Further tags

Η κακιασμένη ξινίχλα αδελφή. Που έχει υιοθετήσει την γυναικεία ξινίλα στα μούτρα του και στη συμπεριφορά του.

Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε, όχι ντε και καλά για ομοφυλόφιλο (ίσως μάλιστα σπανιότερα), ακριβώς όπως και τα βρωμόπουστας, σκατίπουστα κττ. Έχει δηλαδή σκοπό πιο πολύ να υποβιβάσει τον άλλον (χρησιμοποιώντας την κατάληξη που δηλώνει ομοφυλοφιλία), παρά να υποδηλώσει ότι είναι πράγματι αδελφή. Κι αυτό γιατί, παρά τις κοινωνικοσεξουαλικές προόδους μας, εξακολουθεί η κατηγόρια αυτή (το να σε πουν αδελφή) να είναι βαριά κι ασήκωτη για ένα ντούρο σερνικό...

Απ' όσο ξέρω δε, το λένε κατά κόρον και οι ίδιοι οι γκέοι για άλλους τέτοιους -και δη με περισσότερη έμφαση.

Ηπιότερο και μάλλον χαριτωμένο συνώνυμο είναι και το «ξινομυζήθρα».

- Αν μη τι άλλο ο ΧΨΖ σαν πολιτικός έχει αρχίδια.
- Ίσα ρε με την ξινόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπρόσκυλο (μάλλον από παραφθορά του τούρκικου köpek).

Απευθύνεται σαν βρισιά σε τεμπελχανάδες.

Συχνότατο σαν παλιοκουπούκι.

- Τι λέει ο νέος; Τρέχει;
- Άι σιχτίρ, το παλιοκουπούκι! Αν δε στρώσει σε μια βδομάδα, παίρνει πόδι. Ωσπού να κουνηθεί βρωμάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλήτης, ο ακαμάτης, ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης, αλλά και ο περιθωριακός, ο περιθωριοποιημένος.

Απο το τούρκικο kopuk = αποκομμένος, αλήτης, κομμένος, ξεκομμένος.

Να μη συγχέεται με το κιοπέκ, από το επίσης τούρκικο köpek = σκύλος.

Λέγεται και κοπούκι.

-Τα 'μαθα τα μαντάτα για την αφεντιά του. Είναι μεγάλο κουπούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διόλου κολακευτική παρομοίωση για άτομο.

Αντίθετα, προσδιορίζει φυσιογνωμία πιο άσχημη κι απ' το χρέος.

Ειρωνικά:
- Τι ωραία γκόμενα που 'πιασε ο Μπάμπης; Σαν το σκύλο που χάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ιωάννης Ράλλης, γιος του πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη και πατέρας του μετέπειτα πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, ήταν Μακεδονομάχος και αντιβενιζελικός πολιτικός. Τον Απρίλιο του 1943 αντικαθιστά στην Πρωθυπουργία της κατοχικής κυβέρνησης τον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, θέση στην οποία θα παραμείνει για μερικούς μήνες. Πιθανώς και με παρότρυνση των Άγγλων, οργανώνει τα Τάγματα Ασφαλείας, διαβόητες παραστρατιωτικές ομάδες που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς κατά του ΕΛΑΣ.

Λόγω της στολής Μακεδονομάχων που έφεραν, αποκαλούνταν «Γερμανοτσολιάδες» ή «ράλληδες», και προσήλκυαν το μίσος του δοκιμαζόμενου λαού. Μαζί με τους δοσίλογους και τους μαυραγορίτες αποτελούσαν τον πιο μισητό θεσμό της εποχής, και ακόμα και σήμερα ο όρος «ράλλης» ή «ταγματασφαλίτης» θεωρείται προσβλητικός.

από το ΔΠ (ironick)

Ράλλη, αλήτη, ταγματασφαλίτη!

(από Vrastaman, 05/11/10)Λιγο μετά τα ραλλικά λεφτά, στις 3/11/44 κυκλοφόρησε αυτό με την υπογραφή του Ζολώτα. Αποσύρθηκε λιγες μέρες μετά. Ο υπερπληθωρισμός χτυπούσε ταβάνι (από GATZMAN, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τιποτένιος, ο μηδαμινός, ο ασήμαντος, ή, απλά, ο μαλάκας.

Προφανώς, το μικρό σχήμα του άκακου και συμπαθέστατου οργάνου έγινε η αιτία να περιπέσει σε τέτοια εννοιολογική δυσμένεια.

-Α, τον παλιομπαγλαμά, πάλι εδώ γυρνάει. Αφού του 'πα να μη ξαναπατήσει το πόδι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση η οποία χρησιμοποιείται από κάποιον που βρίσκεται σε κατάσταση θυμού και θέλει να βρίσει κάτι ιερό για να ηρεμήσει η ψυχή του αλλά δεν θέλει να αμαρτήσει βρίζοντας Χριστούς, Θεούς και Παναγίες.

Τα «είδωλα» μπορεί να είναι πρόσωπα (Κολοκοτρώνης, Καραισκάκης, Διάκος κ.τ.λ.) αλλά και αντικείμενα (τα κουμπούρια της Μπουμπουλίνας, το μπαστούνι του Καποδίστρια, τα ράσα του Παλαιώνε Πατρώνε Γερμανού κ.τ.λ). Βίντατζ έκφραση την οποία θα ακούσει κάποιος πιθανότερα από παλιούς.

Η δεύτερη παραλλαγή (γαμώ τα είδωλα της Πόλης) αναφέρεται φυσικά στην Κωνσταντινούπολη.

- Ποιος είναι βραδιάτικα;
- Εγώ είμαι μπαμπά, τράκαρα την μπέμπα...
- Γαμώ τα είδωλα της επαναστάσεως κωλοπαίδι, του άη πούτσου ανήμερα θα ξαναδείς αμάξι

(από Tzimhs, 05/11/10)(από Tzimhs, 05/11/10)

Βλέπε και εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία πλέον έχει ξεπεράσει προ πολλού τα σεξουαλικά ταμπού και συνουσιάζεται ιδιαίτερα συχνά για τα τοπικά δεδομένα. Το αποτέλεσμα των πράξεών της είναι η απώλεια σεβασμού από τους άνδρες.

- Είδα πριν μέρες την Μαρία παιδιά και έμαθα ότι μετά τον Παύλο έγινε χυσαποθήκη.
- Κρίμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποτε λεγόταν έτσι η Καλλιθέα (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο τουλάστιχον).

Γενικά, ο όρος χρησιμοποιείται για την υποτίμηση και την υποβίβαση μια πόλης η οποία, απ' όλες τις απόψεις, μας κάνει τη ζωή δύσκολη (λες και η πόλη είναι κάτι μόνο του χωρίς τους κατοίκους, τεσπα).

Λογοπαίγνιο και με την Λιμνούπολη του Ντίσνεϋ.

  1. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος και η Νίκη έφυγαν από Αθήνα, ζούνε τώρα στα Γκράβαρα και καλλιεργούν λαχανάκια.
    - Όχι θα καθόντουσαν στη Σκατούπολη σαν και μας του μαλάκες.

  2. Ποιά Μπουγατσαδούπολη; ΣΚΑΤΟΥΠΟΛΗ πρέπει να λέμε τη Θεσσαλονίκη!
    (από μπλογκ)

Καλλιθιώτισσα τσακίστρα (1940 Γ. Καρίπης - Σ. Παγιουμτζής) (από HODJAS, 10/11/10)(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 29/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η εύκολη γυναίκα.

Άλλη μια τροχήλατη έκφραση για να χαρακτηρίσει την πολύπαθη γυναικεία τοποθεσία. Το συνθετικό parking: σταθμός αυτοκινήτων- γκαράζ, υπονοεί την κατάληψη θέσης (ενίοτε με καταβολή αντιτίμου), τις μανούβρες που απαιτούνται για τον ορθή τοποθέτηση, τον κίνδυνο πυρκαϊάς από πιθανό συνωστισμό, την διαρροή υγρών, αλλά και την ενασχόληση ή μη, παρκαδόρου.

Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι, ενώ η προστατευτική κουκούλα στο πάρκινγκ έπεται, στο ψωλοπάρκινγκ προηγείται.

Συνώνυμα: ψωλάραγμα, μουτζό, ψωλοκρεμάστρα κλπ.

- Αυτό το ψωλοπάρκινγκ το' χει πάρει η μισή Λαμία.
- Ε καλά τώρα, δεν είναι και καμιά μεγάλη πόλη η Λαμία.

(από iwn, 10/11/10)(από Vrastaman, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified