Further tags

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ληστοπειρατές στην ντοπιολαλιά της Κύθνου προπολεμικά. Τη λέξη την έχω ακούσει από τον παππού μου τον καπτα-Μήτσο και από άλλους παλιούς θαλασσινούς. Είναι πιθανό να την χρησιμοποιούσαν και σ'άλλα νησιά.

Το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, εξ αιτίας των συνεχών αλλαγών και ανακατατάξεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος), στο χώρο Αιγαίου επικρατούσε καθεστώς "ανομίας". Το πιο συνηθισμένο φαινόμενο ήταν το λαθρεμπόριο ειδών που είχαν υψηλή φορολογία ή εισαγωγικούς δασμούς (προϊόντα καπνού, σπίρτα, οινοπνευματώδη, αλλά και απλά αγροτικά προϊόντα, όπου υπήρχε έλλειψη, όπως το αλεύρι στη Λήμνο κατά τη διάρκεια των συμμαχικών επιχειρήσεων στα Δαρδανέλια). Το λαθρεμπόριο αυτό το έκαναν οι περίφημοι κοντραμπατζήδες.

Παράλληλα αναπτύχθηκε και ένα άλλο είδος παράνομης συμπεριφοράς, πιο βίαιο και ληστρικό και δίχως "κώδικες τιμής": η ληστοπειρατεία. Οι ληστοπειρατές αυτοί (ληστοπεράτες κατά την ντοπιολαλιά) προέρχονταν από τα πιό φτωχά και εξαθλιωμένα στρώματα και των δυό πλευρών του Αιγαίου (χριστιανικά και μουσουλμανικά). Δεν δίσταζαν να σκοτώσουν, χωρίς να κάνουν διάκριση σε θρησκεία ή εθνικότητα, για ευτελή λεία πολλές φορές. Οι κοντραμπατζήδες τους αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση και συχνά συγκρούονταν μαζί τους.

Μακριά από δαύτους! Ολάκερο το σόι ληστοπεράτες. Έχουνε σφάξει κόσμο και ντουνιά. Τζατζάδες!

Τζατζάδες: Ληστές. Ο χαρακτηρισμός αυτός προέρχεται από το διαβόητο λήσταρχο Μήτρο Τζατζά, που έδρασε στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στην Μακεδονία την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ήταν ιδιαίτερα γνωστός για την απαγωγή του γερουσιαστή Σωτηρίου Χατζηγάκη το 1929 στη Θεσσαλία. Η φήμη του είχε φτάσει ακόμα και στα απομονωμένα νησιά της άγονης γραμμής και τ' όνομά του είχε γίνει συνώνυμο του "κακούργος".

Δεν πρέπει να συγχέεται με τους Γιαγάδες ή Γιαγάδες όπως έγιναν γνωστοί την ίδια εποχή περίπου.

" Πρωταγωνιστές στη σαμιακή επανάσταση του 1912 εναντίον των Τούρκων που οδήγησε στην απελευθέρωση του νησιού και στην ένωσή του με την Ελλάδα, τ' αδέλφια Γιαγά από τον Μαραθόκαμπο ήρθαν αργότερα σε σύγκρουση με τον πρωθυπουργό Θεμιστοκλή Σοφούλη και την τοπική διοίκηση, σύγκρουση που οδήγησε σε φυλακίσεις, εκτελέσεις συγγενών τους, ώς και αυτονομιστικά κινήματα!

Παρ' όλο που οι αδελφοί Γιαγά επικηρύχθηκαν και καταδιώχθηκαν ως ληστές, ούτε ληστείες διέπραξαν ούτε απαγωγές για λύτρα, όπως συνηθιζόταν από τον τότε ληστρικό κόσμο. Ενεργούσαν «ως ηγέτες που συμμετέχουν στο παιχνίδι της εξουσίας», σημειώνει ο Ντίνος Κόγιας, έχοντας εξασφαλίσει «μια μορφή κοινωνικής νομιμοποίησης». Η ένοπλη δράση τους, που συντάραξε τη Σάμο μεταξύ 1914 και 1927 απασχολώντας επανειλημμένα τις αρχές και τον τύπο, παρέπεμπε σε μια μορφή «παραδοσιακής ανταρσίας απέναντι στην καταπίεση και τις παρεκτροπές της κεντρικής εξουσίας." Από εδώ.

Ο Κώστας Ρούκουνας (σαμιώτης γαρ) είχε γράψει τραγούδι και γι' αυτούς!

Οι Γιαγιάδες

Αλλά όπως φαίνεται το κίνημα είχε απήχηση και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εδώ ακούμε ένα "κλέφτικο" από την Τασία Βέρρα, που περιγράφει το θάνατο ενός από τους Γιαγιάδες από προδοσία του κουμπάρου του. Κι αυτό το τραγούδι είναι του Κώστα Ρούκουνα (στίχοι και μουσική).

Στης Σάμος τα ψηλά βουνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια "ποιητική" έκφραση από την Κύθνο, που σημαίνει δεν κάνω τίποτα, κωλοβαράω ή ασχολούμαι με κάτι, ανάξιο λόγου ή χωρίς αποτέλεσμα.

-Άστα μωρή Αννεζίνα, θα τα καθαρίσει η Μαρία!

-Ναι, αμή*! Θα κάμει τον άνεμο κουβάρι η ανεπρόκοπη!

*αμή: αμέ

-Είδα το Γιαννούλη στο χωράφι σας και πολεμούσε κατιτίς, μα δε κατάλαβα ηντά'κανε**.

Ήντα νά 'κανε ο άχρηστος! Τον άνεμο κουβάρι!

** ηντά'κανε: τι έκανε (η πλήρης έκφραση είναι "ήντα έκανε", αλλά με την έκθλιψη του τονιζόμενου "ε" ο τόνος του "η"κατεβαίνει στην επόμενη συλλαβή, όπως στο γνωστό Ναξιώτικο τραγούδι: "... ήντα σού'καμα κ' ηντά'χεις..." Ο ρυθμός στον καθημερινό λόγο, όπως αναφέρεται και στον πολύ ενδιαφέροντα διάλογο που ακολουθεί το λήμμα μανάβης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρ."πιάνω" με διττή σημασία. Αφενός με την έννοια του "αγγίζω" αφετέρου με την έννοια του "φυτρώνω/μου φύτρωσε". Το «μαλλί» δεν είν’ άλλο από το ηβικό τρίχωμα. Κατά κυριολεξία ομιλούμε για την μεταβατική εκείνη περίοδο από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, οπότε και "το δέρμα, που καλύπτει το εφηβαίο/εφήβαιο, εμφανίζει τρίχωμα."

Πελοποννησιακής κατασκευής και προελεύσεως απευθύνεται κατά κανόνα σε αρσενικούς και σημαίνει το βάπτισμα του πυρός, την ενηλικίωση, την άνδρωση, την ωρίμανση, το κόψιμο των μαλακιών και επιτέλους την ανάληψη ευθυνών.

Πέον να σημειωθεί ότι χρησιμοποιείται κυρίως αποθετικά (τ. «δεν έχει πιάσει μαλλί ακόμα»), όπως ο κύριος όγκος των πελοποννησιακών εκφράσεων που το΄χουν σε κακό να πουν ένα καλό λόγο κι επιφυλάσσουν τα εγκώμια για πολιτικές συγκεντρώσεις.

Περαιτέρω, ο εν λόγω χαρακτηρισμός συνοδεύεται από (εντελώς-τελείως) τοπικά επιρρημοεμπρόθετα (από κα'/ 'κει κα΄/ ΄σα κα΄) κι ενίοτε τον ακολουθούν λιτές -άνευ λογικής σύνδεσης- ιστορίες από την νοτιοελλαδική ύπαιθρο, τις οποίες οι προ εξήνταζ γεννημένοι Πελοποννήσιοι- τηλικαύτης ευκαιρίας δοθείσης- αναμασούν κατά καιρούς και ορθώς ποιούν ενόψει του τρόμου να απωλεσθεί εις την λήθην ένα ελληνικότατο παρελθόν. Αν ο Νταλί ήτο Έλλην; Από την Γορτυνία θα κατήγετο αδιαμφισβήτητα*.

Συμπερασματικά, στα μάτια του γέροντος Πελοποννησίου -του οποίου η βουκολικά πλασμένη φαντασία ταξιδεύει συχνά σε ολβίες εποχές όπου έφηβοι τσοπανάκοι ήσαν πια έτοιμοι να φυλάξουν προβατάκια- ο φέρελπις νέος, νιούμπης, νιούφης, ρούκης και τα τοιαύτα, δείχνει να έχει ευρωστία, νεότητα, ενθουσιασμό, όχι όμως και εμπειρία, αφού είναι ακόμα άτριχος, “δεν έχει πιάσει μαλλί” (δεν τον εμπιστεύεσαι ούτε για προβατοφύλαξη δλδ, ως επίκειται να του επισημανθεί).

Συνώνυμο, αλλά και αντώνυμο, πρέπει να είναι το βαρβατσέλι (= βαρβάτο νεαρό ζώο) καθότι η πελοποννησιακή αργκό μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά άκαμπτη δεν τη λες.

*μια απλή ανάγνωση τυχαίων στίχων από τα δημοτικά τραγούδια της περιοχής αρκεί για να πείσει οιονδήποτε για του λόγου το αληθές.

Γερο- Πλάτων: Μια βοσκοπουυυούλα αγαααάπησα, μια ζηλεμεεεεένη κοοόρη, και την αγααααάπησα πολυυυυυύ, ήμουν αλαααααάλητο πουλιιιιί, δέκα χρονών αγοοοοόρι.
Γερο- Γιώργος - Αφού δεν είχες πιάσει μαgλλί από κα’ ρε μπουζάκι , μηνjήθελες να την μαρκαgλίσεις κιόλα; Κι όμως, θυμάσαι δέκα χρονώνε που τραβάγαμε αχάραγο για το φυστίκι με μια τσιγαρίδα στην τσέπη για πρωινό;
Γερο- Πλάτων: Από τη μέεεεση με άααααρπαξε, με φιιιίλησε στο στοοοόμα και μούπε για αναστεναγμουουουουοούς, για της αγάπης τους καϋμουουουουούς είσαι μικρός ακοοοοοόμα.
Γερο -Γιώργος: κρίμα ρε, τέτοιο βαρβατσέgλι και να μην επωφεgληθεί η παράgλυτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος

Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.

ΣΑΛΟΥΒΑΡΔΟΣ

Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.

Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.

-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!

*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).

Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.

(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.

Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.

Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:

-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!

*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκρούβαλος της Νισύρου. Πρόκειται για τους χίπηδες που επισκέπτονται και διαμένουν το καλοκαίρι στη Νίσυρο, όπου και προβαίνουν σε σειρά από καφρίλες υπό τη συνεχή επήρεια ναρκωτικών ψυχοτρόπων ουσιών. Έχουν πάρει την ονομασία τους από την ηφαιστειογενή απομονωμένη παραλία ονόματι Παχιά Άμμος ή σκέτο Παχιά στην ανατολική Νίσυρο. Στη συγκεκριμένη παραλία οι παχιανοί διοργανώνουν κάθε χρόνο ελεύθερη κατασκήνωση γυμνιστών.

1) - Ήρθαν οι παχιανοί φέτος στο πανηγύρι;
- Σιγά μη δεν έρχονταν! Χάνουν αυτοί τζάμπα φαΐ;
2) Πήγαμε για μπάνιο στην Παχιά. Είχε πολλούς παχιανούς που μας κοιτούσαν περίεργα γιατί φορούσαμε μαγιό.
3)- Νομίζω χθες το βράδυ είδα δύο φαντάσματα!
- Άντε ρε... Παχιανοί θα ήταν που θα γύρναγαν στην Παχιά και θα τους πήρε το βράδυ.

Η Παχιά Νισύρου με τη χαρακτηριστική άμμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουμελιώτικη λέξη που σημαίνει κρυψίνους και ύπουλος, σιγανοπαπαδιά και σιγανό ποταμάκι με την καλή έννοια, δηλαδή με την κακή.

Παρατηρήσεις.
1. Εντελώς πανσπάνιο, αν όχι μοναδικό, το σύλμπεγμα συφμώνων -σκφ-, ε;
2. Ετυμολογία κανείς/καμιά; Πορτοκαλισμοί καλοδεχούμενοι...

  1. Ζητωντας και τα ρεστα απο το σαιτ λες και χρειαζεται πολυ μυαλο να καταλαβεις οτι δεν γουσταρω τα ερποντα , φασιζοντα και εξαρτωμενα σαιτ και αποπρυπτωντας επι σκοπο του σκοπου που σκοπευει μουσκφος και κακοριζικος ον , την ΑΛΗΘΕΙΑ καθοτι ειδες το δενδρο και οχι το δασος. Ομως η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΝΙΚΑ και η ιστορια και ο χρονος θα δικαιωνει οσους που, μπορει να εχασαν τις εκλογες , ειπαν την ΑΛΗΘΕΙΑ, οσους δεν χαιδεψαν αυτια...
    ΠΗΓΗ: http://pelasgia.blogspot.gr/2011/09/in-out.html

  2. ένταξει... δεν μπορείς να τον μισήσεις εύκολα... δεν είναι Άδωνις. είναι κρυφοπληγίτσα, σιγανό ποταμάκι, μουσκφός.
    ΠΗΓΗ: http://www.hiphop.gr/forum_topic/689547/2

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που σε ζαλίζει λέγοντας με στόμφο κοινότυπα πράγματα.

Ρε Μάκη τελικά είσαι μεγάλος χλιάμπουρας, τόση ώρα μας πρήζεις τ´ αυτιά χωρίς λόγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρώει κώλους με τη μεταφορική σημασία του τρώω, ήτοι γαμεί. Ο κολομπαράς δηλαδή, ή ο κωλάκιας. (Θα μπορούσε θεωρητικά να έχει και την πιο κυριολεκτική σημασία του επιδιδόμενου σε πρωκτολειχία, αλλά δεν το έχω συναντήσει). Το βρίσκουμε σήμερα με αυτή τη σημασία του κολομπαρά ως τοπικό ιδιωματισμό στον κάμπο της Θεσσαλίας.

Το ενδιαφέρον της σλανγκιάς έγκειται, όμως, κυρίως στο ότι υπάρχει από τον καιρό της εθνικής παλιγγενεσίας και επανάστασης του 1821! Την διασώζει ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούληςστα απομνημονεύματά του με τίτλο «Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ελλήνων 1821 -1833» ότι υπήρχε ως παρατσούκλι στη Ρούμελη, όπως διαπιστώνεται σε σχετικούς καταλόγους στρατεύσιμων (χιλιαρχίες) το 1826. Ο Κασομούλης προβαίνει σε μια διάκριση μεταξύ Ρουμελιωτών και Μοραϊτών, παρατηρώντας ότι μόνο στη Ρούμελη υπήρχε αυτή η συνήθεια να δίνονται χυδαία παρατσούκλια σεξουαλικής υφής και να τα φέρουν κιόλας οι ούτως επονομαζόμενοι αγογγύστως, ενώ αντιθέτως οι Μοραϊτες ήταν υπερβολικά περήφανοι για να δεχτούν κάτι τέτοιο. Δέον, λοιπόν, να προστεθεί και το μουνοφάγος μαζί με τα υπόλοιπα που διασώζει ο Κασομούλης στις σλανγκιές του 1821.

  1. Οἱ στρατιωτικοὶ κατάλογοι συνταχθέντες εἰς Δαμαλᾶν παρεδόθησαν μὲ ὀνόματα καὶ παρώνυμα τὰ ὁποῖα ἔφερεν ὁ καθείς, χωρὶς νὰ φέρουν τὰ πραγματικὰ πατρωνυμικά. Πολλοὶ ἐκ τῶν στρατιωτών εἶχον παρώνυμα ἐφηρμοσμένα εἰς αὐτοὺς σατυρικῶς δοθέντα λοιπὸν ἀπὸ αισχρολόγους. Ἄλλος π.χ. ἐλέγετο Γεώργιος Διπλοπούτζης, ἄλλος Διαρχίδης, ἄλλος Κωλοφάγος, ἄλλος Μουνοφάγος, ἄλλος Μαυραγκαθιᾶς, ἄλλος Τραγατζίκης κ.τ.λ. Ὁ κυβερνήτης, λοιπόν, ἐζήτησε τὰ ὀνὀματα τῶν πατέρων καὶ ὄχι τὰ παρώνυμα καὶ ἔγιναν ούτως οἱ κατάλογοι. Εἶναι πραγματικὰ απερίγραπτος ὁ πλοῦτος τῶν σατυρικῶν παρωνύμων (παρατσουκλιῶν) ποὺ στολίζει τὰ μητρῶα ἀρρένων καὶ τοὺς ἐκλογικοὺς καταλόγους τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρούμελης καὶ θαυμαστὴ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀνέχονταν τοὺς τόσο προσβλητικούς αὐτοὺς χαρακτηρισμούς ἀχώριστους ἀπὸ τὸ πρόσωπόν τους. Ἀντίθετα ὁ Μοραίτης, πολὺ καμαρωμένος στὴν προσωπική του παράσταση, δὲν ἀνέχεται προσωπικὰ παρατσούκλια. Οἱ ἐκλογικοὶ κατάλογοι τοῦ Μοριᾶ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀβλαβή, ἀλλὰ λαογραφικὰ ἐνδιαφέρουσα «ντροπή». Ἡ διαφορὰ δείχνει τὸν χαρακτήρα τῶν δυὸ λαῶν. Ὅσο γιὰ τὰ λήγοντα εἰς -φάγος, ὑπάρχει καὶ τὸ ὄνομα «Κονοφάος» (Εἰκονοφάγος), λείψανο ἴσως ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια τῶν Εἰκονοκλαστῶν. Τραγατζίκης, ἀπὸ τὸ ταγάρι (τάργα), ταργαζίκι. Μαυραγκαθιᾶς ὁ πολὺ δασωμένος στὰ απόκρυφα μέλη. (Νικολάου Κ. Κασομούλη, Αγωνιστού του Εικοσιένα, Μακεδόνος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, Τόμος Γ', σ. 86 στην έκδοση του 1942 από τις εκδ. Πελεκάνος).

2. exo ego enan fragkato apo mozambiki...megalo paketo! alla mayros katrami kai kolofagos! ti les egkrineis; (Οπαδοί από Βόλο).

Ο αγωνιστής του 1821 Νικόλαος Κασομούλης, που διασώζει τη σλανγκιά. (από Khan, 24/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Μούγκλαβος ή αλλιώς μαμούχαλος, βαριέται να κάνει πράγματα, και όταν κάνει κάτι, το κάνει με πολύ αργή ταχύτητα. Γενικά είναι κοιμισμένος.

- Το βλέμμα του είναι κολλημένο στην τηλεόραση, δεν ακούει καν όταν τον φωνάζω, έχει αποβλακωθεί τελείως.
- Αφού είναι μούγκλαβος.

(από Καρντινάλε, 16/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified