(Κρήτη) Πνίγομαι, ασφυκτιώ.
-Μωρέ Μιχαλιό! Μην την σφίτζεις μωρέ πολύ τη γραβάτα σου καλοτσαιριάτικα, θα κρουφτείς μωρέ παράωρε!
-Τσι αφού πάω στο ίντερβιου, να ντζι κάμω εντύπωση, πώς θε' να πάω, ξεμπετισμένος;
(Κρήτη) Πνίγομαι, ασφυκτιώ.
-Μωρέ Μιχαλιό! Μην την σφίτζεις μωρέ πολύ τη γραβάτα σου καλοτσαιριάτικα, θα κρουφτείς μωρέ παράωρε!
-Τσι αφού πάω στο ίντερβιου, να ντζι κάμω εντύπωση, πώς θε' να πάω, ξεμπετισμένος;
Got a better definition? Add it!
(Κρήτη): Στήθος, θώραξ. Πιθανόν εκ του petto (ιταλ.) < pector-is (λατιν.) = στήθος, θώραξ.
Έζιν' ο μπέτης σου ζυαλί
τσαι φαίνετ' η καρδιά σου
τσ' είν' η αγάπη ψεύτιτση
κρίμα την εμορφιά σου
Got a better definition? Add it!
Μυρμήγκι που τσιμπάει άμα λάχει.
(Κρητικός ιδιωματισμός).
Γιαγιά: - Παλουκώσου και διάβαζε βρε διαολή! Μελιτάκους έχεις στον ποπό σου ;
Got a better definition? Add it!
Σκουντάω, ζμπρώχνω. Βορειοελλαδίτικος ιδιωματισμός.
Περιμένοντας στην ουρά, ο μπροστά στον πίσω:
-Αρ τι ρουσντάς; Κατά πού να κλώσω;
-Μένα το λες; Οι από πίσω με ζμπρώχνε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
H βούλα, το σημάδι.
Ορίζει κυρίως τα εκ γενετής σημάδια του κορμιού, όπως ελιές, κρεατοελιές, λεύκη κ.α αλλά και γενικώς τους λεκέδες στα γύφτικα.
-Ποιός πέρασε;
-Ο Μούλης (υποκοριστικό του Θωμάς εις την ευγενέστατη και συμπαθητική φυλή των Γύφτων) με τη ντάμκα και το σαξ το εβδομηνταπεντάρι το φτιαχτό.
σ.s.: ο εν λόγω Μούλης έχει μια ελιά στο πρόσωπο σε μέγεθος ρεσώ (κεριού).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πέρα βρέχει. Έτσι το λένε στην Πάρο. Δηλαδή, δε μας κόφτει εμάς, πέρα (στη Νάξο) είναι οι βροντές.
Περιττό λήμμα βέβαια, αλλά άμα στον Πύργο λειτουργάνε, γιατί να μη βροντά και στην Αξά;
Στην Αξά βροντά!!
Got a better definition? Add it!
Ανατινάζω, κάνω κάτι να εκραγεί, κάνω κάτι να σκάσει. Κάνω μια οποιαδήποτε μια ενέργεια που προκαλεί θόρυβο.
Τοπικός ιδιωματισμός της Μακεδονίας.
- Θα σε βάξω καμιά κροτίδα να σκιαχτείς.
- Βούτηξε στο ποτάμι, αλλά ήταν ρηχό κι έβαξε στις πέτρες.
- Στη βάξω τη μπάτσα α σε κουνηθεί το μυαλό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Mακεδονία) ρήμα: κάνω σκιά // τρομάζω, ξαφνιάζω κάποιον.
1. Tον έβαξα την κροτίδα και σκιάχτηκε.
2. Ήταν κρυμμένος ο καργιόλης και με το που πετάχτηκε μπροστά μου μεσ'τα σκοτάδια μ' έσκιαξε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Πάτρα) : Τρελός, χαζός.
Συνώνυμα : μπανταβός, μουρλός, κουρλός (Κεφαλλονιά), κουζουλός (Κρήτη), σαπατελός (Ρούμελη), τσουκάλας (Δ. Μακεδονία), μερελός / μερέλας (Πάτρα), κιζιρπάσης (Κύπρος), παλαβός / παλάβρας, ζεβζέκης, χαϊβάνι, ζαντός (Πόντος) κτλ.
(γέροντες)
- Ορέ ποιό είναι εκιό το τσαλαφό, που βγάνει τα ρούχα του στην τηλεόραση και κουνιέται σα ξεβιδωμένο ; Κάπου το' χω ξαναδεί.
- Είναι η κόρη ενού Μιχαλόπουλου γιατρού απ' την Αρόη. Χορεύτρια, λέει.
- Αμ' αν ήταν έτσι ...
Got a better definition? Add it!
(Πάτρα): Ο τύπος που λέει διαρκώς ανυπόστατα πράγματα / μαλακίες (σκατά) = παραμυθατζής / μυνχάουζεν.
Υφίσταται πανομοιότυπη έκφραση στην βρεταννική αγγλική : shitmonger = σκατέμπορας/παραμυθάς (κατά το: fishmonger = ιχθυοπώλης).
Σημείωση: Στην βρεταννική αργκό του 16ου αιώνα mutton monger ήταν ο νταβατζής (δηλ. πωλούσε αρνάκι του γαλάτου μτφ).
- Ο Μιχάλης πέρασε ιατρική πρώτος στην Ελλάδα, λέει !
- Άντε ρε, κάθεσαι κι ακούς το σκατέμπορα. ΤΕΙ Βλαχοκερασιάς και αν.
Got a better definition? Add it!