Further tags

Επειδή λίγο-πολύ εξηγήσαμε τι θα πει μαλάκας, εδώ θα σας δείξω 100 τρόπους να αποκαλέσετε κάποιον μαλάκα.

  1. Ο οφθαλμοφανής: Κοίτα ένα μαλάκα
  2. Ο τεφάλ: Ξεκόλλα ρε μαλάκα
  3. Ο στάσιμος: Έμεινε μαλάκας
  4. Ο αδιόρθωτος: Ε τον μαλάκα
  5. Ο επώνυμος: Έλα ρε Μαλάκα
  6. Ο γνωστός: Μαλακανδρέας;
  7. Ο νυχτωμένος: Ξύπνα μαλάκα
  8. Ο χαμένος: Που 'σαι ρε μαλάκα;
  9. Ο φευγάτος: Την έκανε ο μαλάκας
    10.Ο βαθμοφόρος: Ά τον αρχιμαλάκα
    11.Ο αμφίβολος: Καλά μαλάκας είσαι;
    12.Ο διττός: Και πούστης και μαλάκας
    13.Ο κατοχυρωμένος: Μαλάκας με πατέντα
    14.Ο εμετικός: Τα ξέρασε όλα ο μαλάκας
    15.Ο καλοδεχούμενος: Καλώς τον μαλάκα
    16.Ο εξακριβωμένος: Είναι τελικά μαλάκας
    17.Ο πλουραλιστής: Είναι μαλακοκαύλης
    18.Ο επιρρεπής: Μη γίνεσαι μαλάκας τώρα
    19.Ο εκνευριστικός: Άει γαμήσου ρε μαλάκα
    20.Ο ανεκδιήγητος: Μα πόσο μαλάκας νά 'σαι!
    21.Ο αργοκίνητος: Άντε ρε μαλάκα, κουνήσου
    22.Ο παχύσαρκος: Μιλάμε για χοντρομαλάκα
    23.Ο επαναλαμβανόμενος: Την είπε πάλι ο μαλάκας
    24.Ο σωβινιστής: Μαλάκας μπορεί να είμαι, πούστης όμως όχι!!
    25.Ο ποσοτικός: Πόσο μαλάκας είσαι;
    26.O μπακάλικος: Πόσα κιλά μαλάκας είσαι:
    27.O βρώσιμος: Φάε έναν μαλάκα
    28.Ο απίστευτος: Τι λες ρε μαλάκα;
    29.Ο κυριολεκτικός: Το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα
    30.Ο προβλέψιμος: Ο μαλάκας, μαλακίες θα κάνει
    31.Ο χορταστικός: Μαλακομπούκωμα
    32.Ο αξιέπαινος: Μπράβο μαλάκα
    33.O αρχαϊκός: Παλιομαλάκα
    34.O αέναος: Μια φορά μαλάκας, πάντα μαλάκας
    35.Ο αυτοπαθής: Μαλάκα μου
    36.Ο Interactive Multimedia: Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι
    37.Ο αυτοκριτικός: Με πιάσανε μαλάκα
    38.Ο εκλεπτυσμένος: Μαλάκας με πατίνα
    39.Ο αρχαίος: Μαλάκας με περικεφαλαία
    40.Ο εγκεκριμένος με ISO: Μαλάκας με βούλα
    41.Ο οδηγικός: Mαλάκας με δίπλωμα
    42.Ο ορθογράφος: Μαλάκας με Μ κεφαλαίο
    43.Ο αλγεβρικός: Μαλάκας στο τετράγωνο
    44.Ο συνοδός: Έλα, με το μαλάκα τώρα
    45.Ο υποκριτικός: Mην κάνεις τον μαλάκα
    46.Ο μετεωρολογικός: Η μαλακία πάει σύννεφο
    47.Ο αδιάκριτος: Τι κοιτάς ρε μαλάκα;
    48.Ο αλλοδαπός: Τι μαλάκα είναι
    49.Ο αναπτυσσόμενος: Μαλακούλης
    50.Ο απατημένος: Μαλάκας του κερατά
    51.Ο απείθαρχος: Κάτσε καλά ρε μαλάκα
    52.Ο απόλυτος: Εντελώς μαλάκας
    53.Ο ορθός: Είσαι σωστός μαλάκας
    54.Ο δυσνόητος: Τι είπες ρε μαλάκα:
    55.Ο εγνωσμένης αξίας: Είσαι μεγάλος μαλάκας
    56.Ο εκτεθειμένος: Καρφώθηκε ο μαλάκας
    57.Ο αγαθός: Καλός μαλάκας είσαι
    58.O κουραστικός: Μας τρέλανε στην μαλακία
    59.Ο κτηνοτροφικός: Μαλακοπίτουρας
    60.Ο μικρούλης: Μαλακιστήρι
    61.Ο ψαλιδοχέρης: Κόφ' το ρε μαλάκα
    62.Ο εθνικιστικός: Ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας
    63.O υπερβολικός Είσαι πιο μαλάκας κι απ' τον μαλάκα
    64.Ο φωτογραφικός: Σαν μαλάκας βγήκα
    65.Ο στον κόσμο του: Τι κάνεις εκεί, ρε μαλάκα;
    66.Ο αμυνόμενος: Μη με γαμάς, ρε μαλάκα…
    67.Ο φαρσέρ: Κόψε την πλάκα, ρε μαλάκα.
    68.Ο ρολίστας: Είμαι ο μαλάκας της υπόθεσης.
    69.Ο σεμνός: Μαλάκας με την καλή έννοια.
    70.Ο θρασύς: Μου τη βγήκε κι από πάνω ο μαλάκας.
    71.Ο περιοδικός: Είσαι πολύ μαλάκας ώρες ώρες
    72.Ο ετήσιος: O μαλάκας της χρονιάς
    73.Ο διπλός: Είσαι δυο φορές μαλάκας
    74.Ο εργατικός: Ο μαλάκας του γραφείου
    75.Ο ιλαρός: Είμαι μαλάκας και το χαίρομαι
    76.Ο πικρός: Είσαι σκέτος μαλάκας
    77.Ο συνοδευτικός: Ο μαλάκας της παρέας
    78.Ο τοπ: Είσαι κορυφαίος μαλάκας
    79.Ο μύθος: Παντού υπάρχει ένας μαλάκας
    80.Ο γενικός: Όλοι οι άντρες είναι μαλάκες
    81.Ο συνειδητοποιημένος: Τι μαλάκας ήμουν
    82.Ο φραγκάτος: Πλήρωνε μαλάκα
    83.Ο ελκυστικός: Έχεις μαλακομαγνήτη
    84.Ο συνεχής: Ξανά μανά μαλάκας
    85.Ο αποδεδειγμένος: Βγήκα μαλάκας
    86.Ο άσχετος: Γιατί οδηγείς σαν μαλάκας;
    87.Ο διανοούμενος: Είσαι ο ορισμός του μαλάκα
    88.Ο ποδοσφαιρικός: Δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του ο μαλάκας
    89.Ο καλοκαιρινός: Ο μαλάκας της παραλίας
    90.Ο συναισθηματικός: Νιώθω μαλάκας
    91.Ο αμφίβολος: Μαλάκας εγώ;
    92.Ο προεκλογικός: Είσαι μαλάκας που τους πιστεύεις
    93.Ο πασιφανής: Γράφει στο κούτελο μαλάκας
    94.Ο σκληρός: Έλεος ρε μαλάκα
    95.Ο ρωσικός: Дрочила (ντροτσήλα)
    96.Ο νυσταλέος: Δεν ξυπνάει ο μαλάκας
    97.Ο απορημένος: Γιατί είσαι τόσο μαλάκας;
    98.Ο απαράλλαχτος: Μαλάκας ήσουν και μαλάκας θα παραμείνεις
    99.Ο σχιζοφρενής: Είσαι εξωφρενικά μαλάκας
    100.Ο ποιητής: Αυτό το λες ποίημα ρε μαλάκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που λεγόταν σε παιδικό βρις-οφ (τουλάστιχον σε παλαιότερες δεκαετίες, λ.χ. έπαιζε σε εϊτίλα- σεβεντίλα). Η λογική ήταν η εξής: Όταν ένα άλλο παιδάκι σου έλεγε μια βρισιά, του απαντούσες καθρεφτάκι, οπότε εννοούσες ότι η εκστομισμένη βρισιά χαρακτηρίζει αυτόν τον ίδιο και όχι εσένα. Για να το πούμε λίγο πιο γιαλόμικα, υπονοούσες ότι o υβριστής προέβαλλε μια δική του ιδιότητα πάνω στον άλλο, οπότε τον χρησιμοποιούσε ως καθρέφτη για να εξωτερικεύσει την δική του εσωτερικότητα. Εικονικά, αν το θεωρήσουμε, φανταζόμαστε μια βρισιά που «αντικειμενικώς» πετάγεται από τον υβριστή και λούζει τον άλλο, αλλά ο δεύτερος απλώς λειτουργεί ως καθρέφτης του πρώτου, ο οποίος και φέρει πραγματικώς την ιδιότητα της βρισιάς.

Στα παιδικά συμφραζόμενα η αποτελεσματικότητα της ατάκας έγκειται στη λειτουργία της ως γείωσης, καθώς ο υβριστής αποστομωνόταν και δεν μπορούσε να πει τίποτα άλλο μετά, είχε φάει high class tapping. Γι' αυτό, και αν το παιδάκι, ακολουθούσε το fair-play του βρις-οφ, δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει την ατάκα ευθύς στην αρχή της στιχομυθίας, ακυρώνοντας πρόωρα την ευχαρίστηση από την διαδικασία του αμοιβαίου ξεχεσίματος, αλλά μόνο σε ύστερη φάση της, όταν είχαν εξαντληθεί τα συμβατικά όπλα, και έπρεπε κάπου να λήξει η μανούρα.

Σε σύγχρονα και μη παιδικά συμφραζόμενα, λέγεται ως χαριτωμενιά με νοσταλγική εσάνς, προκειμένου να λήξει μουτζοπιάσιμο με αποστόμωση συνομιλήτριας μπιτσάρας. Η έκφραση έχει κάτι το φλωρίστικο- γκεουλίστικο (με την καλή έννοια) και είναι σωστό να λέγεται συνοδευόμενη από χάρη έφηβης νεράιδας.

- Καλά και κάθησες και είπες στον Γιάννη, όσα σου είχε πει η Λίτσα εμπιστευτικά; Πόσο πούστης μπορεί να είσαι;
- Καθρεφτάκι...

"Η ασπίδα- καθρέφτης", πίνακας του Francesco-Rinaldo Maffei (από Khan, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Μεγεθυντικό του κωλόπαιδο.

Όπου κωλόπαιδο είναι κυριολεκτικά το παιδί που τίκτεται εκ πρωκτικής συνουσίας (και ουχί κολπικής, όπως εμείς οι υπόλοιποι), είτε μυθολογικώς πως, είτε μέσω μαγκαϊβεριάς του σπερματοζωαρίου, οπότε έτσι εξηγείται γιατί το εν λόγω παιδί είναι μειονεκτικό, τερατοφέρνει, ή έχει σκατένιο χαρακτήρα.

Αυτό, όμως, που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι οι διαφορές του κωλοπαιδαρά από το κωλόπαιδο. Το κωλόπαιδο έχει πολύ πιο μονόπλευρα αρνητική σημασία. Για ένα κωλόπαιδο νιώθουμε οργή, αγανάκτηση, σπανίως συγκατάβαση, και γενικά θέλουμε αν το δούμε να το αρχίσουμε στις σφαλιάρες (ή στις βατραχοπεδιλιές, αν είναι καλοκαίρι). Ο κωλοπαιδαράς , ίσως επειδή είναι αρσενικού γένους αντί για ουδέτερου, ίσως επειδή παραπέμπει σε παιδαρά- παίδαρο, δηλαδή σε γερό, λεβέντη ομορφάντρα, αποτελεί ένα μείγμα κακής και κα(υ)λής έννοιας.

Δηλαδή και ο κωλοπαιδαράς προκαλεί την οργή, την αγανάκτηση, την διάθεση να τον γαμήσουμε στο ξύλο. Αλλά μοιάζει και με την αλήτρα (ή και τον αλήτη). Ήτοι ο κωλοπαιδαράς είναι αυτός που «αγαπούμε να μισούμε» (love to hate που λένε και στο χωριό μου). Είναι ένας άντρας που αψηφά τον νόμο, και γι' αυτό ταυτίζεται φαντασιακώς με την υπόρρητη οργασμική επιθυμία μας, ένα είδος Chuck Norris που λειτουργεί ως συστατική εξαίρεση για να ορισθούν οι (κατά β-Lacan) ευνουχισμένοι από το συμβολικό πεδίο. Αυτός που μας ξυπνά τον θυμό, όσο περισσότερο μας συνδαυλίζει την ζήλια, που δεν είμαστε σαν αυτόν, γιατί δεν μπορούμε. Ο κωλοπαιδαράς όχι μόνο ξέρει να ματαιώνει μια γυναίκα προκαλώντας την επιθυμία της, αλλά της κάνει σωστό εγκεφαλογάμι.

Κυκλοφορεί (μεταξύ άλλων) και στις βερσιόν:

- Γκέι κωλομπαροπαιδαράς που συχνάζει σε λογοτεχνήματα του Tennessee Williams, ταινίες του Luchino Visconti ή θεατρικά του Krzysztof Warlikowski.
- Κωλοπαιδαράς- γύφτουλας- λεβεντομαλάκας, που συχνάζει σε αναπολήσεις του «ελληνικού ονείρου», όπως το ζήσαμε στις τελευταίες δεκαετίες.
- Η ιδανική GFE- PSE βερσιόν, ήτοι ο κωλοπαιδαράς που γίνεται εκούσιος τρυφερούλης μαλακάκος για χάρη της δεσποσύνης του και εναλλάσσει αγριάδα με τρυφερότητα.
- Ο απλός κωλοπαιδαράς που δεν έχει τίποτα από την ως άνω καλή έννοια και δεν είναι παρά ένα κωλοπαίδι που του χρειάζεται ένα γερό μπερντάχι για να στρώσει.

  1. α. O Hank έχει επιτυχία ακριβώς επειδή δεν είναι τύπος και υπογραμμός. Αντιθέτως, είναι ο κλασσικός κωλοπαιδαράς, που οι μανάδες είχαν προειδοποιήσει τις κόρες τους να μην μπλέξουν μαζί του. Γι’ αυτό και έχει τόσο επιτυχία, ζώντας το Californication dream. Πάντως το σίγουρο είναι ότι θα γουστάραμε πολύ μια έξοδο μαζί του... (Εδώ με την καυλή έννοια, δυστυχώς πρόκειται για απλή συνωνυμία).

β. Διότι ο ιδανικός αρσενικός επιβάλλεται να είναι ολίγον κωλοπαιδαράς, φευγάτος, σταρχιδιστής, τρελός, τσαμπουκαλής, επαναστάτης χωρίς αιτία, και εννοείται προστυχάντζας και βρώμικος στο κρεβάτι... Μια Force of Nature... Σαν τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο Λεωφορείον ο Πόθος ένα πράμα. (Κωλοπαιδαράς με την καυλή έννοια και εδώ)

  1. Καλός σύντροφος- γκόμενος. Για μενα ειναι αυτος που τον «παιρνει» να ειναι κωλοπαιδαρας αλλα επιλεγει να ειναι καλος.
    Υπομονετικος, τρυφερος και με κατανοηση.
    Σεβασμος. (Εδώ).

  2. Κωλοπαιδαράδες- σελεμπριτόνια:
    α. Ο Κοεμτζής τρελλαίνεται και πάνω στον παροξυσμό του ( γιατί μόνο έτσι μπορείς να το κάνεις) σκοτώνει τρεις ανθρώπους. Αυτή είναι η μιά πλευρά της ιστορίας. Η «ηρωϊκή». Η άλλη πλευρά λέει ότι ένας κακοποιός που μπαινόβγαινε στις φυλακές , ένας κλέφτης και κωλοπαιδαράς, έσφαξε τρεις ανθρώπους για το τίποτα. Και μάλιστα αυτό το ανθρωπόμορφο κτήνος, το εκμεταλλεύτηκαν οι κουλτουριάρηδες της εποχής του για να κονομήσουνε φτιασιδώνοντας την ιστορία όπως γουστάρανε. Κι αυτό που καταφέρανε ήταν μάλιστα να αποφυλακισθεί κιόλας. Κανένας σεβασμός στους γονείς των ανθρώπων που το μόνο που τους είχε απομείνει ήταν η παρηγοριά ότι ο φονιάς των παιδιών τους σαπίζει στη φυλακή. τον βγάλαν έξω και τον κάνανε και ήρωα. Όλα τα κουμμούνια και οι κουλτουριάρηδες του κερατά. (Εδώ).

β. I love to hate him – Μίλος Τεόντοσιτς.
Αλήθεια, αυτό το φτηνιάρικο αλητάκι, αυτό το τσογλανάκι που ουδέποτε έδειξε ειλικρινή μεταμέλεια για εκείνη την αναίσχυντη συμμετοχή του σε μια από τις πιο μαύρες στιγμές του παγκοσμίου μπάσκετ, θυμάστε, τότε προκάλεσε και συμμετείχε σε έναν από τους πιο ιστορικούς καβγάδες όλων των εποχών, μήπως έχει φτάσει η ώρα να «φάει» πια την τιμωρία που η συμπεριφορά του τόσο αξίζει;
Για το Θεό δηλαδή, τι άλλο πρέπει να κάνει αυτός ο κωλοπαιδαράς για να του τραβήξουν για τα καλά το αυτί οι υπεύθυνοι και αυτοί που πληρώνονται για αυτό ακριβώς; Να επιτεθεί σε κανέναν με καμιά καρέκλα; Γιατί απόλυτα ικανό τον έχω και για αυτό. (Εδώ).

Milos Teodosic, αρχετυπικός κωλοπαιδαράς. (από Khan, 17/03/12)(από Khan, 17/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με καρακίτς εμφάνιση που γίνεται αντικείμενο ειρωνικών σχολίων από χιλιόμετρα μακριά (συνώνυμο περίπου του σούργελο).

Στη γηπεδική αργκό, η ομάδα που έχει τα χάλια της, που σέρνεται στο γήπεδο, και αντιστοίχως τσίρκουλα οι παίχτες της εν λόγω ομάδας.

- Τι βλέπω ρε, ο Γιάννης κυκλοφορεί με καινούργια γκόμενα;
- Καλά την έχεις δει πως είναι; Που πάει ρε ο μαλάκας μ' αυτό το τσίρκουλο;

- Τέτοια τσίρκουλα δεν έχω ξαναδεί ρε φίλε! Σου λέω δε μπορούσαν ν' αλλάξουν μια μπαλιά στα δύο μέτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το «αναστατώνω» και το «σκατώνω» (= τα κάνω σκατά), υποδηλώνοντας εν συντομία ότι κάποιος έκανε άνω κάτω άνευ επιδιορθώσεως κάτι οργανωμένο.

-Για να τσεκάρω τι μουσική έχεις...
-Πρόσεχε ρε μαλάκα! Μου τα ανασκάτωσες τα CD!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μπουρδέλο, αλλά και κάθε ευαγές ίδρυμα, όπου κορασίδες προσφέρουν σεχουαλικές υπερεσίες επί χρήμασι, λαδή και το κωλόμπαρο και το μασατζίδικο και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Όμως χρησιμοποιείται και μεταφορικώς, όπως και το μπουρδέλο, για να σημάνει έναν τόπο, όπου επικρατεί μπάχαλο, χάος, ανομία, καθώς και ως βρισιά για να δηλώσει χώρο αντιπάλου, λ.χ. το γήπεδο αντίπαλης ομάδας, ή τα κεντρικά γραφεία αντίπαλου κόμματος (όπως και το πουτανόσπιτο).

Την έκφραση χρησιμοποιούσε και η Μαλβίνα Κάραλη.

Πάσα (Δ.Π.): Mr Cadmus.

  1. ι φασι ειναι οποσ στα ελινικα μασατζιδικα...μεσα σε πολικατικιεσ..
    ι μονι διαφορα ειναι οτι σε αυτα δεν ιπαρχι καμια ενδιξι στιν εξοπορτα οποσ στα δικα μασ τα πουταναδικα που να προσδιδι οτι εκει μεσα προσφερετε αγορεα ΓΚΑΥΛΑ!
    διλαδι με λιγα λογια αν δεν εχισ καπιον που να σε παει δε προκιτε να τα βρεισ ποτε! (Εδώ).

  2. Αυτον που ξορκιζει το ασφυκτικο του δυαρακι στολιζοντας το με κινεζικα μπιχλιμπιδια τραβεστι και το κανει ενα μικρο πουταναδικο,μπας και παραμυθιαστει οτι η ζωη του δεν ειναι τελικα τοσο χαμενη οσο πραγματικα ειναι. (Εδώ).

3.α. ΟΙ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΟΜΙΚΟ ΠΟΥΣΤΙΚΟ ΤΣΟΓΛΑΝΑΡΑΙΚΟ ΛΕΞΙ ΛΟΓΕΙΟ ΤΩΝ ΡΟΥΦΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΥΤΑΝΑΔΩΝ ΤΩΝ ΜΠΟΡΤΕΛΟΜΑΓΑΖΩΝ ΤΟΥ ΔΙΕ ΘΝΟΥΣ ΦΗΜΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΔΙΚΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ. (Εδώ).

β. αλλαξομουνιές στο ΠΟΥΤΑΝΑΔΙΚΟ ΠΑ$$ΟΚ (Εδώ).

(από Khan, 13/03/12)κάντε κλικ να μεγαλώσει η εικόνα... (από MXΣ, 13/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο που δόθηκε το 1944 από τον λαό στον πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος πολύ αργότερα αποκλήθηκε και «Γέρος της Δημοκρατίας».
(Παλιά λαϊκή παροιμία : «Ό,τι κάνεις το καλοκαίρι στη θάλασσα θα το βρεις τον χειμώνα στο αλάτι σου» = Βάλε στο ψυγείο τα σκατά του '44. Φτάνουν για να κολατσίσεις και το '61, και το '65, και το '67).

Το παρατσούκλι αποτελεί εμφανέστατη αναφορά στο πασίγνωστο παίγνιο της ανευρέσεως του ιερέως(here the priest, there the priest, where the fuck's the bloody priest ;). Ο αφελής που ποντάρει τις ελπίδες του, διαπιστώνει συντόμως ότι ο ιερεύς την έχει κάνει κατσίκα από την υποτιθέμενη θέση του, και μαζί του έχει πάρει το μπαγιόκο, τις δημοκρατικές ελευθερίες και το τζάμπα χυμένο αίμα του κορόιδου. Όταν το ένα τραπουλόχαρτο είναι ο ιπποπόταμος με το πούρο, το άλλο ο ανδρείος εύζωνος και το τρίτο ο παπάς (ρήγας ή βασιλιάς), οι πιθανότητες του θύματος να κερδίσει, έστω και τυχαία, εκμηδενίζονται. Ψαγμενιά το άθλημα...

Ένας επιτυχημένος παπατζής οφείλει να είναι πραγματική γάτα, και η τέχνη του κληρονομείται από γενιά σε γενιά, σε σημείο που έγκριτοι γενετιστές να ερίζουν για το κατά πόσον αποτελεί πλέον στοιχείο ενσωματωμένο στο DNA του καλλιτέχνη.
(Παλιές λαϊκές παροιμίες : «Άλλη μου 'δειξες, άλλη μου 'μπηξες» = Οι βάσεις φεύγουν - Ο αγώνας δικαιώνεται, Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες, Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο Λαός στην εξουσία κλπ.

«Λεφτά υπάρχουν» = Γιωργάκη τόνε λέγαμε, μα Γιώργαρος μας βγήκε).

  1. [...]πλαστογραφεί ανενδοίαστα την Ιστορία [...]
    - [...]οι στρατιώται της Μεγάλης Βρετανίας [...]μας υπεσχέθησαν ότι θα επανέλθουν ελευθερωταί. Και σήμερα τηρούν τον λόγον των [...]
    Το πλήθος τον διακόπτει :
    - ΕΑΜ...ΕΛΑΣ...
    - Λαοκρατία.
    Στο μπαλκόνι ο Παπανδρέου είναι ασυναγώνιστος΄ χωρίς ο λόγος του να έχει κάποιο πολιτικό μέγεθος, επιβάλλεται στο πλήθος με περίτεχνες ρητορικές αποστροφές οι οποίες φθάνουν έως το αλησμόνητο :
    - Πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν.
    Πήγαινε γυρεύοντας για το προσωνύμιο «παπατζής» που θα τον ακολουθεί στην υπόλοιπη ζωή του.

(Διον. Χαριτόπουλου «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», εκδ. Εξάντας.)

  1. Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
    Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας.
    Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
    αλλού οι λαοί αγάλλονται κι εδώ οι δωσίλογοι όλοι
    [...]
    μα όπου κι αν εχτύπησε, παντού σ΄όλες τις θύρες
    για νοίκι του ζητήσανε χρονιάτικο και λίρες
    κι ο Ιωσήφ εκίνησε στο σπήλαιο με φούρια
    κι εκεί τον εδεχτήκανε τα βόδια, τα γαϊδούρια.
    Γιατί εκείνα ήτανε ω φίλοι συμπολίτες
    γαϊδούρια κι όχι σύγχρονοι μεγαλοϊδιοκτήτες.
    [...]
    Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν υψίστοις»
    του Παπαντρέου φάνηκε η δόλιά του πίστις.
    Πιστεύομεν πιστεύομεν ο παπατζής φωνάζει
    κι όλοι, εχθροί και φίλοι του με δαύτον κάνουν χάζι.
    [...]
    Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα
    να φέρουν λίγη ενίσχυση στη δόλια μας τη χώρα.
    Τον λίβανο τον πήρανε χωρίς ποσώς ν΄αργήσουν
    οι βουλευτές μες στη Βουλή τον Σματς να λιβανίσουν.
    Και τον χρυσό τον άρπαξαν ευθύς σαν τα κοράκια
    και τον κατασπατάλησαν και φέρνοντας χτενάκια*
    [...]

(Χριστουγεννιάτικα κάλαντα από τον Ρίζο της Δευτέρας, 1946, όπως τα θυμάται ο τότε 13χρονος φάδερ).

*χτενάκια= αναφορά στις πρώτες πλαστικές τσατσάρες που εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν στην ελληνική αγορά.

(από nobody, 10/03/12)Το «αυτό» της ιρονίκ. (από vikar, 18/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη αποτελούμενη από τα εξής δύο συνθετικά:

  • Βρόμο- (βρομερός),
  • Νουμπάς (εκ του αγγλικού newbie που σημαίνει νέος σε κάτι).

Χρησιμοποείται ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μας θητείας για να μας χαρακτηρίσει ως νέους στο στράτευμα ή για να χαρακτηρίσουμε εμείς τους νεότερους από εμάς.

Συνώνυμα: ποντίκι, λαδοπόντικας, νιάτο, νεοκλής, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου, νιάτο, νέοπας / νέωψ, ποντικαράς και πολλά άλλα.

- Βρομόνουμπο κάτσε καλά γιατί θα πήξει το είναι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατά κανόνα βρωμόσκυλο που συμμετέχει με μεγάλη χαρά σε κάθε είδους μουχαμπέτι. Είθισται να έχει ύψος άνω του 1,70, αδύνατο σώμα και έντονα χαρακτηριστικά προσώπου (σκυλί). Πολλές φορές είναι τόσο βρωμερά που δεν κάνουν ούτε για μουχαμπέτι.

- Ρε γέμισε η Θεσσαλονίκη βρωμόμουνα! Έλεος!
- Η παναγιά μαζί σας!
- Παναγία τριάς ελέησον ημάς!

Βλ. και βρωμομούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, αλλά όχι με την καλή έννοια. Ο χλιμίτζουρας, ο μουνίκακας, ο τρομπομαρίνας.

Εκ του τρομπάρω.

- Ποιος μαλάκας, ποιος παλιομαλάκας, ποιος τρόμπας του Υπουργείου Οικονομικών σκέφτηκε να βάλει 13% ΦΠΑ στην γλυκιά μπουγάτσα, και 23% στην αλμυρή...
(Νίκος Χατζηνικολάου, εδώ)

- ΠΟΣΟ ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΠΑΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ;
(εκεί)

Φωτορεαλιστική απεικόνιση (από Vrastaman, 05/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified