Further tags

Ρατσιστικός χαρακτηρισμός για τις μαυροφορεμένες Πομάκες στη Θράκη.

Προέλευση του όρου:

Οι Πομάκοι είναι ιθαγενής ελληνική μουσουλμανική μειονότητα και κατοικούν στους Νομούς Ξάνθης και Ροδόπης. Οι γυναίκες φοράνε χειμώνα-καλοκαίρι μαντίλα και μακρύ μαντό (κάτι σαν παλτό). Αν και παραδοσιακά ντύνονται πολύχρωμα (βλ. μήδι 1, -διατηρείται πλέον μόνο στην ορεινή Ξάνθη), η επίδραση του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού επέταξε τελικά το μαύρο ντύσιμο (μήδι 2) και μερικές καλύπτουν με τη μαντίλα ακόμα και το στόμα τους, έτσι ώστε το μόνο που φαίνεται είναι η μύτη τους.

Ο υβριστικός χαρακτηρισμός του πιγκουίνου προήλθε από κάποιους ασυνείδητους οδηγούς (κυρίως φοιτητές) που, όταν έβλεπαν Πομάκα ντυμένη ως άνω να περνάει το δρόμο -ειδικά δε αν ήταν κοντή ή/και χοντρή- επιτάχυναν το αυτοκίνητο, για να τη δουν να τρέχει γρήγορα, φέροντας έτσι μεγάλη ομοιότητα με το συγκεκριμένο πτηνό.

- Ένας πιγκουίνος!
- Πάτα γκάζι! Πάτα γκάζι!

(από protnet, 20/09/10)(από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα αγνώστου προελεύσεως (προφ ενδοπελοποννησιακή) που διαδόθηκε ευρέως με την ταινία «Τσίου».

Σημείωση 1: Ο γράφων την έχει ακούσει σε διάφορες φάσεις, όλες μετά την ταινία, όπως από φορτηγατζή στην Πατησίων, από γκόμενα προς άλλη γκόμενα κλπ και δεν αμφιβάλει για τη σλανγκύτητα της.

Σημείωση 2: Σε προσωπική κουβέντα με το σκηνοθέτη του «Τσίου» Μάκη Παπαδημητράτο, μου είπε ότι ούτε κι αυτός γνωρίζει την προέλευση της ατάκας καθώς δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο και την είπε η ατομάρα που ακούει στο όνομα Ερρίκος Λίτσης (που υποδύεται το Στέλιο), όταν έμαθε ότι το όνομα αυτού που θα έβριζε ήταν Μπακατσιάκος τουτέστιν εξ Μάνης.

Στέλιος το στυλιάρι: «Πούστη Μπακατσιάκο, θα σου βάλω τον Ταΰγετο στον κώλο πέτρα-πέτρα!»

(από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ταύρος (Δήμος του L.A.) στη γλώσσα της κίτρινης φυλής.

- Το 31 ακούει;
- Ναι ακούω.
- Πού είσαι 31;
- Πάω από Νταύρο προς Καλλιθέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικο πιάτο, κυρίως της ταβέρνας, που αποτελείται από τυρί τοποθετημένο σάντουιτς ανάμεσα σε δύο αλουμινόχαρτα και ψημένο στο φούρνο.

Λέγεται και φέτα ψητή.

Μαζί με τη φέτα συνήθως μπαίνουν κομματάκια καυτερής πιπεριάς κι ένα μεγάλο κομμάτι ντομάτα. Στη συνέχεια τα δύο αλουμινόχαρτα σφραγίζονται περιμετρικά ώστε να κρατήσουν μέσα τα ζουμιά. Το κλείσιμο γίνεται τυλίγοντας τα άκρα σαν πάπυρο, κάνοντας έτσι το πακέτο να μοιάζει κυριολεκτικά με μπουγιουρντί (βλ. έτερο ορισμό και συνταγή).

- Θέλετε και κάνα ορεκτικό;
- Φέρε μας ένα μπουγιουρντί, μια πιπεριά του αράπη και μια μελιτζάνα ζωντοχήρα.

(από protnet, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απολύτως ειδικός για μια συγκεκριμένη ενέργεια.

Η μουσούδα του μυρμηγκοφάγου είναι ξεματοχινή να μπαίνει στη λιγκονότρυπα και να τσακώνει τα λιγκόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.

Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιτσίλισμα με τρόπο ξαφνικό.

Κατούρησε στο χώμα και μπρουτσάφλησε τα μπγενάρια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα έκπληξης.

Λέει κάποιος: - Η κόρη του Πάνου, παρότι η μουσούδα της είναι σα καλαπόδι, ηύρε γκόμενο.
και απαντά ο άλλος που ξέρει την εν λόγω σκουτρινέλα: - Αμεδά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος άσχημης σαύρας.

Είναι η μούρη της σα σκουτρινέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτελώ την ερωτική πράξη.

Σε έκοψα από αβγόκομα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified