Σύντμηση του υβριστικού όρου κλαπαρχίδας ή κλαπαρχίδης.
Άντε ρε κλάπα από 'δω που θα μου πεις ότι ήταν οφ-σάιντ!
Σύντμηση του υβριστικού όρου κλαπαρχίδας ή κλαπαρχίδης.
Άντε ρε κλάπα από 'δω που θα μου πεις ότι ήταν οφ-σάιντ!
Got a better definition? Add it!
Μισοσοβαρή-μισοαστεία κατάρα από Αιτωλοακαρνανία μεριά.
Το παλιούρι είναι ένας γεμάτος αγκάθια θάμνος, εναντίον του οποίου δεν συνιστάται η κατά μέτωπον επίθεση, κοινώς γιούργια. Προφάνουσλυ, ένας αγκαθωτός διάολος που κόβει βόλτες στα σωθικά του αποδέκτη της κατάρας δεν είναι και ό,τι καλύτερο...
Πηγή : Ο φάδερ.
Μωρέ φαταούλα, μισό μπακλαβά είχα φυλάξει να γλυκάνω το δόντι μου, και μόλις γύρισα την πλάτη μου τον σαβούρωσες; Μπα που να 'μπει ο διάολος μέσα σου και να 'ναι φορτωμένος παλιούρια, κερατά!
Βλ. και διαλέμπαμεσασου, που να μπουν ούλοι οι διαούλοι μέσα σου, χίλιοι διαόλοι μέσα σου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διοικητής λόχου αυνανιστών (< αγγλ. captain = λοχαγός). Συνήθως δεν έχει αποφοιτήσει από κάποια σχετική σχολή, αλλά αναδεικνύεται στο πεδίο της μάχης σε φυσικό ηγέτη της ομάδας, λόγω των αναμφισβήτητων προσόντων του και του έμφυτου χαρίσματος που διαθέτει.
Ο καπετάν-μαλάκας υποστηρίζεται κατά την άσκηση των καθηκόντων του από έναν ή περισσότερους ανθυπομαλάκες των οποίων τις δραστηριότητες συντονίζει με ζήλο.
Χότζα μου, δουλεύοντας ήδη το μέχρι σήμερα ανύπαρκτο λήμμα, έπεσα πάνω σε σχετικό σχόλιό σου στον καπετάν Φλωριά. Έχεις απόλυτο δίκιο, ο λημματογραφούμενος καπετάνιος κρύβεται στις σελίδες του Κονδυλάκη. Κατέβασα όσα κείμενά του διαθέτω, κατέβασα και κάμποσα καντήλια και ΧΠ αλλά εις μάτην, του κάκου. Ο καπετάνιος παρέμεινε ασύλληπτος.
Ίσως γι αυτό να λένε ότι η μαλακία είναι ανίκητη.
Για να βγάλω λοιπόν το άχτι μου, στο παράδειγμα παραθέτω από μνήμης και στο περίπου τη φράση του Κονδυλάκη.
«Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο καπετάν-μαλάκας ήταν πατέρας μου».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Πάτρα)
ξεβαφτίζω: μπινελικώνω κάποιον σε τέτοιο βαθμό (συνήθως εμπλέκοντας θεία πρόσωπα σε άσεμνες στάσεις), που δεν μένει πια τίποτε ιερό πάνω του (βλ. χέζω/«λούζω» πατόκορφα)
ξεβαφτίζομαι: μπαινοβγαίνω συχνά στο νερό (θάλασσα ή μπανιέρα).
Καίτοι οι πατρινοί τυγχάνουν ιδιαίτερα θρήσκοι (και θρησκόληπτοι), παρατηρείται το οξύμωρο, η λαϊκή δοξασία να θεωρεί εξαιρετικά επιφανειακό και πρόσκαιρο το εξ απαλών ονύχων «επίχρισμα» της βαπτίσεως, ώστε να αποκολλάται ευχερέστατα, συνεπεία ύβρεως ή ύδατος, αντιστοίχως.
- Μήτσε, πήρε ο προμηθευτής και είπε δε θα’ ρθει σήμερα, του ’τυχε δουλειά λέει. Άμα είναι αύριο πρωί-πρωί.
- Αύριο; Τί μαλακίες είν’ αυτές; Και τί θα κάνω εγώ σήμερα που δε μου’ χει μείνει στόκ; Για βρες μου το τηλέφωνό του, ναν τονε ξεβαφτίσω, να σου πώ εγώ...
- Μάααακηηηη! Πιπίιιιιτσαααα! Βγείτε επιτέλους απ’ τη θάλασσα βρωμόπαιδα, που ’χετε μελανιάσει και τρέμετε σα ζαγάρια! Ξεβαφτιστήκατε πιά!
- Μάλιστα μητέρα.
- Επρόπερσυ το καλοκαίρι με τους καύσωνες, που ’χε χτυπήσει σαρανταπεντάρια, έκανα ίσαμε 5-6 ντούς τη μέρα!
- Είσαι κι εσύ των άκρων, βρε παιδί μου. Ή που θα ξεβαφτίζεσαι ή καθόλου;
- Δεν το πήρα;! Εγώ κάνω κάθε μέρα μπάνιο.
- Ε, τότε ν’ αλλάζεις το νερό...
Got a better definition? Add it!
Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.
Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.
Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.
Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.
Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).
Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.
Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.
Got a better definition? Add it!
Είναι και ο κραγμένος ομοφυλόφιλος, αλλά αυτός χαρακτηρίζεται περισσότερο ως πουστάρα.
Το πουσταράς είναι συνηθέστατη και γενικότατη βρισιά, που μπορεί να σημαίνει και ότι αυτός προς τον οποίο την απευθύνουμε έχει τα χαρακτηριστικά της βρισιάς πούστης μεγεθυμένα, δηλαδή άνανδρος, άτιμος, πονηρός, μη γενναίος, αλλά και μπορεί απλώς να σημαίνει ότι θέλουμε να βρίσουμε κάποιον ότι γαμιέται.
Από τον γούγλη φαίνεται ότι την χρησιμοποιούν πολύ οπαδοί εναντίον όσων ανήκουν σε άλλη ομάδα.
Got a better definition? Add it!
Το «πριζομπρέκι» προήλθε από το γνωστό σε όλους Prison Brake. Είναι μια παραλλαγή του τίτλου της ταινίας. Το χρησιμοποιούμε σε διάφορες εκφράσεις και θα το συναντήσετε στην Κρήτη.
Γαμώ το πριζομπρέκι μου!
Άντε να μη σε στείλω σε κανένα πριζομπρέκι βραδιάτικα! (Κοινώς, άντε στο διάολο!)
Got a better definition? Add it!
Λέξη προερχομένη εκ του γραφόντος (δηλαδή εμού), εκ του γαμέω-ω, δηλαδή παντρεύομαι ή ό,τι άλλο έχω κατά νου, με την προσθήκη -ιάρης στο τέλος, το οποίο και προσδίδει την έμφαση ή υπερβολική τάση του ρήματος.
Ο γαμιάρης είναι ο εν έτει 2012 σεξοκάγκουρας, ο επί εικοσιτετραώρου βάσεως ασχολούμενος με γυναικείες υποθέσεις, υπερηφανευόμενος για τις δήθεν κατακτήσεις του καθίσταται περίγελος εις τον περίγυρό του.
Ενίοτε, σαφώς ενοχλητικός, αποτελεί αντικείμενο χλευασμού ακόμη και από το γυναικείο φύλο ως ο σαλιάρης, ο ψευτοκοκορίκος, ακόμη δε και ο μάλαξ.
Προτροπή στους αναγνώστες: Όταν προφέρετε την λέξη ως προσφώνηση σε γνωστό σας, τονίζετε πάντα την παραλήγουσα, επί παραδείγματι: Καλώς τον γα-μννιιιιά-ρη, (βλέπει κανείς την ουσία της λέξεως με την προσθήκη του 'ν', αυτός που νοιάζεται περί των θεμάτων της γαμικής).
Got a better definition? Add it!
Μεταφορικά, όταν κάποιος περνά το χρόνο του άσκοπα.
Σε άλλες γλώσσες: to dick around (αγγλικά), rumtrödeln (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνηθέστατη βρισιά ότι κάποιος είναι πούστης, και όχι με την καλή έννοια, αλλά με την έννοια του πονηρού, του «άνανδρου», του μη γενναίου και ό,τι υβριστικό.
Βλ. και τα νεφρά μου παλιόπουστα.
Ο πονηρός και ύπουλος άνθρωπος, η παλιόπουστα, το παλιοπούτανο. (Εδώ).
εχε χαρη ρε παλιοπουστα,κολοτουρκαλα,που εχουμε κοτες κυβερνησεις. (Εδώ).
Αναρωτιέμαι, και την ίδια στιγμή δεν αναρωτιέμαι, τι σημαίνει επαναστάτης σήμερα: αυτός που απεργεί απειλώντας τον εργοδότη «παλιόπουστα θα γίνεις φλαμπέ» (Εδώ).
Got a better definition? Add it!