Further tags

Κωλόχερο κυριολεκτικό:

Tο χέρι που μπαίνει στον κώλο (ντρέπομαι, αλλά πώς αλλιώς να το εκφράσω). Μπορεί να σημαίνει και το απλό πιάσιμο κώλου με την καλή την έννοια, αλλά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο όρος ταυτίζεται με το «κωλοδάχτυλο», δηλαδή το δάχτυλο που μπαίνει στον κώλο (αλήθεια ντρέπομαι, αλλά παστοδιάλο).

Κωλόχερο μεταφορικό :

  • Με την μορφή χειρονομίας: Διαμαρτυρία, έντονη αντίθεση, εδώ ο όρος συμπίπτει με τον αντίστοιχο μεταφορικό του «κωλοδάχτυλου». Άμα το σηκώσεις μπροστά στην μούρη του αλλουνού ή και από απόσταση, εκφράζεις έναν σαφέστατο υπαινιγμό ότι τον έχεις για τον μπέο, πράγμα κάπως προσβλητικό αν το σκεφτεί κανείς.
  • Συνήθης χρήση ως δριμεία παρατήρηση, έντονη κατηγόρια, κατσάδιασμα, ξεχέσιμο, ρομπατσίνα. Σαν να λέμε, «βάζω κωλόχερο» θα πει, επικρίνω σε επίπεδο προσβολής, πατάω χέσιμο σε κάποιον.
  • Αθλητικά: το κωλόφαρδο χέρι που χώνει τρίποντα στο μπάσκετ από την αντίπαλη ρακέτα, που διαλέγει το σωστό αντίπαλο στην κλήρωση του champions league, που γενικώς εκφράζει φάρδος, αλλά και, ενίοτε, ικανότητες.

Σχετικό λήμμα: στον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα.

*Asist: Hank από ΔΠ* :)

Κυριολεκτικόν: Τον ανδρισμό δεν τον ορίζει ούτε αυτό που έχει το αρσενικό ανάμεσα στα σκέλια του, ούτε ο πρωκτός του, ούτε το αν θα με αφήσει να του βάλω ένα απλό κι αθώο κωλόχερο. Έχω μία φίλη, που όταν περνώντας ο άντρας της από δίπλα της του βάζει κωλόχερο, εκείνος την στραβοκοιτάζει και της λέει «τι με πέρασες μωρή; Αδερφή;»

Κατσάδιασμα #1: Τελικά το χούι δεν κόβετε, δεν φτάνει που το έκανε πέρυσι και έφαγε κωλόχερο από την Victoria, αλλά το ξαναέκανε και φέτος. Ό λόγος βέβαια γι’ αυτόν τον αλητήριο τον David Beckham. Ο οποίος τάχα μου πήγε να δει τους LA Lakers στον αγώνα με τους Portland Trailblazers, και σε κάθε ευκαιρία δεν έπαιρνε τα μάτια του πάνω από τα κοριτσάκια που κάνουν cheerleading για την ομάδα των Lakers.

Κατσάδιασμα #2: Απλά μου τη σπάει απίστευτα το στυλάκι που έχουν κάποιοι στα discussions της apple, όπου απελπισμένοι άνθρωποι που ξέρουν πολύ λίγα πράγματα από υπολογιστές, ζητούν βοήθεια και αντί για βοήθεια τρώνε κωλόχερο επειδή έκαναν post σε λάθος thread...

Διαμαρτυρία:Τώρα που το σκέφτομαι θα βόλευε πολύ καλύτερα αν μεταμορφωνόμουν σε τεράστιο κωλόχερο, ναι, ένα τεράστιο κωλόχερο που θα περπατάει στη πόλη, ένα τεράστιο κωλόχερο αφιερωμένο στην ασχήμια και τη βρωμιά της, στο μίζερο ουρανό και τους σκοτεινούς κατοίκους της, στο καταθλιπτικό παρόν και στο γκρίζο μέλλον της, στην αδιαφορία και τον σταρχιδισμό της, στη τερατοφιλία και το μαζοχισμό της.

Αθλητικό: Τί κωλόχερο είχε ρε παιδιά!!!Απ’ όπου κι αν σηκωνόταν,μέσα ήταν!!Αλλά θα μου πεις,όταν αφήνεις Σέρβο να σουτάρει ελεύθερος,τότε το “πλεκτό” θα κουνηθεί!!!!

Mes: θα μας κάψει ο θεός μ αυτα που λετε! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση δεν απευθύνεται κατ' ανάγκη προς άτομα που τον παίρνουν κι απ' τ' αυτιά. Είναι ένας λεπταίσθητος τρόπος να διαμαρτυρηθείς για την μπουνταλάδικη μειωμένη ακουστική αντίληψη του συνομιλητή σου, ιδίως στην περίπτωση που η προσπάθεια χαμηλόφωνης επικοινωνίας σε κρίσιμο ζήτημα αποτυγχάνει επανειλημμένα.

Συνώνυμη φράση: βγάλε τα γράσα απ' τα αυτιά.

Ηχηρή (...) βρισιά γιατί θίγει σωματικό έλλειμμα του υβριζομένου - όπως μας μαθαίνανε να πραγματολογούμε και τον Οιδίποδα στο σχολειό (τη φάση που λέει ο Οιδίποδας στον Τειρεσία «τυφλός τα τ' ώτα, τον τε νουν, τα τ' όμματ' ει»).

- (χαμηλόφωνα) Κόψ' τις ρε φίλε που σηκώνονται να πάνε στη μπάρα και καλά...
- Τι;
- Πίσω σου ρε μαλάκα λέω, πάνε...
- Τι μου λες ρε μαλάκα....
- Ε γαμώ τ' αυτιά σου ρε Κρέοντα...

(από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιλούμε μεταφορικά, εννοείται.

Μεταφορικά, λοιπόν, ο πορδορούφας είναι ο τέλειος κόλακας, ο μαιτρ γλειψιματίας - ή, ο απόλυτος φαν. Δεν έχει σημασία ότι το αφεντικό (ή το ίνδαλμα) δεν μιλάει, κλάνει, δεν έχει σημασία τι μπόχα αναδύεται - ο τύπος είναι εκεί, μισό μέτρο απ' τον κρυωμένο κώλο που τις αμολάει και ρουφάει τα πάντα - προσκυνώ την πορδούλα σου, πρόεδρε! Και δεν μιλάμε για πορδούλες ευαίσθητες, μιλάμε για κατά ρυπάς κλανίδια ή για γιουσούφια βρωμερά και τρισάθλια.

Πρώτος ξάδερφος του ρουφοκλάνη και τακίμι του κωλογλείφτη.

Τη λέξη την συνάντησα πρώτη φορά, φορ ρήαλ, ως παρατσούκλι σε χωριά - ο τάδε ο πορδορούφας.

- Ρε μαλάκα, δεν πάει αυτό το πράμα ... μας φλόμωσε ο άλλος στην παπαριά κι ο δικός σου ο πορδορούφας αντί ν' αφήσει κάνα χριστιανό να μιλήσει ... «μάλιστα, έχετε δίκιο, δεν το είχαμε σκεφτεί αυτό» και «παιδιά, έτσι όπως τα λέει ο κύριος περιφερειακός είναι» και κολοκύθια τούμπανα ... άι σιχτίρ δηλαδή ...

Got a better definition? Add it!

Published

Αδιαφορώ για τα παράπονά σας ή την εν γένει στάση σας απέναντι σε οποιαδήποτε επιλογή μου, ακόμη κι αν αυτή έχει άμεσα αρνητικό αποτέλεσμα στην ζωή σας.

Σε ενοχλεί ο σκύλος μου που γαυγίζει όλη νύχτα; Στ'αρχίδια μου σε γράφω και κάνω τον ζωγράφο.

(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 02/09/13)(από GATZMAN, 09/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καθιέρωσε ο Λαζόπουλος ως γύφτος. Είναι το «γαμώτη- γαμώτο» με λίγα τακ ξενική ή γιούφτικη προφορά. Σε σχέση με το απλό γαμώτο (που δεν έχει καταχωρισθεί!!!), το οποίο είναι πια πασπαρτού και άχρωμο, το «γκαμώτη» δηλώνει λίγο περισσότερο οργή- αγανάκτηση, φιλτραρισμένη όμως με αυτοσαρκασμό στο στυλ του πλάκα κάνω!

Ποιος μου κουλούριασε πάλι το λήμμα, γκαμώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στην Καρπενησιώτικη διάλεκτο. Απαντάται σε ολόκληρο τον νομό Ευρυτανίας με αυξητική τάση στον πληθυσμό του.

Αϊα!! Πάλι μέθυσε ο βροντάρας!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις στη πραγματική τους διάσταση. Μπερδέυει ανόμοια πράγματα, έχει μειωμένη αντίληψη και γενικά δεν συμπεριφέρεται λογικά.

- Ρε, χτες είδα το Γιάννη, ήταν στο δρόμο με μία μηχανή ενώ έβρεχε. Καλά, αυτός δεν έχει αυτοκίνητο;
- Έχει ρε, αλλά αφού σου 'χω πει, το παιδί το 'χει πούτσα το κεφάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέποντας ένα σχόλιο που είχε γίνει πιο πριν πήρα το θάρρος να γράψω γι' αυτό το μελανό σημείο στην ιστορία του μέταλ.

Χωρίς πολλά πολλά θα πρέπει να πούμε ότι ο Dave Mustaine ήταν παμπάλαιο μέλος του συγκροτήματος Metallica. Τώρα είναι στους Megadeth.

Χρησιμοποιείται κυρίως ως βρισιά και αναφέρεται σε κάποιον που είναι ζηλιάρης και προκομπλεξικός. Νομίζει ότι είναι τα πάντα και ότι μετά από αυτόοον το χάααος, το τίποτα... Σε φάσεις π.χ. όπως μια ομαδική εργασία, ο Ντέιβ Μαστέιν της παρέας γυρνάει παντού και λέει «Εγώ την έκανα μόνος μου» και «εγώ ήμουν ο βασικός πυρήνας της εργασίας» και ΤΚ9... Στην ουσία παίζει να ήταν και το παιδί για τα νερά...

Αγαπημένες φράσεις: ΕΓΩ, εμένα, μου, με αδίκησαν, είμαι, έκανα, είπα...

- Εγώ έκανα τα πάντα στο γκρουπάκι αυτό. Εγώ, εγώ, εγώ... πριν μου δώσουν το εισιτήριο στο χέρι, είχα πηδήξει τη γκόμενα του αντικαταστάτη μου χαχαχαχαχαχαχα...
- Άσε ρε Μαστέιν τις μπούρδες, αφού δεν ήξερες καν ποιος θα σε αντικαθιστούσε...

(από poniroskylo, 22/05/09):) (από mariahomorfi, 30/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντοπιολαλιά του θεσσαλικού κάμπου (Τρίκαλα, Καρδίτσα κλπ). Βλάκας, βλακέντιος, ζουλάπι, βλακόμετρο, πυροβολημένος. Οι τρικαλινοί κράζουν ως γκαφάλια τους καρδιτσ(ι)ώτες και τανάπαλιν. Συνηθισμένες αβρότητες μεταξύ κοντοχωριανών.

- Μιλήσατε με το Γιωργάκη;
- Τι να σε πω ρε φιλλλαράκι, ο τύπος είναι ντιπ καταντίπ γκαφάλ(ι) μλάμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του μπαμπόγρια.

Γυναίκα (κάποιας ηλικίας, ή όχι) που η εμφάνιση της θυμίζει γριά και άσχημη...

Ο χαρακτηρισμός συνήθως δίνεται, από έφηβες απευθυνόμενος απαξιωτικά σε αρκετά μεγαλύτερες γυναίκες, που ο χρόνος έχει αφήσει έντονα τα σημάδια του και που, λόγω ηλικίας κυρίως, έχει χαθεί η φρεσκάδα της πρώτης τους νιότης.

α) 2 δεκαεφτάχρονες στη στάση του λεωφορείου:
-Μωρή, κοίτα την την κωλόγρια, ούτε που μπορεί να σταθεί όρθια...
-Καλά, σου λέω ότι είναι με το ένα πόδι στο τάφο η μπάμπω...

β) Μαμά: Μαράκι μου πως ήταν η νέα σας φιλόλογος;
Κόρη: Tι... νέα ρε μάνα, παίρνεις τίποτα ληγμένα; Σαν μούμια ήταν η μπάμπω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified