Η δαγκάνα των υδρόβιων καρκινοειδών οργανισμών (ακα. μαλακόστρακα, απλώς δεν ήμουν σίγουρη για το πως κλίνεται στην γενική πληθυντικού και είπα να το αποφύγω). Και πάλι στην Κρήτη, συγκεκριμένα στην περιοχή της Ιεράπετρας, ενδεχομένως εν γένει του νομού Λασιθίου.

Μπρε Μανούσο, ζάε μια χαρχάλα πού 'σει τούτοσές ο καβρός (ακα. καβούρι)! Άνε σ' αμπώξει καμιά στο πουλί, θα σ' τόνε κόψει απ' τον πάτο!

(από mafie, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στράτευμα μηχανικού και σκαπανέων.

Από το Λατινικό fossa (όρυγμα, τάφρος, λάκκος). Στα ποντιακά: φοσίν (λάκκος).

Βλ.: «Το Ιστορικό Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου», Άνθιμος Παπαδόπουλος.

- Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν...

- Χτάλεψον το φοσί σ' («Σκάψε το λάκκο σου» στα ποντιακά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη ναυτική ορολογία, τρίτσα λέγεται ο τρόπος μετακίνησης κάποιου αντικειμένου που, λόγω βάρους, δεν μετακινείται με το χέρι, ούτε από έναν μόνο άνθρωπο. Χρειάζονται δύο ή περισσότεροι ναύτες και κάποιο ξύλο ή μαδέρι ή λοστός που θα μπει κάτω από το αντικείμενο, θα το ανασηκώσει και έτσι θα καταστεί εφικτή η μετακίνησή του. Συντάσσεται με το ρήμα κάνω.

  2. Σημαίνει και το παραδοσιακό ψάθινο κερκυραϊκό καπέλο, από την ιταλική λέξη treccia = πλεξίδα, όπως μας πληροφορεί το korfiatika.gr

  1. Χρήστο! Φέρε και τον Αντώνη και έλα να κάνουμε τρίτσα!
    (σ.σ. δεν τόλμησα να ρωτήσω τον ναυτικό που μου έμαθε τη λέξη αν στη ναυτοσύνη σλανγκίζεται η έκφραση. Αν κάποιος ξέρει, ας μας πει...)

  2. Δε λέμε για το Δεγαμή*, μονάχα το καπέλο
    οπού εφιλοξένησε τέτοιο σοφό τσερβέλο
    Θα γένεις περιζήτητη αφού την τρίτσα θά'χεις
    τόμου κι αυτός συχωρεθεί όβολα θε να πιάκεις...

*ενδιαφέρον όνομα που επίσης σλανγκίζεται υπέροχα, αν δεν είναι αποτέλεσμα λογοπαιγνίου και το ίδιο, όπως υποπτεύομαι...

Got a better definition? Add it!

Published

1. Μικρός πάσσαλος (παλουκάκι) που καρφώνεται στο χώμα και δένονται σ' αυτόν τα σκοινιά των ζώων. Υπάρχουν τα ξυλότζενα (φτιαγμένα από ξύλο) και τα σιντερότζενα / σιδερότζενα (φτιαγμένα από σίδερο).

Εξού τα:

  • τζενώνω/τζενιώνω (καρφώνω στη γη το τζένιο, στο οποίο είναι ήδη δεμένο το σκοινί κάποιου ζώου που μεταφορικά σημαίνει και σκλαβώνω),
  • ξετζενώνω (βγάζω απ’ τη γη το τζένιο - ελευθερώνω) και
  • το τζένωμα (το μπήξιμο, το χώσιμο, το κάρφωμα του τζενιού).

    Όλ’ αυτά λέγονται στην Κρήτη. Αλλού χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το παλούκι.

2. Επίσης, σημαίνει εργαλείο, εξάρτημα (μ’ αυτήν την έννοια το διασώζει ο Πετρόπουλος). Ειδικά: ξύλινο πασαλάκι που καρφώνεται στη διάστρα υποβοηθώντας τη διάστρουσα.

Εξού:

3. Ο πούτσος και

4. (στον πληθυντικό) τα τζένια (ντζένια -Καρπαθιώτικο) που σημαίνουν

  • τ’ αχαμνά,
  • τις γυναικείες ιδιοτροπίες.

    5. Κυριολεκτικά σημαίνει το άτομο με μεγάλη διάνοια, τη μεγαλοφυΐα, τον ταλαντούχο, που το μυαλό του γεννά συνέχεια κι οι ιδέες του είναι πρωτότυπες, αυτόν που είναι σπίρτο/τσακμακόπετρα/γάτα/Αϊνστάιν.

Συχνότερα ακούγεται ειρωνικά. Σημαίνει αυτόν που

  • είναι μπάζο, αλλά θεωρείται ή (και) το παίζει τζένιο
  • οι μηχανισμοί των ΜΜΕ τον σερβίρουν σαν τζένιο –οπότε έχει κι ανάλογο υφάκι.

    (Από το λατινικό genius -δαιμόνιο σε ρόλο φύλακα αγγέλου- από όπου προέρχονται: το τζίνι -ίσως και του παραμυθιού-, το τζίνιους -από το αγγλικό genius- που έχουν την ίδια έννοια κι αναφέρονται κι αλλού στο σάη).

  1. Τη σκέψη μου μια 'ργατινή / στο τζένιο δα τη δέσω / να δω χωρίς τσι έγνοιες σου / ανέ μπορώ να θέσω (Κρητική μαντινάδα από μπλογκ)

1α - 3. «Το εργαλείο (1ο μήδι) αφιερώνεται εξαιρετικά σε όλους τους πολιτικούς μας που εναγωνίως ψάχνουν τρόπους να μας «τζενιώσουν» ενόψει των … εκλογών. …θα έλεγα να μας αφήσουν πλέον ήσυχους και να το βάλλουν εκεί που ξέρουν….» (από μπλογκ)

  1. «…Αδύνατα τα τζένια του, λίγες οι κουμπάνιες, μα δεν πειράζει, πολύ του το κουράγιο. Το περιλάβαν οι φουρτούνες και οι άνεμοι. Φυτίλια τα πανιά, κομμάτια το τιμόνι». (από διήγημα του Βασίλη Λούλη)

  2. «Πάντως το τζένιο του αρχίζει και πονάει. Άκου μείωση μισθών και συντάξεων». (από μπλογκ)

4α. – Ρε μαλάκα, φόρα κανά σπασουάρ. Κάθε που σουτάρεις φαίνονται τα ντζένια σ’.
– Άσ' τα ν’ αερίζονται. Κλεμμένα τα ‘χω;

4β. «Η πολιτική τον καύχον της, αν νιώση και αγαπάτην, / και ρέγεται και θέλει την, συχνοχαροκοπά την, / ευρίσκει την και κάθεται σαν κακοκαρδισμένη, / και κάμνει και τα τζένια της σαν είναι μαθημένη» (από ποιητή του 15ου αι.).

  1. «Η Φ..η αφού μας βρήκε γιατρούς και νοσοκομεία τώρα θα ξεχαρβαλώσει και τα σχολεία μαζί με το άλλο τζένιο, τη Δ..λου (εδώ το καλό ΙΒ!!!).» (από μπλογκ χωρίς ολόκληρα τα ονόματα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eπαγγελματική αργκό εργοδοτών (συνήθως εργολάβων ή τσιφλικάδων), σε χρήση τουλάχιστον τον 19ο/αρχές 20ου αιώνα, και, αν δε σφάλλω, περισσότερο στην Ήπειρο.

Αφορούσε το καθεστώς σιτηρεσίου για τους εργάτες. Σύψωμος λεγόταν ο εργάτης ο οποίος έφερνε στη δουλειά και το φαγητό του ιδίοις εξόδοις, ενώ ταϊστός εκείνος στον οποίον, πέραν της (όποιας) αμοιβής, το αφεντικό παρείχε και τα αντίστοιχα γεύματα.

Εννοείται ότι ο σύψωμος αμειβόταν με περισσότερα μετρητά από τον ταϊστό. Τώρα, τι σόι προκοπή κάνανε κι οι δυο τους, θα σας γελάσω και δεν είναι στον χαρακτήρα μου...

Πηγή: Κάποιο παμπάλαιο τεύχος του περιοδικού «Ιστορία». Δυστυχώς δεν μπόρεσα να το ξαναβρώ για να δω μπας κι είχε καμιά πληροφορία παραπάνω, οπότε θα βολευτείτε με αυτά που παραθέτω από μνήμης και με πάσα επιφύλαξη.

Κυρ-Γιάννη, πώς τους έχεις τους εργάτες, σύψωμους ή ταϊστούς ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαστήρ –εκ του Συνδρόμου Π**ολλαπλής **Αυτομπαγαποντοδοτικής Στήριξης (Σ.Π.Α.Στηρ.)– αποκαλείται η νεοδιαγνωσθείσα μετάλλαξη του κλασσικού μπαγαποντοδοτισμού, με έντονα όμως στοιχεία σπασαρχιδισμού και σπαμαρχιδισμού.

Οι σπαστήρες συνήθως χαρακτηρίζονται από τα εξής κοινά χαρακτηριστικά:

1. Εγγράφονται με δύο ή περισσότερους κωδικούς,

2. Οι πολλαπλές τους περσόνες πρωτοεμφανίζονται την ίδια μέρα και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα,

3. Ανταλλάσουν σπέκια, φιλοφρονήσεις και μπαγαποντοδοτούν υπέρ αλλήλων,

4. Συχνά αποκαλύπτονται, μέσα στον ενθουσιασμό τους, καθώς ταυτόχρονα βάζουν το ίδιο λήμμα με πανομοιότυπο σχεδόν ορισμό.

Η βιβλιογραφία αναφέρεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες σπαστήρων:

1. Οι Ψυχοσπαστήρες:
Αυτοί πάσχουν από παραλλαγή του συνδρόμου MPD (Multiple Pagapontic Disorder). Zούνε σ’ ένα όνειρο που τρίζει, είναι παντελώς για δέσιμο, αλλά συνήθως δεν είναι επικίνδυνοι παρά μόνο για τον εαυτό τους. Με την πάροδο του χρόνου συνήθως εκφυλίζονται σε τρολ και ωσεκτουτού αποχωρούν από το σάιτ μόλις νοιώσουν την παρατεταμένη περιφρόνηση των θαμώνων.

2. Οι Ξενεροσπαστήρες:
Οι σπαστήρες αυτοί δεν είναι ψυχασθενείς. Ενδέχεται μάλιστα να είναι γνωστοί, ακόμα και διακεκριμένοι λημματοδότες , οι οποίοι για λόγους που μόνο εκείνοι γνωρίζουν υιοθετούν δύο περσόνες και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα τα οποία πολλές φορές είναι καλά έως και ευφυέστατα. Τα κίνητρα τους είναι λιγότερο αυτονόητα από εκείνα των ψυχοσπαστήρων. Μερικοί έχουν οι ίδιοι πέσει θύματα τραυματικής μπαγαπονοτοδοσίας στα παιδικά τους χρόνια, και βάζουν στοίχημα ότι φορώντας την μάσκα του εκδικητή μπορούν να ανέλθουν στο τοπ 10 της βαθμολογίας σε χρόνο dt, παραδίδοντας μάλιστα και μάθημα σε μερικούς μερικούς. Άλλοι πάλι απλούστατα το κάνουν για πλάκα. Στη τελευταία ανάλυση οι ξενεροσπαστήρες καταφέρνουν να ξενερώνουν τόσο τους ενάρετους θαμώνες του σάιτ, όσο και τον εαυτό τους.

Οι γνώμες των ειδικών διίστανται για την ταξινομία των κρουσμάτων που πρόσφατα (24/11/2008) εκδηλώθηκαν στο σλάνγκ ντοτ τζιάρ. Ωστόσο, όλες οι αποχρώσες ενδείξεις συνηγορούν ότι πρόκειται για ξενεροσπαστήρες.

Είπαν για τους σπαστήρες:

«...μια εν δυνάμει βόμβα στα θεμέλια του σάιτ. Ίσως, ίσως μια βόμβα στα ίδια τα θεμέλια του πολιτισμού μας όπως τον ξέρουμε. Τι απέγινε άραγε η Τιμή, η Ειλικρίνεια, τι απέγινε η Αγνότητα, τι απέγινε το πτώμα του Jimmy Hoffa;...»

«....πιστεύω πως (...) πίσω από δαύτους είναι ένας δικός μας...»

«μπορεί νά 'ναι κολλητάρια που παίζουνε μαζί στο σλάνγκ. Μπορεί... Άς το ψάξει ο ρουμάνος

«...τέτοιοι λογαριασμοί αργά ή γρήγορα έστω και ανεπίσημα, γίνονται αντιληπτοί! (...) Πάντως μου έβαλες ψύλλους στ' αφτιά!»

«...αυτός ο πραγματικά προικισμένος νέος θα ασυδοτεί δίχως αντίδραση από μένα τουλάχιστον, λόγω του ότι είναι προικισμένος λημματοδότης... αν όμως αποδειχθεί βραχύβια αυτή του η εποχή της ακμής και συνεχίσει τη λοβιτούρα, θα πέσει πέλεκυς!»

αποκαλύπτουμε! (από xalikoutis, 27/11/08)(από Vrastaman, 30/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται για ζώα χωρίς κέρατα.

Κυκλοφορεί παντού στα Βαλκάνια (βλάχικα sut- αλβανικά shyt- σλάβικα šutu) με πιθανή λατινική ρίζα. Εδώ έφτασε απ’ τα Αλβανικά.

Είναι μειωτικός χαρακτηρισμός και σημαίνει:

  • Βλάκας, μπουνταλάς, ουγκ (αφού αναφέρεται σε ζώα).
  • Αυτόν που είναι του χεριού μου, που δεν φέρνει αντίσταση, που κωλώνει (αφού δεν έχει κέρατα - όπλα - μέσα άμυνας).
  • Χαντούμης, σεξουαλικά ανίκανος – ανήμπορος (το βαρβάτον των αρσενικών και το μέγεθος των κεράτων τους σχετίζονται τα μάλα, αναντάμ παπαντάμ, σε όλες τις βουκολικές μικροκενωνίες).

    Για το θηλυκό, σιούτα, ο Πετρόπουλος διασώζει την ερμηνεία:

  • Γυναίκα χωρίς στήθος, με στήθος σανίδα / πλάκα / κόντρα πλακέ / σιδερώστρα (επίσης απ’ την έλλειψη κεράτων).

  1. - Άι σιούτε, προυχώρα!!
    - Σα πού;
    - Στα γκρέμνα να γλιτώσου απ’ τα σένανε!!

  2. - Κι άφησες να σου κάνει τη μάπα θερινή αυτός ο σιούτος ρε μαλάκα;
    - Ήτανε κι ο Ντέρτι Χάρης μαζί του.

  3. - Ποιος ειν' ο μπροσταρόκριος;
    - Ου Μήτρους ου σιούτος.
    - Τσώπα!!
    - Έχεις χάσ’ λειτουργίες συ.

  4. - Γαμώ τον πούστη που ‘βγαλε το γουόντερμπρα.
    - Σιούτα η …Ντόλυ Πάρτον;
    - Εσύ μπροστά της έχεις βεράντες.
    - Να κεράσω σιλικόνη;
    - Έχεις τίποτε σε μπίο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπνά δευτέρας διαλογής. Τοπικός ιδιωματισμός από Δράμα, λέξη υπαρκτή μέχρι την δεκαετία του '60. Πιθανόν να μην απαντά πλέον.

Προφανώς από το λατινογενές ρήμα refuser.

Μακσούλι (;) λεγόταν τα καπνά πρώτης διαλογής.

Πολύ ρεφούζι είχε η σοδειά φέτος, και δε θα μας μείνει τίποτα στην τσέπη.

Βλ. και μαξούλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουσκαρτάδες αποκαλούνται οι μικροπωλητές που πουλάνε με το καροτσάκι τους κυρίως λουκανικούμπες κι αναψυκτικά στους δρόμους του Μανχάταν και ειδικά στο Central Park. Εκ του push cart.

Τον 19ο αιώνα σχεδόν όλοι οι πουσκαρτάδες ήταν Έλληνες. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, ξοδεύοντας μόνο 5 σεντς από τον ημερήσιο τζίρο που (στην καλύτερη περίπτωση) ανερχόταν $1 ευελπιστώντας μια μέρα να επαναπατριστούν με την περιουσία τους.

Στον 20ο αιώνα, και μέχρι την δεκαετία του 70, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να μονοπωλούν το επάγγελμα του πουσκαρτά. Μερικοί διεύρυναν την πραμάτεια τους, προσφέροντας παγωτά, κάστανα, ακόμα και φραπέ. Με σάλιο και υπομονή, το οικονομικό και βιοτικό επίπεδό των Ελλήνων πουσκαρτάδων ανέβηκε σηματικά και στα 80ς οι περισσότεροι παρέδωσαν τα καροτσάκια τους σε Πορτορικανούς οι οποίοι με την σειρά τους τα παρέδωσαν σε Ινδούς, Πακιστανούς και Αιθίοπες στα 00ς.

Απομένουν πια ελάστιχοι Έλληνες πουσκαρτάδες στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Διάλογος με πουσκαρτά:

- Πατριώτη πόσο κάνjει η σαμίτσα;

- Ένα κόρι. Λέρωσε το μέρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ζαργκόν των οφθαλμίατρων: η πρεσβυωπία, από τα 2 πρώτα γράματα: πρ- . Προφ λογοπαίγνιο και με το πουρό, εφόσον η πρεσβυωπία αφορά ηλικίες άνω των 40.

  2. Κατά τη βίκυ είναι η κόρνα στην κυπριακή διάλεκτο, εξου και η έκφραση «παίζω πουρού», κορνάρω.

  3. Έχω την υποψία, αλλά μπορεί να λέω και κάτι βλακώδες τώρα, ότι «παίζω πουρού» σημαίνει και κάτι άλλο, βλ. παράδειγμα 3. Όποιος γνωρίζει ας το σημειώσει στο σχόλιο και το προσθέτω στον ορισμό. Πιθανόν να έχει σχέση με αυτό εδώ.

  1. Μετά μια άλφα ηλικία αρχίζει σιγά-σιγά και εμφανίζεται η πουρού.

2.α. Βρίζω χυδαία, κτυπώ τα σιέρκα μου στο τιμόνι, παίζω πουρού συνέχεια. Ο λόγος; Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που κάμνουν οι οδηγοί (αλλά τζιαι οι υπόλοιποι χιούμανς) στον δρόμο που τα θεωρώ απαράδεκτα τζιαι με εκνευρίζουν αφάνταστα.

2.β. Παίζω πουρού για να δώ τί θα κάμουν. Κάμνουν διάφορα. Νομίζω έχω βρεί τους διάφορους τύπους οδηγών που 'κάτι έχουν ζαβό'.

  1. Μόλις έπαιξαν «πουρού» έξω από τη Βουλή οι πολύτεκνοι και οι φοιτητές, διαμαρτυρόμενοι για τη μείωση των επιδομάτων και των χορηγιών, οι βουλευτές υπαναχώρησαν από τη συμφωνία του Προέδρου της Δημοκρατίας και των κομμάτων, και δήλωσαν ότι θα επανεξετάσουν το όλο θέμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified