Παπαδόπουλου-Τυμφρηστού, που είχε γίνει μπεστ-σέλερ στην δεκαετία του 1920.

Το Πέραν είναι προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Εκεί ζούσε η «ωραία του Πέραν», που έβρεχε με τα δάκρυά της τις επιστολές του εραστή της κι εκείνος μάζευε τα ματωμένα ροδοπέταλα που αυτή σκορπούσε στα νερά του Βοσπόρου. Η ωραία του Πέραν ήταν πλούσια με παραμυθένια ομορφιά κι εκείνος ένας φτωχός νέος. Η αγάπη τους συνάντησε πολλά εμπόδια και το τέλος της ήταν δραματικό. Ήταν ένα ερωτικό μυθιστόρημα πυκνό σε δραματικά γεγονότα με ίντριγκες και θανάσιμη ζήλεια, που οι ήρωες αυτοκτονούν ή χάνουν τα λογικά τους. Ερωτικές συναντήσεις μέσα στη νύχτα σε ανθισμένους κήπους και μπουκαλάκια με δηλητήριο συνέθεσαν το μελό που έκανε χιλιάδες ζευγάρια μάτια να δακρύσουν.

Έγινε ταινία απ' τον Ορέστη Λάσκο και παρωδία ως «η Ωραία των Αθηνών» με την αείμνηστη Γεωργία Βασιλειάδου.

Ύστερα από την ανακάλυψη του συντρόφου Βράσταμαν ότι υπάρχει προάστιο της Άγκυρας με ονομασία «Τσιμπούκ», φαντάζομαι ότι μπορεί να γίνει ένα σλανγκικό update της φράσης με ηρωίδα μια καλίστομο μοιραία κάτοικο του Τσιμπούκ, που θα αριστεύει στο φεστιβάλ Τσιμπούκ (βλ. μύδια λήμματος τσιμπούκι). Η «ωραία του Τσιμπούκ», μούσα εκατοντάδων Σλάνγκων Δράκων θα γίνει το μπεστ-σέλλερ των 00ς, που θα κάνει χιλιάδες σλανγκιστές να χύσουν... δάκρυα για την μοίρα της άτυχης κορασίδος.

Μένιος: Είμαι καρδιοχτυπημένος!
Γιώργος: Και ποια είναι η τυχερή;
Μ.: Τι να σου λέω; Είναι μια οπτασία, μια Μούσα, μια χίμαιρα! Θα μπορούσα να περάσω μερόνυχτα κάτω απ' το παραθύρι της να της ψέλνω καντάδες!
Γ.: Τι μου λες ρε συ; Λες και είναι «η ωραία του Περάν»!
Μ.: «Η ωραία του Τσιμπούκ», πες καλύτερα! Για την Λάουρα σου μιλάω τόση ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη, αχταρμάς. Και οι δύο λέξεις είναι αρχαία επιρρήματα που έχουν την κατάληξη –δην, την οποία συναντούμε και σε πολύ γνωστά επιρρήματα.

Το φύρδην παράγεται από το ρήμα φύρω, συμφύρω πιο συχνά, που σημαίνει ανακατεύω. Το μίγδην παράγεται από το ρήμα «μείγνυμι», δηλ. ανακατεύω. Πρόκειται για λέξεις συνώνυμες και όταν χρησιμοποιούνται μαζί σημαίνουν πολύ ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη: π.χ. Είναι όλα φύρδην μίγδην, καρέκλες, βιβλία, βάζα, πιάτα, τρόφιμα.

- Ρε, τι θα γίνει τελικά με την ασφάλισή σου, μίλησες με τον εργοδότη σου;
- Μίλησα, αλλά δεν βγάζεις άκρη, φύργδην μίγδην, άρτσι μπούρτσι και λουλάς. Άλλα του λέω, άλλα μου απαντάει. Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified