Further tags

Η ορίτζιναλ Αθηναϊκή έκφραση και όχι η βορειοελλαδίτικη με την προσθήκη «μ»(μπούλο). Πρόταση όταν απορρίπτεις με απότομο τρόπο κάτι και το χρησιμοποιείς για να «στείλεις» κάποιον/-α! Ο μεν πούλος έχει μη καθορισμένη έννοια διότι μέρος του κόσμου ισχυρίζεται ότι είναι έκφραση προερχόμενη από τα καλιαρντά της πούλης, πούλου δηλαδή του κώλου. Άλλοι δε, ισχυρίζονται ότι είναι ο πούτσος και ίσως και η επικρατέστερη εκ των απόψεων. Η πρόταση προς εκείνο το πρόσωπο δε να μπει και στο μπαούλο, προσδίδει ότι δεν μας ενδιαφέρει καθόλου η άποψη / στάση του ατόμου ή το άτομο γενικότερα και επιθυμούμε να εξαφανιστεί ακόμη και μέσα σε ένα μπαούλο! Αφιέρωμα έχει δοθεί και στο www.paretopoulo.blogspot.com

- A εγώ είμαι παντρεμένη, δεν με ενδιαφέρουν οι γνωριμίες με άντρες στο φέϊσμπουκ...
- Ποιος σου έκανε ερωτική πρόταση και δεν το θυμάμαι κοπέλα μου; Εσύ αν θυμάμαι καλά μου έστειλες αίτημα φιλίας όχι εγώ! Έλα, τον πούλο και στο μπαούλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεζές του πέους / πούτσου. Η γκομενίτσα που φοράει πλατφόρμες και ψηλοτάκουνα και πάλι στο 1,60 βρίσκεται. Η πολύ κοντή γκόμενα η οποία ίσως έχει όμορφο πρόσωπο ή αδύνατο σωματάκι αλλά παρόλ' αυτά διατηρεί ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να γίνει μοντέλο, να βρει χορηγό κούκλο και δίμετρο μόνο επειδή της είπαν κάποτε ότι είναι γλυκούλα! Όταν είναι μόνη, της βγαίνουν όλα τα κόμπλεξ γιατί πολύ απλά ένα ωραίο προσωπάκι δεν αρκεί για να σε κάνει γκομενάρα στο 1,50. Καταλήγει πουτσομεζές για τους μερακλήδες επιβήτορες.

- Συγγνώμη αλλά μου αρέσουν οι άντρες από 1,90 και πάνω!
- Χαχαχαχα δεν το περίμενα ποτέ από πουτσομεζέ αυτό ειλικρινά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδίωμα της λέξης πατσούρα, δηλαδή η άσχημη γυναίκα κατά βάση πάνω από κάποια ηλικία (50+) η οποία ναι μεν βάφεται, πουδράρεται κτλ. αλλά το πρόσωπο ή σώμα της φαίνεται να κάνει ζάρες, το λεγόμενο πατσούριασμα...

Συνήθως γίνεται ευδιάκριτο τα καλοκαίρια που η πατσούρω βγαίνει στην έισοδο του σπιτιού της για να σκουπίσει και με την παλλινδρομική αυτή κίνηση του σκουπίσματος αναδεικνύονται τα ψεγάδια, τα πατσουριάσματα.

Φήμες αναφέρουν ότι αυτή η λέξη πολυχρησιμοποιήθηκε από οικοδόμους στο Κερατσίνι. Πραγματικά ένα ακόμα ιδίωμα απείρου κάλλους!

- Πώς την βλέπεις την κυρά Σούλα μάστορα;
- Έλα μωρέ πώς να την βλέπω , την πατσούρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και ταναπού, δεν έχει σημασία. Αναγραμματισμός της λέξης «πουτάνα», προφανώς για να μην υπάρξει η ίδια απρεπής αίσθηση που θα προκύψει από την λέξη αυτή... Φήμες λένε ότι ένας από εκείνους που την εισήγαγαν και πολυχρησιμοποίησαν ήταν ο Τάκης Τσουκαλάς στην εκπομπή «ΘΥΡΑ 7», αναφερόμενος στους οπαδούς άλλων ομάδων κτλ. πάλι για τους ευνόητους λόγους του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου...

- Τάκη πότε θα πάτε στο Γουέμπλεϊ;
- Άντε γεια μωρή τανάπου! Τότε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει (θα γίνει χαμός με την κακή έννοια).

Πρόσεχε πώς μου συμπεριφέρεσαι, γιατί την επόμενη φορά θα σου πάρει ο διάολος τον πατέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παρεξηγείται εύκολα, και τα παίρνει όλα της μετρητοίς. Αυτό που λέει ο λαός «καλό παιδί αλλά μαλάκας». Αλλιώς «πορδομπούκωμα».

Εναλλακτικά, ο τυπάς που έχει άπειρα κόμπλεξ και κολλήματα, που διστάζει να κάνει καμάκι στις γυναίκες που του αρέσουν και περιμένει με το ποτάκι του στο bar περιμένοντας το θαύμα.

Πω ρε φίλε τι πορδομπουκωμένος που είναι ο Διονύσης; Βγαίνει στα club και μιλάει στις κοπέλες στον πληθυντικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς το κωλόπαιδο, δηλαδή αυτός που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από θράσος, αυθάδεια, μπαμπεσιά, περιφρόνηση προς το γραπτό και άγραφο δίκαιο, ασέβεια. Κττμγ συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε ως κωλοπαίδι κυρίως κάποιον που δεν έχει την δύναμη να υποστηρίξει το θράσος του, οπότε αυτό προβάλλει ως παράταιρο και μας προκαλεί να τον γαμήσουμε στις σφαλιάρες (ή στις βατραχοπεδιλιές αν είναι καλοκαίρι), γιατί πρόκειται εντέλει για παιδί που ξετσουτσούνεψε άκαιρα και πρέπει να του σπάσουμε τον τσαμπουκά προτού μεγαλώσει υπερβολικά.

Ενδιαφέρουσα η ερμηνεία του Κάνινγκος εδώ ότι πρόκειται για το παιδί που υποθετικώς / μυθικώς τίκτεται από τον πρωκτό και όχι από το αιδοίο, όπως τα λοιπά καλόπαιδα. Συναφής και η ερμηνεία ότι το κωλοπαίδι είναι το κωλόπιασμα, δηλαδή το παιδί που προέκυψε από σπερματοζωάριο που έκανε μαγκαϊβεριές μεταξύ του πρωκτού όπου εκτοξεύτηκε και της μήτρας όπου κατέληξε. Πρβλ. και μπαντανόπιασμα.

  1. Και μέσα στη καριέρα μου, εσύ μπήκες τροχοπέδη
    Αλλά σε φτύνω σε γαμώ γιατί...
    Είσαι κωλοπαίδι !
    (Όλοι οι στίχοι του αρρωστουργήματος των Καφρίλιον εδώ).

  2. Συριζέϊκο Κωλοπαίδι στην Λάρισα μουντζώνει τους επισήμους.
    - Μπορεί μέσα σε λίγες ώρες να έγινε ο πιο δημοφιλής μαθητής της χώρας, όμως η απόφασή του να «μουτζώσει» τους επισήμους κατά τη διάρκεια της παρέλασης στη Λάρισα ενδέχεται να του κοστίσει... [...]
    - Αυτό το αναρχικό τσογλάνι μου έχει κάτσει άσχημα στο στομάχι. Να εντοπιστεί και να μαχαιρομουνιασθεί άμεσα. [...]
    - Μόλις είπαν στο άλτερ ότι στο facebook του τσογλανιού γίνεται χαμός απο τα «συγχαρητήρια» και τα «like».
    - ΔΩΣΤΕ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΤΥΡΟΒΛΑΧΟΥ.
    - Ποιος παει ενα στοιχημα ; Σε λιγα χρονακια θα τον δουμε στο Συριζα. [...]
    - Σίσσυ Χρηστίδου: Μπράβο στο παιδί που μούντζωσε τους πολιτικούς. (Εδὠ).

  3. Μαζί θα τους Φάμε. Κωλοπαίδι!!!
    Ακραία κίνηση από άνδρα των ΜΑΤ
    Άνδρας των ΜΑΤ κλωτσάει αναίσθητο διαδηλωτή, κατά τη διάρκεια της χτεσινής διαδήλωσης στο Σύνταγμα. (Εδώ.

  4. Στο έργο «W» (2008) βλέπουμε τον George W. Bush στα εφηβικό τα χρόνια να πίνει, να καπνίζει και να τζογάρει. Κωλοπαίδι ήταν, δηλαδή, και κωλοπαίδι παρέμεινε. (Εδώ).

(από Khan, 30/03/12)(από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Καναδός Justin Drew Bieber γεννημένος την 01/03/1994 (τουτέστιν μόλις ενηλικιώθηκε) είναι από το 2009 διεθνώς υπερπετυχημένος ποπ (τι άλλο) τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ηθοποιός.

Το κοινό του είναι ορμονόπληκτα γουαναμπί πιπινάκια της ίδιας πάνω - κάτω (κυρίως κάτω) ΕΣΣΟ. Τα οποία βρίσκονται, βεβαίως – βεβαίως, στο πεοσκόπιο των εξίσου ορμονόπληκτων γουαναμπί γαμιάδων συμμαθητών, συναθλητών και γενικά των πέριξ γαμικών αρσενικών δυνάμεων.

Από τη μια λοιπόν, ο Justin με το μπέιμπυ – φέις και την αντίστοιχη φωνή, σαν ταλαντούχος, πάμπλουτος και διάσημος από τότε που μάλλιασε η δική του, επισείει ταυτοχρόνως φθόνο και θαυμασμό.

Απ’ την άλλη, η κατηγορία «είναι πούστης» αποτελεί πάγια τακτική αναντάμ παπαντάμ κάθε πούστη άντρα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, στον πόλεμο για την κατάκτηση του εξκάλιμπερ κάθε αξιαγάμητης.

Κάπως έτσι, προέκυψε στα εφηβικά σινάφια ο πολύ κοντά στο φλωρόπουστας όρος: σαν λογοπαίγνιο του Bieber (μπιμπερό) συν το «πούστης» (στο υποτιμητικότερό του) που, δυστυχώς, αφορά πλέον όχι μόνο το συγκεκριμένο σελεμπριτόνι, αλλά κάθε έφηβο που φατσικά τουλάχιστον, απηχεί το ίδιο φλώρικο στυλάκι, ως προς το λουκ, αν μη τι άλλο.

Επιπλέον, στα χείλη πιο ψαγμένων μουσικά, πάντα της ίδιας ηλικιακά συνομοταξίας, απηχεί και μια απέχθεια για όσους γουστάρουν μια ξενέρωτη πλην πιασάρικη ποπ, υπεύθυνη για τον μουσικό εκμαυλισμό πολλών εφήβων.


Με προτροπή του Nick Sinister απ’ το ΔΠ, αφιερωμένο στην τρόικα alexismpolis – ΜΧΣ - Vrastaman για το αποφασιστικό stimulus στα εδώ σχόλια.

- ♪♪♪♪♪♪Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε ΩΩΩ!! Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε, ΩΩΩ!! ♪♪♪
- Σκάσε πια και μας τα ‘πρηξες με τ’ άπαντα του μπιμπερόπουστα!!
- Θα το πω στη μαμά που λες έτσι τον Justin!! - Αϊ παράτα μας με τον γκέουλα.
- Δεν είναι!!
- Είναι!!
- Δεν είναι είπα!!!
- Γιες σι ιζ!!
- Μαμάάάά!!

ν\'αγιάσ΄του χεράκισ\' ντουλάπαμ\'! (από MXΣ, 23/03/12)(από Vrastaman, 23/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εύχοντρος χοντρομαλάκας.

Πάσα: Vrastaboy.

- Γύρω από την υποψηφιότητά μου συσπειρώνεται όλη η δημοκρατική προοδευτική παράταξη...
- Μπαμπά δεν βαρέθηκες να βλέπεις αυτόν τον χοντρομπαλάκα, βάλε λίγο Nickelodeon...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική λέξη, προερχόμενη -προφ- από το χαλικούτης, χαλικουτίζω, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος που είναι τρομερά ακατάστατο ή/ και βρώμικο, και συνήθως κατοικείται από πολλούς. Προφέρεται με υποτιμητική διάθεση.

-Θα 'ρθείς στου Σήφη το βράδυ;
-Είντα λες μπρε, κουζουλός 'σαι; Εκειά μέσα είν' χαλικουταριό! Ούτε να μπεις δε χωρείς!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χαλικουταριού (από mafie, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified