Further tags

Το καλό κορίτσι που δεν φέρνει ποτέ αντίρρηση και ωσεκτουτού τα πηδάει όλα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός.

- Γιατί είσαι ρε μαλάκα σ' αυτά τα χάλια;
- Άσε, χώρισα με την Μπέτυ...
- Γιατί ρε μαλάκα, καλό κορίτσι ήτανε.
- Άσε με ρε φίλε με την πηδιόλα, μόνο εσύ δεν την έχεις περάσει.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με την στενότερη ερμηνεία του όρου, δημοσιοκάφρος είναι ο άπληστος συντάκτης, κίτρινος εκδότης, ή τηλεδολοφόνος εισαγγελάτος ο οποίος πουλάει φτηνό εντυπωσιασμό στο βωμό του κέρδους, αψηφώντας τις παράπλευρες συνέπειες και τον ανθρώπινο πόνο που τα ρεπορτάζ του προκαλούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σχολή Μ. Τριανταφυλλόπουλου.

  2. Με την ευρύτερη έννοια, ο όρος περιλαμβάνει σύσσωμο το δημοσιογραφικό «λειτούργημα» στην Ελλάδα, μηδέ των σοβαροφανών δημοσιογράφων τύπου Παπαχελά και Τέλλογλου εξαιρουμένων

Η πατρότητα ανήκει στον Τζιμάκο Πανούση ο οποίος προ δεκαετίας και βάλε έδωσε την ιστορική παράσταση με τίτλο Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιοκάφροι.

Φουκαράδες δημοσιοκάφροι. Πριν καιρό ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μας έλεγε ότι «αναγκάστηκε» να αγοράσει βίλα στην Εκάλη (μια περιοχή «με φτωχούς κατοίκους και πλούσιους κερατάδες» όπως την χαρακτήρισε) για να είναι κοντά στα «άρρωστα πεθερικά του». (από Blog)

Q. Μέγας δημοσιοκαφρος με σκατονομα κι Αλτσχαιμερ:
A. Ν. Κακαουνακης!

Q. Μεγας δημοσιοκαφρος που θυμιζει γυναικειο εσωρουχο:
A. Γ. Τραγκας!

(από Blog)

Έλα μωρέ το θέμα με τους ΕΜΟ κλπ. είναι μια μπούρδα που τη φούσκωσαν οι δημοσιοκάφροι. (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρυσιά - όχι πολύ βαριά - σε περιπτώσεις που θέλεις να αποφύγεις χριστοπαναγiες.

-Δεν έρχομαι μαζί σου. Bαριέμαι...!
-Της θειας σου το μπουγαδοκόφινο...!

παρακαλώ το ορθογραφικό να μην διορθωθεί (από jesus, 29/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).

Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.

Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».

Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».

Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.

Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).

Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».

1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!

2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!

3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!

4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια. - Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια παραδοσιακή ύβρις από Κρήτη (Χανιά μεριά) που διαδόθηκε έναν καιρό από την ύπαιθρο στην πόλη μέσα από τη γνωστή οδό η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί ως
«τ' ακούω στο χωριό μου, το λέω στο σχολειό μου»
η οποία είναι νομίζω πολύ συνήθης για τις σλανγκ των επαρχιακών πόλεων.

Κυριολεκτικά σημαίνει: «άντε στο διάολο για να ξέρω που σε έχω [τοποθετήσει, αφήσει, εντοπίσει]»...

- Ουσιαστικά είναι μια φράση που χρησιμοποιείται για να μειωθεί κάπως η ένταση της αποστολής κάποιου στο διάολο μέσα α. από το γεγονός ότι σε στέλνω στο διάολο όχι για άλλο λόγο, παρά μόνο χρηστικά για να ξέρω πού βρίσκεσαι τοπικά, πού συχνάζεις....
β. από το γεγονός ότι, για να χρησιμοποιώ τον διάολο ως αποθηκευτικό μου χώρο, παναπεί πως κι εγώ τα ξέρω τα κατατόπια, είμαι δλδ κι εγώ διαολοσταλμένος ουκ ολίγες...
- Καμιά φορά λέγεται και σε 2 χρόνους δηλαδή «άμε στο διάολο [παύση] να κατέω που σ' έω«, και τότε πραγματικά έχει στόχο να ελαφρύνει λίγο το πράμα, δλδ να τονίσει ότι σε στέλνω στο διάολο καθαρά για λόγους γεωεντοπισμού.
- Από την άλλη όμως, το ότι με τη βρισιά αντιμετωπίζεις τον άλλο ως αντικείμενο ή και ζώο που το πας, το φέρνεις και το αποθηκεύεις, κάνει τη φράση αρκετά ηχηρή βρισιά....

- Μανώλη, σου βάλε απουσία ο Ρακοκαζανάκης...
- Κι εσύ ρε τσίρακα γιατί την έγραψες...
- Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς γιατί το υπογράφει αμέσως...
- Ο μπεκρής ρε μαλάκα; Τ' αρχίδια του ελέγχει... απουσιολόγε, άμε στο διάολο... άμε στο διάολο να κατέω που σ' έω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι αυτός που μεταμφιέζεται στις απόκριες. Αυτός που χρησιμοποιώντας μάσκα και αμφίεση (μασκαριλίκια) αποκρύπτει ή μεταβάλλει την πραγματική του ταυτότητα για να σατιρίσει πρόσωπα και καταστάσεις, να προκαλέσει γέλιο ή απλά να συμβαδίσει με τα έθιμα των ημερών.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για τον γελοίο στην εμφάνιση αλλά κυρίως στη συμπεριφορά. Στη δεύτερη περίπτωση αποτελεί ύβρη για άνθρωπο (;) αναξιόπιστο, απατεώνα, λαμόγιο. Για κάποιον που είτε με φαρισαϊκά σχήματα ή με πουστιές προσπαθεί να αποσπάσει εμμέσως τα επιδιωκόμενα και να οδηγήσει τις καταστάσεις προς όφελός του, υποβιβάζοντας τη νοημοσύνη των άλλων.

Η βρισιά είναι κλασική και από τις προσφιλέστερες που πολύ εύστοχα χρησιμοποιεί ο λαός για να αποκαλεί ή να χαρακτηρίζει τους πολιτικούς που ο ίδιος επιλέγει (έτερον εκάτερον) να τον εκπροσωπούν και να τον κυβερνούν.

  1. Από στίχους των Active Member:

Και να σου πάλι η αφεντιά σου στο βήμα και είναι κρίμα
επαναστάτης να μην τα λέει όλα χύμα
με το κοινό από κάτω να γελάει ευχαριστημένο
να ακούει αυτά που θέλει από κομπάρσο πουλημένο
μασκαρά, φουκαρά, ποπολάρο, ξεχασμένο,
αναγεννημένο, με υποβολέα κρυμμένο
που 'χει μπερδέψει χαρτιά από σενάριο πειραγμένο,
μα δεν γαμιέται, άλλο ένα παιχνίδι στημένο.

  1. Οι στίχοι του «Γκρέκο Μασκαρά» από τον Γιάννη Μηλιώκα:

Τσίρκο, παράγκα, φίρμα γκρέκα
τέμπο, μουργέλα, αγγαρεία
γκράντε μαέστρο καλαμπόρτζο
ράτσα μπαρούφα, ομελέτα, ιστορία
γκράντε μαέστρο καλαμπόρτζο
ράτσα μπαρούφα, ομελέτα, ιστορία

Μασκαρά, γκρέκο μασκαρά
μασκαρά, γκρέκο μασκαρά

Μάτσο αμάκα καπιτάλε
σκάρτο, τανάλια, πολιτσία
φράγκο, ρεζέρβα, φαλιμέντο
περκέ μαντζάρε σοσιαλίστε κομπανία
φράγκο, ρεζέρβα, φαλιμέντο
περκέ μαντζάρε σοσιαλίστε κομπανία

Μασκαρά, γκρέκο μασκαρά...

Σβέλτα, μαντόνα, μανιβέλα
φρένο, στραπάτσο, αραμπόλα
μόδα, καβάλα, ντόλτσε βίτα
τρόμπα, φιγούρα, σαχλαμάρα κι άρπα-κόλλα

  1. Στίχοι από «Της αμύνης τα Παιδιά»

Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία
που έδιωξε απ' την Αθήνα τα θηρία
που έδιωξε βασιλείς και βουλευτάδες
τους ψευταράδες και τους μασκαράδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακραία αλλά και αόριστη απειλή. Η εικόνα ενός κώλου που χέζει πάνω σ' ένα λιβανιστήρι δεν στερείται ενδιαφέροντος, αλλά η έκφραση, βέβαια, δεν κυριολεκτεί - παρεκτός, ίσως, κι αν έχει ως αποδέκτη διάκο, παπά ή, λέμε τώρα, ηγούμενο μοναστηριού.

Το θα σου χέσω το λιβανιστήρι εκφέρεται είτε υπόκωφα μέσα από σφιγμένα δόντια, είτε τσιριχτά με φλέβες πεταμένες. Εκφράζει έντονα μεγάλο θυμό και αγανάκτηση -υπονοείται ότι θά 'ρθω και θα σου ρημάξω ό,τι έχεις όσιο και ιερό.

Η προέλευση της έκφρασης δεν είναι σαφής, αλλά μια εκδοχή ανατρέχει στον συμβολισμό που έχει το λιβανιστήρι στο Ορθόδοξο τυπικό. Το λιβανιστήρι, λοιπόν, -ο θυμιατήρ, που είναι και γαμώ τις λέξεις από την εκκλησιαστική γλώσσα- συμβολίζει «την κοιλίαν τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία δέχθηκε στά σπλάχνα της σωματικῶς τήν Θεότητα, πού εἶναι 'πῦρ καταναλίσκον', χωρίς νά ὑποστῆ φθοράν ἤ ἀλλοίωση». Μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί και πολύ βαριά βρισιά.

Ενδιαφέρον έχει επίσης και το γεγονός ότι είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις στα Ελληνικά που η εξύβριση των θείων γίνεται μέσω της κοπρολογίας και όχι, ως συνήθως, με αναφορά στην γενετήσια πράξη.

Άλλα σχετικά λήμματα: γαμώ το σταυρίδη μου, γαμώ την πανακόλα, γαμώ το καντήλι σου, βουλγάρικο θυμιατήρι, θα σου γαμήσω το ό,τι έχεις αγάμητο, γαμώ το ταμτιριρί, θα σού γαμήσω το ταμ τιριρί, θα σου ξηγηθώ αλμυρό φυστίκι και, φυσικά, Mecagum και δεν συμμαζεύεται.

Καλά, ας τολμήσει να πει τίποτα τέτοιο και σε μένα ο καραγκιόζης και θα του χέσω το λιβανιστήρι να με θυμάται ... θα τον κάνω εγώ τον πούστη να πει το δεσπότη Παναγιώτη ... γιατί δεν ξέρει ποιος είμαι εγώ μου φαίνεται ...

Ο θυμιατήρ. Λιβανιστήρι από ορείχαλκο επιχρυσωμένο. (από poniroskylo, 26/09/08)Αυτός έχει πολλά λιβανιστήρια (από poniroskylo, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιότροπη έκφραση που λέγεται (συνήθως δυο φορές) αντί του «θα σε γαμήσω» σε τεταμένες καταστάσεις, αλλά συνήθως με διάθεση να αποφύγει κάποιος έναν τσαμπουκά με κάποιον που έτσι κι αλλιώς τον έχει...
Φράση σαν το «έχε χάρη» δηλαδή, αλλά που αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, ιδίως αν ο άλλος ανταπαντήσει...

- Φίλε μου, την κοπελιά την ξέρεις... πες μου, τηνε ξέρεις;
- Την ξέρω ρε φίλε, έχεις πρόβλημα...
- Από πού τηνε ξέρεις δηλαδή ρε φίλε;
- Τ' είσαι συ ρε κουμπάρε να πούμε; Νταβάς της;
- Τ' είμαι εγώ;... Εγώ ποιος είμαι;... Εγώ ποιος είμαι;... Α να σε γαμήσω... α να σε γαμήσω ρε μπαγλαμά... άιντε αραίωνε μη σου βγει ξινό... Άιντε κι είναι το μαγαζί γνωστό...
- Τι λες ρε βοσκέ...
ακολουθεί πατιρντί

(από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σιωνισμός απετέλεσε εθνικοθρησκευτικό κίνημα που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα από τον Θεοδωρή Herzl με σκοπό την δημιουργία Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Μετά την ίδρυση του κράτους, σιωνιστές πλέον θεωρούνται όσοι υποστηρίζουν και προωθούν ενεργά τα συμφέροντα του Ισραήλ.

Στο μυαλό πολλών e-λληναράδων ωστόσο, οι σιωνιστές, παρέα με μασόνους, Illuminati, και τις λοιπές αντιδημοκρατικές δυνάμεις, αναπτύσσουν και εξαπολύουν επί 24ώρου βάσεως δόλια και νοσηρά σχέδια με σκοπό να πατάξουν παρασκηνιακά το Ελληνικό έθνος, τα χρηστά ήθη, την ελληνική γλώσσα, την ορθοδοξία, κλπ. Θεωρούν ότι η παγκόσμια και σκοτεινή αυτή συνωμοσία εβραίων κρύβεται πίσω από την τουρκοκρατία, την μικρασιατική καταστροφή, τον εμφύλιο, την χούντα, το κυπριακό, το μακεδονικό.

Η αντίληψη αποκτά ιονεσκικό χαρακτήρα καθώς αγριοχρίστιανοι e-λληναράδες κατηγορούν τους σιωνιστές ότι υποσκάπτουν την Ορθοδοξία, ενώ νεοπαγάνεςe-λληναράδες κατηγορούν τους σιωνιστές ότι μας επέβαλαν τον χριστιανισμό για να μας ευνουχίσουν.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι οι πραγματικοί σιωνιστές χέστηκαν πατόκορφα για όλα αυτά. Προτεραιότητα είναι να προασπίζονται τα συμφέροντα του Ισραήλ. Έστω όμως ότι μισούσαν τον Ελληνισμό: η καλύτερη στρατηγική τους θα ήταν μας αφήσουν σε αυτόματο πιλότο, καθώς κανείς άλλος δεν μπορεί να μας βγάζει τα μάτια με την δεξιότητα με την οποία βάζουμε αυτογκόλ!

«....η παρακμή των ελλήνων ιερεωνσε ένα κράτος που η κυβέρνηση του έχει υποταχθεί στο σιωνισμό και βρίσκεται σε μια γενικότερη παρακμή σε αυτή δυστυχώς θα πέσουν και κάποιοι ιερείς του Χριστού...» (απάντηση Χριστιανικού site σε νεοπαγάνες που κατηγορούν τον χριστιανισμό σαν δούρειο ίππο του σιωνισμού).

«..1959 Το σιωνιστικό σχέδιο της Κυπριακής Ανεξαρτησίας υπό την εγγύηση της ΤΟΥΡΚΙΑΣ, δηλαδή η συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου..» (από site)

«..το χρηματοδοτούμενο από τον Σόρρος σιωνιστικό ανθελληνικό και θολοκουλτουριάρικο blog...» (από site)

«..Το ακατασίγαστο μίσος που επί αιώνες ο σιωνισμός τρέφει για τον Ελληνισμό, βρήκε την αποκορύφωσή του κατά τη διεξαγωγή της Μικρασιατικής εκστρατείας...» (από site)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τους πιο προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος Έλλην άνδρας για να περιγράψει μια γυναίκα, συνήθως -αλλά όχι απαραίτητα- νεαρή σε ηλικία, η οποία:

  • ντύνεται, μιλάει και συμπεριφέρεται προκλητικά - μάλλον σ' ένα φτηνιάρικο, βλ. και λάικα, και
  • γαμιέται αβέρτα κουβέρτα, αλλά
  • δεν κάθεται σ' αυτόν, ή
  • τού 'κατσε μία και μετά τον έφτυσε

Η λέξη ξεψώλι σχηματίζεται από το επιτατικό πρόθεμα ξε- σε συνδυασμό με την ρίζα ψωλ-(εξ ης και ψωλή, ψωλόχυμα, ψωλότσεπη και πλείστα άλλα) και, τέλος, την ουδέτερη κατάληξη . Το σύνολο σημαίνει μια γκόμενα που είναι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τελείως και μόνον για τον πούτσο. Την αίσθηση της απόλυτης ξεφτίλας επιτείνει κι άλλο η επιλογή κατάληξης ουδέτερου γένους ώστε η γυναίκα να υποβιβάζεται στο επίπεδο πράγματος - όπως π.χ. συμβαίνει και με τη λέξη τσόλι.

Πολλές λέξεις υπάρχουν που, όπως και το ξεψώλι, αποκρυσταλλώνουν μια βαθιά περιφρόνηση προς τις γυναίκες αλλά, ίσως, καμμιά άλλη δεν είναι τόσο απαξιωτική - ίσως γιατί σχεδόν όλες οι άλλες τέτοιες λέξεις έχουν και κάποιες ψιλοθετικές συνδηλώσεις. Για παράδειγμα, οι λέξεις πουτάνα, γαμιόλα, καριόλα και χαμούρα αφήνουν να εννοηθεί ότι την περί ης ο λόγος δεν μπορεί κανείς να την πάρει στα ελαφρά - όλες αυτές οι λέξεις έχουν και την έννοια της πονηριάς και της υπουλίας. Παρομοίως, λέξεις όπως καυλόμουνο και μουνόσκυλο αποπνέουν κάτι το σκληρό. Η ψωλού, η ψωλομαζεύτρα και η πουτσαρπάχτρα έχουν όσο νάναι μια μαγκιά ενώ ο χαρακτηρισμός πουτσανάφτρα είναι σχεδόν κοπλιμάν. Οι λέξεις ξεκωλόμουνο και ξεκωλοπατόμουνο έχουν σαφώς προσβλητική διάθεση αλλά είναι και τόσο εμφανώς κατασκευασμένες που η ισχύς τους ατονεί. Λέξεις όπως μουνίτσα, καυλίτσα, πουτανοκαυλίτσα, γαμιολάκι, τσουλάκι, ψωλίτσα και ψωλέτα είναι και αυτές συγκριτικά ασθενέστερες από το ξεψώλι, προφανώς λόγω της υποκοριστικής κατάληξης. Τέλος, δυο λέξεις που σημασιολογικά είναι ίσως πλησιέστερα στο ξεψώλι, το καβλοράπανο και ο πουτσομεζές, τείνουν πρωτίστως να βγάζουν γέλιο.

Το επιτατικό πρόθεμα ξε- δεν πρέπει να συγχέεται με το στερητικό ξε-. Το επιτατικό ξε- ενισχύει στο μάξιμουμ την σημασία του ρήματος που ακολουθεί, π.χ. ξεκουφαίνω, ξεσκίζω και ξεκωλώνομαι, ενώ το στερητικό ξε- την αναιρεί, π.χ. ξεβιδώνω, ξεπαγώνω και ξεβρακώνομαι.

- Πέρασε κι η Ντίνα ... με το ξεκωλτέ ως συνήθως κι έσερνε κι έναν μαύρο ... - Ασ' το, μωρέ, το ξεψώλι ... ποιος την γαμεί αυτήνα; - Ο μαύρος;;; (Και πάντως όχι εσύ, φιλάρα). - Άει γαμήσου, ρε μαλάκα ... εγώ φταίω που σου μιλάω ...

βλ. και μουνί, καυλόμουνο, αμαρτωλό, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified