Further tags

Όχι το κυριολεκτικό του Dr. Scholl. Αν και εκτιμώ ότι από εκεί βγήκε ο χαρακτηρισμός για γυναίκα που φέρνει προς φρόκαλο, λάικα, γκαραζογκόμενα ή μπουζουκομούνι. Αυτή η ζάμπλουτη γλώσσα που μας χαρίζει απλόχερα χαρακτηρισμούς για το οτιδήποτε, μας δίνει το συγκεκριμένο ιδιαίτερα για την περίπτωση νεόπλουτων γυναικών που την έχουν δει μόνο επώνυμο αξεσουάρ /ρούχο / παπούτσι αλλά είναι μάλλον για go village, ρε....

Κατ' άλλους, τσόκαρο είναι απλά η εκνευριστική γκόμενα, όπως εκνευριστικό είναι και το ηχητικό φόντο του συνώνυμου υποδήματος που φέρνει αναπόφευκτα την ιαχή έτσι να κάνει ο κώλος σου! σ' όσους είναι κοντά.

- Έτσι που λες Μερόπη μου. Μα να μην έχει Prada και Dolce... Τι το κρατάς ανοικτό το ρημάδι τότε κυρά μου; Και τι περιμένεις να πάρει ο κόσμος δηλαδή;
- (ναι, είχες και στο χωριό σου Πράντα και σου 'λειψε, τσόκαρο...)
- Τι είπες Μερόπη μου;
- Λέω: Πώς δε σου είπε να πάρεις κανένα τσόκαρο...
- Αααα...

Το κυριολεκτικό για να μη θίξω υπολήψεις. Παρακαλούνται οι συνήθεις ύποπτοι μιντιάδες να το κάνουν αντ\' εμού;) (από acg, 30/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Ζάρπα είναι ένας ενδημικός χανιώτικος τρόπος κραξίματος και γιούχας, ο οποίος συνίσταται στην απομίμηση ήχου κλανιάς μάλλον κομπολογάτης και η οποία επιτυγχάνεται με τον κατάλληλο πλαταγισμό των χειλέων στο ψαχνό του βραχίονα, ώστε να προκύψει ο χαρακτηριστικός ήχος από τον εκπνεόμενο αέρα*.

Η ζάρπα συνοδεύει την ελαφράς ή βαριάς μορφής δημόσια διαπόμπευση και είναι εξαιρετικά δημοφιλής ειδικά στα γυμνάσια και λύκεια της πόλης, ενώ σε μεγαλύτερες ηλικίες και δημοσίως είναι αρκετά βαριά προσβολή - πχ προς πολιτικά πρόσωπα, και γενικά περίγελους.

Η ζάρπα συνοδεύεται από την ιαχή «ιντά ναιαιαιαι...+ το όνομα του ξεφωνιζομένου» (τι κάνεις, πώς είσαι έτσι, πας καλά κλπ....). Μια πετυχημένη ζάρπα μπορεί να είναι αποτέλεσμα εξάσκησης** αλλά και ταλέντου, μπορεί να είναι και πραγματικά εκκωφαντική, αλλά και να διαρκέσει αρκετά δευτερόλεπτα, σε σημείο να ψάχνει ο κόσμος αν έσκασε λάστιχο ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Ειδικά στις περιπτώσεις που τρώει κανείς ζάρπα χωρίς ο δράστης να αποκαλύπτεται και με τους άλλους να γελάνε το θύμα νιώθει τρελή αμηχανία. Η λέξη πρέπει να είναι ηχοποίητη. Αν κανείς γνώστης έχει όρεξη για ηχητικό δείγμα, θα προσφέρει υπηρεσία...

  • κατά άλλους, γίνεται και βάζοντας το χέρι γροθιά μπροστά από το στόμα και ενώ φυσώντας μέσα στην γροθιά ανοίγουμε σιγά σιγά την παλάμη. Προσωπικά δεν το θεωρώ σωστό, έστω κι αν ηχητικά το αποτέλεσμα είναι παραπλήσιο.

** Λόγου χάρη, η σωστή ζάρπα πρέπει να γίνεται με σχεδόν ακαριαία επαφή των χειλιών με τον βραχίονα, εκτός κι αν ο στόχος είναι η διάρκεια...

  1. Έσκασε ο λαλάκης με κουστουμιά στο καφενείο και έφαγε μια ζάρπα που ψαχνότανε....

  2. - Ο Πίπης είναι ταλεντάρα ρε συ, έχει κάτι χείλια....
    - Τι λες ρε μαλάκα για το κοπέλι;
    - Στη ζάρπα ρε άκυρε, βροντές βγάζει ο κερατάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σύγχρονους πολυθεϊστές, εκ του «παγανιστές», οι οποίοι τον τελευταίο καιρό πραγματοποιούν πανηγυρικό comeback. Ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιήθηκε αρχικά με υποτιμητική διάθεση, αλλά πολλοί παγάνες πλέον χρησιμοποιούν την λέξη με το ίδιο πνεύμα που οι μελαψοί αγγλοσάξονες των ΗΠΑ αποκαλούν αλλήλους my nigger.

Στην χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα υπάρχουν πολλές συνομοταξίες από παγάνες, καλύπτοντας όλο το φάσμα της πολιτικής και των ψυχοσωματικών δυσλειτουργιών. Κοινός παρανομαστής είναι η απόρριψη του Ιουδαιοχριστιανισμού και η πεποίθηση ότι εάν κάποιοι δεν είχαν φάει μπαμπέσικα τον Ιουλιανό θα ζούσαμε σε ένα καλύτερο κόσμο.

Υπάρχουν οι παρακάτω κύριες κατηγορίες:

϶ϵ Παγάνες για δέσιμο: πρόκειται για την πλέον παρανοϊκή υποκατηγορία, καθώς πιστεύουν ότι οι Έλληνες και οι «θεοί τους» κατάγονται από τον Σείριο και ότι από την αρχαιότητα τα μέλη της μυστικής Ομάδας Ε διεξάγουν ένα συνεχές παρασκηνιακό πόλεμο με τους Σιωνιστές, οι οποίοι είναι περίπου όπως οι Romulans του Star Trek. Οι εν λόγω παγάνες έχουν δανειστεί πολλά από τους Σιεντολόγους, αλλά δυστυχώς για αυτούς, ο άρτι αποδημήσας εις Σείριον εμπνευστής τους Ανέστης Κεραμυδάς στερείτο της επιχειρηματικής οξυδέρκειας ενός L. Ron Hubbard και δεν κατάφερε να οργανωθεί αντίσοιχα. Έτσι, οι εν λόγω παγάνες βγάζουν ψίχουλα γυρολογώντας βιβλία σε κυρα-περμαθούλες αντί να απολαμβάνουν τις πιο χοντρές μπάζες μιας οργανωμένης θρησκείας.

卐 Παγάνες που θέλουν να μας δέσουν: πρόκειται για μετάλλαξη ακροδεξιών σκινιών που εμπνέονται περισσότερο από την βορειοευρωπαϊκή μυθολογία παρά από το δωδεκάθεο, και αυτοηδονίζονται ακούγοντας Βάγκνερ και προσβλέποντας στην σαπουνοποίηση ως χόμπι. Φέρουν πολύ βαριά το γεγονός ότι κοντινοί τους ομοϊδεάτες κυβέρνησαν την χώρα χρησιμοποιώντας το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών».

✇ Φωτορεαλιστικοί Παγάνες: πρόκειται για παγάνες που ειλικρινά επιχειρούν να αναπλάσουν την «πατρώα θρησκεία». Μερικοί συμμετέχουν σε τελετές στον Όλυμπο φορώντας χλαμύδες προσφέροντας σπονδές και θυσίες στους θεούς. Με δικαστικούς αγώνες και προσφυγές πέτυχαν την αναγνώριση του δωδεκαθεϊσμού ως «γνωστής θρησκείας» από το κράτος. Ίσως αυτή να είναι και η αχίλλειος πτέρνα τους, καθώς στη προσπάθειά να οργανωθούν πράττουν τα πεπατημένα καραγκιοζιλίκια άλλων οργανωμένων θρησκειών, ιδρύοντας αλληλοαφοριζόμενες οργανώσεις και γκρουπούσκουλα. Οι εν λόγω παγάνες έχουν κατηγορηθεί για γραφικότητα και κιτσοσύνη, αλλά ποιος, με το χέρι στη καρδιά, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι περισσότερο ή λιγότερο γελοίοι από οποιαδήποτε άλλη οργανωμένη θρησκεία;

☯ Φιστικοπαγάνες: ταλαιπωρήθηκαν στα παιδικά τους χρόνια καθώς η μαμά τους κοινωνούσε κάθε Κυριακή και η γιαγιά τους έσερνε γονυπετείς στην Τήνο για προσκύνημα. Ξεσπούν λοιπόν αποτασσόμενοι την ταλαιπωρία του χριστιανισμού, αλλά κάνουν καλού κακού τον σταυρό τους όταν τα βρούνε σκούρα. Λένε για τους αρχιτέκτονες ότι δεν είχαν τα αρχίδια να γίνουν μηχανικοί, αλλά ούτε και την πουστιά να γίνουν διακοσμητές. Οι φιστικοπαγάνες είναι κάπως έτσι: δεν έχουν το σθένος να δηλώσουν άθεοι, αλλά ούτε και την περιπετειώδη διάθεση να φορέσουν χλαμύδες, μη γίνουν και ρόμπες.

❀ Ρομαντικοπαγάνες: διακατέχονται από φιλο-φιλελληνικό πνεύμα, και προσεγγίζουν την θρησκεία πάντα υπό φιλοσοφικό πρίσμα. Διαβάζουν Κέλσο, Ιουλιανό, Τρύφωνα Ολύμπιο, Μάριο Βερέττα. Ανάλογα με τον πολιτικό τους προσανατολισμό (πολλοί είναι πρώην αριστεροί, άλλοι e-λληναράδες) αγοράζουν έντυπα όπως ΔΙΙΠΕΤΕΣ, ΔΑΥΛΟΣ, ΙΧΩΡ, κα. Δεν συμμετέχουν σε σπονδές όπως οι φωτορεαλιστικοί, αλλά συνήθως δεν πράττουν οπορτουνιστικά όπως οι φιστικοπαγάνες.

϶†ϵ Χριστιανοφιστικοπαγάνες (άκα Λίγο Χριστό, λίγο απ' ό): Πρόκειται για αυτομισούμενους χριστιανούς του απορρίπτουν την Παλαιά Διαθήκη ως σιωνιστική, αλλά ασπάζονται την Καινή Διαθήκη και τον Χριστό, τον οποίο θεωρούν Έλληνα και θύμα του σιωνισμού, και συνεχιστή της «πατρώας Θρησκεία» του δωδεκαθέου με ελάχιστες εκσυγχρονιστικές αλλαγές (πχ ο Ποσειδώνας γίνεται Άγιος Νικόλαος, κλπ). Υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς ήταν ελληνάρας, ο καρπός του έρωτα της Μαρίας με κάποιον Ελληνορωμαίο στρατιώτη ονόματι Πάνθηρα (παραθέτοντας κείμενα του Κέλσου και του Ιώσηπου). Παγαποντοπαγάνες αυτής της κατηγορίας προέρχονται κυρίως από τον ακροδεξιό χώρο (Πλεύρης, Γεωργαλάς, κα).

ΟΣΟ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΒΡΕ ΠΑΓΑΝΑ, ΠΡΟΣΕΧΕ ΚΑΛΑ ΓΙΑ ΘΑ ΣΤΕΙΛΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΩΤΙΑ ΝΑ ΣΕ ΚΑΨΕΙ..... (Παραλήρημα αγριοχρίστιανου από Blog).

Φιλάτε ακόμη την ΕΙΚΟΝΑ της παναγρίας σας που μύρισε τον κρίνο; Ρινικός έρωτας δεν είναι αυτό; Μη μου πάθετε κανέναν έρπη από τα πολλά φιλήματα σε πανάγρια αιδοία, πόδια κλπ. Μα να φιλάτε και ψάρια; ΙΧΘΕΙΣ; Αυτό πια παραείναι ανωμαλία. Εμάς ρε αποκαλείτε παγάνες; Για δοκιμάστε να πηδήξετε την αφροδίτη. Θα σας στραβώσει το πέος από το μάρμαρο. Μία εικονίτσα όμως, της κάνουμε μία τρύπα στην στοματική κοιλότητα, μία στο κωλαράκι και άμα δεν μας κάνει το θαύμα της δίνουμε και καταλαβαίνει. Άμα δεν της άρεσε, θα μας έκανε τις χάρες. Αφού δεν μας τις κάνει, της αρέσει. Και θα φωνάζει ο έμπορος από κάτω με το τρίκυκλο: «Ο Ψ(ωλ)αράαααςςς. Ιχθείιιιιιςςς!!!!!!!!» (Παραλήρημα Παγάνα από Blog).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη στρατιωτική ορολογία, ο φαντάρος θαλαμάρχης. Επειδή αυτός είναι υπεύθυνος για την καθαριότητα και την τάξη στο θάλαμο ή είναι αυτός που στρώνει (που + στρώνει) τα κρεβάτια για να μην φάει καμπάνα, ή ένα πουστρόνι που χώνει άλλους να το κάνουν!!!

- Άσε, με κάνανε πουστρόνι στο λόχο και πρέπει να τον έχω προβλεπέ! Αλλιώς την πούτσισα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για πονηρά κωδικοποιημένο σλανγκ εποχής που σού επέτρεπε να αποκαλέσεις κάποιον πούστη χωρίς να μπορεί να σε μηνύσει για λίβελο.

Η πατρότητα της έκφρασης ανήκει στον δημοσιογράφο Γεώργιο Πωπ, εκδότη της εφημερίδας Αθήναι, ο οποίος σε κάποια προπολεμική φλογομαχία με αντίπαλο έντυπο έγραψε:

«τοιούτον άρθρον δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις»

Δηλαδή, «αυτό το άρθρο δεν διανοήθηκε να το γράψει ούτε νους, ούτε χέρι, αλλά πόδι».

Την έκφραση αυτή ανέσυρε απ’ την λήθη ο βολευτής Μ. Κεφαλογιάννης ο οποίος την εξαπέλυσε στον δημοσιοκάφρο Θέμο Αναστασιάδη με αφορμή κράξιμο που δέχτηκε μπουμπούκι-συνεργάτης του από το «Πρώτο Θέμα».

Στα πλαίσια βέβαια της ανικανότητας που τον διακρίνει, ο ανιστόρητος Κεφαλογιάννης απέδωσε την έκφραση στον Σπυρο Μελά. Ερωτηθείς από τον Νίκο Ευαγγελάτο εάν η χρήση τέτοιας έκφρασης συνάδει με το δόγμα του «σεμνά και ταπεινά» της κυβέρνησης, εκείνος το γάμησε και ψόφησε λέγοντας ότι εννοούσε ότι επίμαχο άρθρο ήταν «γραμμένο στο πόδι».

Ο Θέμος Αναστασιάδης, έκδοτης της εφημερίδας «Το Πρώτο Θέμα» απαντώντας στο «πους τις» του κυρίου Κεφαλογιάννη είπε χαρακτηριστικά: «του επιστρέφουμε το χαρακτηρισμό με όποια ορθογραφία του αρέσει...» (από ιστιοσελίδα)

Τοιούτον τοιούτ δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις. (από σφυρίζων, 18/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ρούχο ή αντικείμενο ευτελούς ποιότητας.
  2. Άτομο κατεστραμμένο.
  1. Σιγά μην δώσω 30 ευρώ για ένα ξεφτιλίκι!
  2. Πήρες τηλέφωνο το ξεφτιλίκι να μαζευτεί στο σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατ' εξοχήν ασχολία του μπινέ (εκ του τουρκικού binmek (=«καβαλικεύω»), του ωραίου αυτού τυπάκου που και τον παίρνει και τον δίνει (πονάς Μανωλιό; πονάνε ρε τα παληκάρια;). Αυτή η απρόβλεπτη συμπεριφορά του μεταφορικά περιγράφει εκείνες τις αψυχολόγητα κακές ενέργειες που κάνει κάποιος και δεν ξέρουμε από πού μας ήρθε.

Στην σχετική κλίμακα μέτρησης μεγέθους τοιούτων συμπεριφορών, η μπινιά κατέχει περίοπτη θέση, πάνω από την πουστιά, την πουτανιά που περιέργως δεν υπάρχει ακόμη καταγεγραμμένη και τέλος την πουτινιά, με την αυτή φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας.

- Δεν το περίμενα αυτό ρε πούστη μου... - Ε, είσαι μαλάκας. Φαινόταν απ' την αρχή ρε Πέρι.
- Μα να μου κάνει τέτοια μπινιά η Λίλιαν; Η Λίλιαν;
- Ναι ρε σκατόγερε, σιγά μη καθόταν κι άλλο το μωρό με τη μούρη σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αυτή τη φράση ο ομιλών δεν δείχνει ειλικρινές ενδιαφέρον για τις σεξουαλικές ρουτίνες του συνομιλητή του, απλά του λέει να πα να γαμηθεί με ένα κάπως πιο εύσχημο τρόπο (η ερώτηση λέγεται συνήθως - αλλά όχι πάντα - με προσποιητό φιλικό τόνο, και μπορεί να ξεκινά με το «και δε μου λες...» ή το «για λέγε τώρα...»). Υπήρξε δημοφιλής κάποτε αλλά έχω να το ακούσω χρόνια. Τόσα πολλά που μαζί με τη φράση συνειρμικά μου έρχεται κι εκείνο το άλλο το ωραίο, το μαλακιστήρι ... ίσως και το μαλακισμένε/-η!

- Μωρή μαλακισμένη, σ' έχουνε γαμήσει τέτοια ώρα;
- Γιατί, τι ώρα είναι;
- Κατάλαβα, πέσαμε σε επαγγελματία....

Και βέβαια ανάλογα τι ώρα είναι. (από Galadriel, 25/02/09)(από Khan, 19/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χώνεται, ο καταφερτζής, ο βυσματάκιας. Ο όρος παραμένει πάντα στο θηλυκό, άσχετα από το αν αφορά γυναίκες ή άντρες. Συνήθως δε, χρησιμοποιείται για άντρες. Είναι πιο βαριά κατηγόρια για έναν άντρα να τον πεις χώστρα παρά χώστη. Προσδίδει κάτι από πουστιά ή από πουτανιά στις πράξεις και στον χαρακτήρα του.

- Το ξέρεις ότι ο Νάσος δουλεύει τώρα στην εκπομπή του Θ.
- Ε καλά, τί περίμενες, είναι μια χώστρα αυτός...

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά λέξη-ήχος, υποτιμητικός χαρακτηρισμός. Μπούας είναι ο μαλακάκος, ο μπούμπης, ο μπούλης. Περιγράφει δηλαδή έναν ακαθόριστα αρνητικό τύπο ανθρώπου, κάπως χοντροκομμένο στις κινήσεις του ή στα λόγια ή στην εμφάνιση ή σε όλα αυτά μαζί.

- Χθες είχαμε μύτινγκ...
- Ποιοι είχατε μαζευτεί;
- Όλη η παρέα και δυο-τρεις άσχετοι. Ήρθε κι αυτός ο μπούας ο Βασίλης.
- Καλά έκανα και έκατσα σπίτι για σάπινγκ.

Όταν μεγαλώσω θα ΄γίνω μπούας και πρωθυπουργός! (από Vrastaman, 10/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified