Further tags

Το ζωντόβολο ή ζωντανό στη δυτική Κρήτη. Γενικά ο βλάκας. Αρχαία λέξη. Λέγεται στις πόλεις από σβούρους και πετσιά.

  1. - Που λερώθηκες ρε;
    - Πήγε ο Μανώλης να πιεί από τη μπύρα μου και μ' έκανε πουτάνα!...
    - Έ, το έχνος!

  2. βλ. στο media 03.57

(από xalikoutis, 11/09/08)

Βλ. και σχετικό λήμμα ζουλάπι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάποιον που πετάγεται και μας διακόπτει συνεχώς την κουβέντα, όπως το πέος πετάγεται όταν το μάτι αντιληφθεί παρουσία θηλυκού στα πέριξ, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών. Όπως δηλαδή το κάτω κεφάλι αγνοεί το πάνω κεφάλι προκειμένου να εγερθεί. Με αυτόν τον τρόπο θέλουμε να εκφράσουμε την αγανάκτηση μας για κάποιον που επανειλημμένα δείχνει πως δε σέβεται τους ομιλούντες και θέλουμε να εκτονωθούμε έτσι από μία συμπεριφορά που θεωρούμε ανάρμοστη και εκνευριστική.

Τον σιχάθηκα τον Αλέξανδρο. Εκεί που πας να μιλήσεις, σαν πούτσα πετάγεται και σου γαμάει την κουβέντα. Απαράδεκτος ο μαλάκας...

Βλ. και πετάγομαι σαν την πορδή, σφηνόπουτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χαρακτηρίζει το μαλάκα με ειδικό βάρος, που ειδικεύεται στις χοντρές μαλακίες. Μπορεί να μη σκοράρει πολλές μαλακίες ανά second αλλά όταν περάσει στη δράση, μένει αξέχαστος. Συνήθως σε ερώτηση.

- Που λες μιλούσαμε με τα γκομενάκια όμορφα κι ωραία και πετάγεται ο Στρατής κι αρχίζει τα γνωστά περί μεγάλου έρωτα, ειλικρίνειας και κολοκύθια τούμπανα. Περιττό να σου πω ότι σε δέκα λεπτά οι γκόμενες είχανε πάει γι' άλλα.
- Πάλι τα ίδια, μα καλά πόσα κιλά μαλάκας είναι;
- Εμ!; Τα γκομενάκια να πηδηχτούνε θέλανε...

Βλ. και μαλάκας πολλών μποφώρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γλωσσού και πρηξαρχίδω γυνή, που δε βάζει γλώσσα μέσα. Δεινή κουτσομπόλα, με πολύ θράσος, που καλύτερα να μη σε πιάσει στο στόμα της. Είσαι από χέρι χαμένος σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση.

Στα υπέρ (γι΄αυτήν και μόνο) το ότι σε βάζει στη θέση σου με πολύ φειδωλή χρήση μπινελικίων. Δεν αντέχεται, ειδικά αν πρόκειται για girl power περίπτωση. Hobby της το φτυάρι και το κατινάζ.

- Ω ρε μάνα μου, είπα στην κυρία Σόνια την από κάτω για τα σκουπίδια και έφαγα χοντρή ήττα... Με λύγισε... Μισή ώρα μού 'χωνε «Και ποιος είσαι συ που θα μου πεις για τα σκουπίδια, που τρέχει το λούκι σου, που φέρνεις στην πολυκατοικία κάθε καρυδιάς καρύδι»...
- Μην τα βάζεις μαζί της δικέ μου, είναι μεγάλη γλωσσοκοπάνα...
- Μού' φυγε ο τσαμπουκάς σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός βαθμός της λέξης ρεμάλι. Μία μάλλον παππουδίστικη έκφραση καθώς βγήκε από την ομώνυμη ταινία της δεκαετίας του '60, και λίγοι τη θυμούνται μέχρι σήμερα.

- Μήτσοοοο! Πού γύρναγες πάλι ρε σίχαμα της κοινωνίας, ρε μουλάρι ξεκαπίστρωτο, ρε ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη;
- Έλα πατέρα, ε όχι και «ρε»!.

(από rigo21, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα-σκύλα. Οι διαβαθμίσεις της κυμαίνονται από τη δυναμική γυναίκα που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της έως την συμπλεγματική που επιχειρεί να επιβάλλεται πάντα, παντού και στον οποιονδήποτε με επιθετικούς τρόπους και εξίσου συμπλεγματική συμπεριφορά, ενδίδοντας στον ψυχαναγκασμό του να αποδεικνύει συνεχώς την (κακώς εννοούμενη) αξία της. Ο χαρακτηρισμός είναι συνηθέστερος γι' αυτό το άκρο και με προσβλητική έννοια.

Σαφής η προέλευση της λέξης από την αγγλική bitch η οποία έχει ενσωματωθεί στα ελληνικά και αυτούσια (μπιτς). Καμία σχέση όμως με την παραλία (beach, όπου το ι εδώ προφέρεται πιο μακρόσυρτα) αν και αυτό δεν αποτρέπει τη μπιτσάρα να παίρνει και την στάση παραλίας, άσχετο.

  1. (Έχουσα το γνώθι σ' εαυτόν:)
    Μου 'ρθε ο Γιώργος σήμερα με λουλούδια και συγγνώμες για τα χθεσινά αλλά δεν μάσησα και τον έστειλα στον αγύριστο! Δεν τού 'φτανε το χθεσινό χεσίδι, ήθελε κι άλλο σήμερα! Θα του δείξω εγώ με τι μπιτσάρα έχει να κάνει!

  2. (Συζητούν δύο συνάδελφοι:)
    - Καλά, τι φρούτο είναι αυτή η καινούρια προϊσταμένη;
    - Άστα, απ' την μέρα που πάτησε το πόδι της στο γραφείο μας πάει κωλοφεράντζα... Αντί να ξεστραβωθεί να μάθει που παν τα τέσσερα πρώτα... Τι θέλει ν' αποδείξει δεν μπορώ να καταλάβω!
    - Τι να θέλει η μαλάκω, ότι είναι και γαμώ τα μανατζίρια, ότι αυτή είναι και κανείς άλλος!
    - Λες να το κάνει τώρα στην αρχή και με τον καιρό να το αφήσει το μαστίγιο;
    - Ας γελάσω! αυτή το 'χει στο DNA της, δεν την κατάλαβες τι μπιτσάρα είναι;

  3. (Συζητούν δύο συνάδελφοι [έχει πέραση σε εργασιακούς χώρους]:)
    - Τι είναι αυτή η Νίκη ρε παιδί μου, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω...
    - Κοίτα, η γυναίκα το κατέχει το πράγμα καλά και έχει τεκμηριωμένη άποψη, νομίζω δικαιολογημένα στη βγήκε στο μίτινγκ...
    - Ναι δεν λέω, την είπα την πίπα μου κι εγώ, αλλά πολύ μπιτς η γυναίκα ρε φίλε...
    - Με την καλή έννοια! η Νίκη είναι τσακάλι στη δουλειά της και δεν σηκώνει έτσι για πλάκα μα και μου!

(από King_Alobar24, 21/09/08)(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τους πιο προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος Έλλην άνδρας για να περιγράψει μια γυναίκα, συνήθως -αλλά όχι απαραίτητα- νεαρή σε ηλικία, η οποία:

  • ντύνεται, μιλάει και συμπεριφέρεται προκλητικά - μάλλον σ' ένα φτηνιάρικο, βλ. και λάικα, και
  • γαμιέται αβέρτα κουβέρτα, αλλά
  • δεν κάθεται σ' αυτόν, ή
  • τού 'κατσε μία και μετά τον έφτυσε

Η λέξη ξεψώλι σχηματίζεται από το επιτατικό πρόθεμα ξε- σε συνδυασμό με την ρίζα ψωλ-(εξ ης και ψωλή, ψωλόχυμα, ψωλότσεπη και πλείστα άλλα) και, τέλος, την ουδέτερη κατάληξη . Το σύνολο σημαίνει μια γκόμενα που είναι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τελείως και μόνον για τον πούτσο. Την αίσθηση της απόλυτης ξεφτίλας επιτείνει κι άλλο η επιλογή κατάληξης ουδέτερου γένους ώστε η γυναίκα να υποβιβάζεται στο επίπεδο πράγματος - όπως π.χ. συμβαίνει και με τη λέξη τσόλι.

Πολλές λέξεις υπάρχουν που, όπως και το ξεψώλι, αποκρυσταλλώνουν μια βαθιά περιφρόνηση προς τις γυναίκες αλλά, ίσως, καμμιά άλλη δεν είναι τόσο απαξιωτική - ίσως γιατί σχεδόν όλες οι άλλες τέτοιες λέξεις έχουν και κάποιες ψιλοθετικές συνδηλώσεις. Για παράδειγμα, οι λέξεις πουτάνα, γαμιόλα, καριόλα και χαμούρα αφήνουν να εννοηθεί ότι την περί ης ο λόγος δεν μπορεί κανείς να την πάρει στα ελαφρά - όλες αυτές οι λέξεις έχουν και την έννοια της πονηριάς και της υπουλίας. Παρομοίως, λέξεις όπως καυλόμουνο και μουνόσκυλο αποπνέουν κάτι το σκληρό. Η ψωλού, η ψωλομαζεύτρα και η πουτσαρπάχτρα έχουν όσο νάναι μια μαγκιά ενώ ο χαρακτηρισμός πουτσανάφτρα είναι σχεδόν κοπλιμάν. Οι λέξεις ξεκωλόμουνο και ξεκωλοπατόμουνο έχουν σαφώς προσβλητική διάθεση αλλά είναι και τόσο εμφανώς κατασκευασμένες που η ισχύς τους ατονεί. Λέξεις όπως μουνίτσα, καυλίτσα, πουτανοκαυλίτσα, γαμιολάκι, τσουλάκι, ψωλίτσα και ψωλέτα είναι και αυτές συγκριτικά ασθενέστερες από το ξεψώλι, προφανώς λόγω της υποκοριστικής κατάληξης. Τέλος, δυο λέξεις που σημασιολογικά είναι ίσως πλησιέστερα στο ξεψώλι, το καβλοράπανο και ο πουτσομεζές, τείνουν πρωτίστως να βγάζουν γέλιο.

Το επιτατικό πρόθεμα ξε- δεν πρέπει να συγχέεται με το στερητικό ξε-. Το επιτατικό ξε- ενισχύει στο μάξιμουμ την σημασία του ρήματος που ακολουθεί, π.χ. ξεκουφαίνω, ξεσκίζω και ξεκωλώνομαι, ενώ το στερητικό ξε- την αναιρεί, π.χ. ξεβιδώνω, ξεπαγώνω και ξεβρακώνομαι.

- Πέρασε κι η Ντίνα ... με το ξεκωλτέ ως συνήθως κι έσερνε κι έναν μαύρο ... - Ασ' το, μωρέ, το ξεψώλι ... ποιος την γαμεί αυτήνα; - Ο μαύρος;;; (Και πάντως όχι εσύ, φιλάρα). - Άει γαμήσου, ρε μαλάκα ... εγώ φταίω που σου μιλάω ...

βλ. και μουνί, καυλόμουνο, αμαρτωλό, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σιωνισμός απετέλεσε εθνικοθρησκευτικό κίνημα που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα από τον Θεοδωρή Herzl με σκοπό την δημιουργία Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Μετά την ίδρυση του κράτους, σιωνιστές πλέον θεωρούνται όσοι υποστηρίζουν και προωθούν ενεργά τα συμφέροντα του Ισραήλ.

Στο μυαλό πολλών e-λληναράδων ωστόσο, οι σιωνιστές, παρέα με μασόνους, Illuminati, και τις λοιπές αντιδημοκρατικές δυνάμεις, αναπτύσσουν και εξαπολύουν επί 24ώρου βάσεως δόλια και νοσηρά σχέδια με σκοπό να πατάξουν παρασκηνιακά το Ελληνικό έθνος, τα χρηστά ήθη, την ελληνική γλώσσα, την ορθοδοξία, κλπ. Θεωρούν ότι η παγκόσμια και σκοτεινή αυτή συνωμοσία εβραίων κρύβεται πίσω από την τουρκοκρατία, την μικρασιατική καταστροφή, τον εμφύλιο, την χούντα, το κυπριακό, το μακεδονικό.

Η αντίληψη αποκτά ιονεσκικό χαρακτήρα καθώς αγριοχρίστιανοι e-λληναράδες κατηγορούν τους σιωνιστές ότι υποσκάπτουν την Ορθοδοξία, ενώ νεοπαγάνεςe-λληναράδες κατηγορούν τους σιωνιστές ότι μας επέβαλαν τον χριστιανισμό για να μας ευνουχίσουν.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι οι πραγματικοί σιωνιστές χέστηκαν πατόκορφα για όλα αυτά. Προτεραιότητα είναι να προασπίζονται τα συμφέροντα του Ισραήλ. Έστω όμως ότι μισούσαν τον Ελληνισμό: η καλύτερη στρατηγική τους θα ήταν μας αφήσουν σε αυτόματο πιλότο, καθώς κανείς άλλος δεν μπορεί να μας βγάζει τα μάτια με την δεξιότητα με την οποία βάζουμε αυτογκόλ!

«....η παρακμή των ελλήνων ιερεωνσε ένα κράτος που η κυβέρνηση του έχει υποταχθεί στο σιωνισμό και βρίσκεται σε μια γενικότερη παρακμή σε αυτή δυστυχώς θα πέσουν και κάποιοι ιερείς του Χριστού...» (απάντηση Χριστιανικού site σε νεοπαγάνες που κατηγορούν τον χριστιανισμό σαν δούρειο ίππο του σιωνισμού).

«..1959 Το σιωνιστικό σχέδιο της Κυπριακής Ανεξαρτησίας υπό την εγγύηση της ΤΟΥΡΚΙΑΣ, δηλαδή η συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου..» (από site)

«..το χρηματοδοτούμενο από τον Σόρρος σιωνιστικό ανθελληνικό και θολοκουλτουριάρικο blog...» (από site)

«..Το ακατασίγαστο μίσος που επί αιώνες ο σιωνισμός τρέφει για τον Ελληνισμό, βρήκε την αποκορύφωσή του κατά τη διεξαγωγή της Μικρασιατικής εκστρατείας...» (από site)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified