Κάτι αόριστο για απασχόληση. Λέγεται συνήθως σε παιδάκια.
Πήγαινε στην γειτόνισσα να σού δώσει αλικομπενί...
Κάτι αόριστο για απασχόληση. Λέγεται συνήθως σε παιδάκια.
Πήγαινε στην γειτόνισσα να σού δώσει αλικομπενί...
Got a better definition? Add it!
Η μερίδα ουίσκι σε καφενείο της υπαίθρου. συνήθως Ballantines, VAT 69, Canadian Club, ή στην καλύτερη περίπτωση J.Walker Red Label.
Αμύητοι (όπως ο υπογράφων) το μπερδεύουν με το τσίπουρο.
- Βάιε, πίασε ένα αγροτικό!
- Ιφτασεεεεεέ!
Got a better definition? Add it!
Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.
- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!
(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)
Βλέπε και πέος.
Got a better definition? Add it!
Το αυτοκίνητο, σε ιδιωματική διάλεκτο της Ερεσού (Λέσβος). Εκ του «αυτό που τσυλάει» (κυλάει).
Έμπα στο πουτσύλατο να πάμε βόλτα!
Got a better definition? Add it!
Ως γνωστόν, το όμορφο νησί της Αφροδίτης έχει μακράν ιστορία κατοχής από διαφόρους περαστικούς. Η νεότερη ενιαία κατοχή (πέραν δηλαδή της υφιστάμενης Τουρκικής) ήταν αυτή των Άγγλων, η οποία άφησε πίσω της πολλά καλά και κακά. Μεταξύ αυτών και αρκετές εκφράσεις, αμιγώς Αγγλικές ή προσαρμοσμένες στον καθημερινό προφορικό λόγο (μέγκλα).
Μεταξύ αυτών και το εν λόγω, το οποίο αναφέρεται στο φλας ενός οχήματος.
Με τον ίδιο τρόπο πολλοί Κύπριοι ονομάζουν «κλατς» το αμπραγιάζ, εκ του Αγγλικού: clutch. Τώρα που το λέμε βέβαια, στην Ελλάδα είναι πλήθος οι φράσεις που έχουν προκύψει από ξένες λέξεις (όπως το προαναφερθέν αμπραγιάζ αντί του Ελληνικού «συμπλέκτης»).
Η προφορά φυσικά είναι σημαντική καθώς το /Τρ-/ είναι έντονο (άκου οποιοδήποτε τραγούδι της Άννας Βίσση και θα καταλάβεις) και το /-κέ-/ στακάτο και με μια νότα ελαφρού /χ/ (κχέ).
Κουμπάρε, ανέβαινα ψες την Μακαρίου, και τζιαμέ στην Αμμοχώστου φκαίνει ο πεζιεβέγκης ο Πάμπος από ζερβά, δίχως τραφικέιτορ, σα νά ’ταν ο δρόμος άθκειος. Επέλανέ με!
Μτφ: Φίλε ανέβαινα χθες την (λεωφόρο) Μακαρίου, και εκεί στην Αμμοχώστου βγαίνει ο αχρείος ο Πάμπος από αριστερά, χωρίς φλας, σαν να ήταν ο δρόμος άδειος. Με τρέλανε!
Got a better definition? Add it!
Μικρό συρτάρι βιβλιοθήκης ή κομοδίνου που χρησιμοποιείται ως χώρος φύλαξης μικρών αντικειμένων. Το λήμμα χρησιμοποιείται στη διάλεκτο των Επτανήσων και προέρχεται από την ιταλική.
- Ρε Μαρία, σου έφερα τις σημειώσεις που ήθελες. Πού να τις ακουμπήσω;
- Βάλτες μέσα στο κατζέλο.
Got a better definition? Add it!
Τα γροθοπιτάκια προέρχονται απο την λέξη γρόθος και είναι πλέον ένας ζωντανός θρύλος στην Κρήτη. Είναι μάστ, πρέπον δηλαδή, όποιος κρητικός επισκεφτεί το νομό Θεσσαλονίκης ή ακόμη γενικότερα την Μακεδονία να κάνει το παρωχημένο πια αυτό καλαμπούρι στον χ βορειοελλαδίτη εστιάτορα ή γκαρσόν.
Τα γροθοπιτάκια απ' όσο γνωρίζω ανακαλύφθηκαν μέσα στην δεκαετία των '80, όπου η πενταήμερη ήταν ένα δρώμενο στο οποίο ο καθένας έδινε ό,τι καλύτερο διέθετε από χιούμορ και το άλεθε με αυτό των υπολοίπων. Θα το είπε κάποιος με αρκετό θράσος και καθώς η απορία του σερβιτόρου ήταν αστεία, επέτρεψε στο αστείο να συνεχιστεί στις επόμενες δεκαετίες.
Και τώρα για να λύσουμε την απορία όσων δεν γνωρίζουν την πλάκα, έχει ώς εξής: εμείς με μία παρέα κρητικών (ακροατήριο) μπουκάρουμε μέσα σε ένα σουβλατζίδικο/ εστιατόριο / φαστφουντάδικο κλπ της όποιας Βορείου Ελλάδος πόλης που βρισκόμαστε. Όταν ο σερβιτόρος έρθει να πάρει παραγγελία, εμείς απαιτούμε τα γροθοπιτάκια. Όταν εκείνος με απορία μας κοιτάξει θα τον κατακρίνουμε που δεν τα πουλά και θα τον γελοιοποιήσουμε μπροστά στο ακροατήριό μας (που μπορεί αναλόγως τα ντεσιμπέλ της φωνής μας να έχει επεκταθεί στα γύρω τραπέζια) που σε ολόκληρο φαγάδικο δεν πουλά γροθοπιτάκια. Πριν αρχίσουν να ανάβουν τα αίματα εκμεταλλευόμαστε τη σωστή στιγμή (τάιμινγκ αγγλιστί) και χασκογελάμε σα βλάκες.
Για όσους Σαλονικιούς παύλα βορειοελλαδίτες έχουν υποστεί αυτή τη (βλαμμένη) πλάκα, μπορώ να σας ενημερώσω ότι γροθοπιτάκια ουδέποτε υπήρξαν σε κανέναν νομό της Ελλάδας, πόσο μάλλον της Κρήτης.
Η όλη πλάκα πιθανόν να ήταν ένα γλωσσικό ξέσπασμα καθότι είναι αρκετά συχνό εμείς οι Κρητικοί να επισκεπτόμαστε την Μακεδονία και να μην καταλαβαινόμαστε καθόλου με τους ντόπιους. πχ. -κρητικός: «κράτα μου δύο μπίρες» = φέρε μου δύο μπίρες. ή -κρητικός: «ψήλωσέ το» = δυνάμωσέ το. κλπ κλπ.
«Ίντα μου λες μωρέ γκαρσόνι τση πλάκας απου δεν έχεις λέει γροθοπιτάκια;;; Άμενε στο διάτανο εσύ κι όλο σου το μαγαζί!!!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ηδύποτο αισχίστου είδους και γεύσης που παράγεται κυρίως στη Αχαΐα. Η γεύση του είναι ασύμμετρα αηδιαστική σε βαθμό που να μην μπορεί να παρομοιαστεί με κάτι άλλο. Συνηθίζεται να σερβίρεται στο τέλος σε μαγαζιά της Πάτρας, αλλά λόγω της αθλιότητας του ακόμα και οι πιο τελειωμένοι αλκοολικοί φοιτητές δεν το πίνουν. Ορκισμένη φανατική της τεντούρας φαίνεται να είναι η γιαγιά στην κάβα πλησίον της Αγ. Νικολάου, όπου και πάλι όσες φορές όσοι και αν πάνε στη κάβα δεν ενδίδουν στο αποτρόπαιο κέρασμά της που ακούει στο όνομα τεντούρα...
- Να σας βάλω λίγη τεντούρα παιδιά;
- Εεε, όχι ευχαριστούμε άλλη φορά...
Got a better definition? Add it!
Κούπα στην Κρήτη είναι το ποτήρι κρασί που πίνεται μονορούφι κι άσπρο πάτο (βλ. και τα σχετικά ρίτσουαλς στα media). Κατοστάρα είναι η πλέον ζόρικη κούπα κρασί: 100 ml στο νεροπότηρο. Η βασιλική οδός προς το κουρούμπελο.
Τελευταία γίνεται και με αγροτικό.
- Πίνεις μπρε κούπες;
- Κατοστάρες.
- Μπράάάάβο ανήψο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η Κρήτη εκσυγχρονίζεται. Και για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών χρησιμοποιεί πια την τεχνολογία. Ονομαστικά μόνο. Γιατί, στην κρητική, η λέξη «κομπιουτεράκια» είναι η τελευταία συνθηματική λέξη της μόδας για τα όπλα.
- Μπρε Θειά! Στο χωριό σου έχει κομπιουτεράκια;
(η θεία έχει μείνει λίγο πίσω και εννοεί την αριθμομηχανή)
- 'ντα στην Αθήνα τα έχω παιδί μου, ήντα να τα κάμω επά πέρα...
(κόκκαλο ο τύπος)
Got a better definition? Add it!