Further tags

Παγκάρι-Γλείψιμο: η ιδιάζουσα περίπτωση αυτής της γλείφτρας ακόμη προβληματίζει την κοινωνία, καθώς κανένας δεν ξέρει εάν σημαίνει γυναίκα που πήγε με παπά ή γυναίκα που χρηματίζεται για μία (μπορεί και 2 αν είναι παρέα) πίπα.

Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης και για αυτούς που λαμβάνουν «λάδωμα» από ανωτέρους τους.

Επίσης επειδή η διαδικασία του γλειψίματος περιλαμβάνει κάτι σαν να το λαμβάνουμε (δηλαδή όπως το φάγωμα) μπορεί να σημαίνει και κλέφτης παγκαριών.

  1. Ο τάδε χθες πιάστηκε από την αστυνομία, ήταν παγκαρογλύφτης.

  2. Χθες μια παγκαρογλύφτρα μου πήρε 30 ευρώ για μια πίπα, κλέφτρα ρε φίλε έχουν κρίση και οι πουτάνες να πούμε.

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάψαλο-μουνί: ο μή τυχαίος ορισμός αυτής της λέξης είναι για τις γυναίκες των [-άντα] (από 40 και πάνω μόνο). Συνήθως χρησιμοποιείται και για τα μουνόχειλα της γυνής που έχουν σχισθεί από το πέος (ή πέη) ή και από τα αμαρτωλά παιχνίδια. Επίσης χρησιμοποιείται αντί του μιλφ.

  1. Ρε φίλε γουστάρω τη μάνα της γκόμενας μου, για σαψαλομούνα κρατιέται καλά.

  2. Χτες γάμησα μια ρε φίλε, τι σαψαλομούνα που ήταν, τα μουνόχειλα ήταν πραγματικά ξεσκισμένα.

(από pargas, 13/10/11)(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα χάρβαλο. Το χωνί. Τόσο χωνί που χωράνε καράβια.

- Την απεκάλεσε χαφιελόγρια, βρωμορουμάνα, γριά ροχάλα, σπιναλόγκα, κασέτα, μπενφίκα και διώρυγα. Όλα αυτά, εν βρασμώ και πριν λυποθυμίσει. Από κατάθεση μάρτυρα στο πταισματοδικείο, 1978

(από το βιβλίο «Είτε παίδες Ελλήνων, είτε παίδες βαρβάρων. Και τα δυο δεν γίνεται!» του Δημήτρη Μαρκόπουλου, Αθήνα, 1994)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρτάλι-μουνί: είναι η γυναίκα - κοπέλα που πλέον έχει φτάσει στο σημείο της εξαθλίωσης από το σεξ, τις καταχρήσεις, ποτά, ξενύχτια.

Επίσης παρταλομούνα θεωρείται και η γυναίκα - κοπέλα που έχει κάνει παρτούζα.

Ρε χτες γαμήσαμε με κάτι φίλους μια πολύ παρταλομούνι ρε φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταρχήν ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο. Κατ' επέκταση, αποτελεί βρισιά για οποιοδήποτε σπίτι, οικογένεια και δη για το γήπεδο της ομάδας αντίπαλου φιλάθλου. Συχνά ενταγμένο σε βρισιές όπως «γαμώ το πουτανόσπιτό σου», «το πουτανόσπιτό σου μέσα» κ.τ.ό.

  1. Καλά τους τρέντηδες που βγαίνουν για φαί- πιοτό στα δηθενάδικα στο Μετάξι δεν τους ενοχλούν τα πουτανόσπιτα που είναι σειρά το ένα μετά το άλλο;

  2. Κοιταξτε εναν που θελει να ειναι και βαζελος το πουτανοσπιτο του μεσα (Εδώ).

  3. να γκρεμισω το πουτανοσπιτο σου ρε κωλοτρυπιδακι; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο βιβλίο του Το Μπουρδέλο (Αθήνα: εκδ. Γράμματα, 1980, σ. 10), ο Ηλίας Πετρόπουλος αναλύει ότι η χαζοπουτάνα είναι η εύκολη γυναίκα, που εκδίδεται χωρίς συμφέρον. Ωσεκτουτού, συνώνυμο είναι η ψυχικιάρα, που κάνει ψυχικά, γαμήσια του ελέους. Μπορούμε, βεβαίως, να το εννοήσουμε λίγο πιο σχετικά ότι πρόκειται για την φτηνή πουτάνα, είτε με την καλή έννοια ότι είναι value for money, είτε με κάποια συμπάθεια που δεν υπερτιμά τον εαυτό της, είτε απλώς με περιφρόνηση.

Σήμερα, ο όρος συνεχίζεται να χρησιμοποιείται ως βρισιά, αλλά καθώς οι μπουρδελοσυνθήκες της γενιάς του Πετρόπουλου δεν έχουν μείνει οι ίδιες, νομίζω ότι συνήθως εννοούμε μία που συνδυάζει τις ιδιότητες της χαζής και της πόρνης, παρά μία που δεν παίρνει όλο το αντίτιμο που μπορεί να πάρει για την έκδοσή της. Αποτελεί και γενική βρισιά για όχι κυριολεκτικές πουτάνες αλλά ξανθιές που κυκλοφορούν στα μήντια και στον δημόσιο βίο.

Επίσης: χαζοπούτανο.

  1. Τωρα οσοι γελαγατε τοτε ,φατε την κουραδα του Γιωργακη !!!
    Μεινετε ανεργοι.ρεμαλια,βαρεμενοι,αχρηστοι,χαπακηδες -πρεζακηδες ,χαζοπουτανες η' πουτανες ,χωρις μελλον ....
    Συνεχιστε να ψηφιζετε τα ιδια κομματα ''εξουσιας''. (Εδώ).

  2. Οπως λες παρτε κοσμε, ομως αυτη η ταλαιπωρη χαζοπουτανα ουτε για τσοντες δεν κανει. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάρα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, απευθυνόμενη σε σκύλο που σε γαύγιζε ή σου επιτίθετο.

- Γαβ, γαβ!
- Ουστ! Που να σε φάει αυτός που σ' έχει!

Ε, πουνα σε φάει!... (από nikolaosvlas, 15/10/11)(από Galadriel, 28/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται πολύ λιγότερο σε ένα στόμα που λόγω κάποιων ανατομικών λεπτομερειών, όπως λ.χ. τα τσιμπουκόχειλα, φυσικά ή κονάτα, θα προσέφερε ηδονjική αίσθηση κατά την τέλεση πεολειχίας, ενώ περισσότερο είναι βρισιά που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να απαιτήσουμε από τον συνομιλητή μας να σωπάσει άμεσα. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, περισσότερο σε φράσεις τύπου «μην πιάνεις το τάδε στο τσιμπουκόστομά σου», «να πλένεις το τσιμπουκόστομά σου όταν μιλάς για το τάδε», «βούλωσε το τσιμπουκόστομά σου» κ.τ.ό. Εννοείται ότι το στόμα του συνομιλητή είναι μιασμένο και για αυτό δεν έχει το δικαίωμα να ομιλεί για ορισμένα θέματα, που χαρακτηρίζονται από ιερότητα.

Δευτερευόντως, βέβαια, ο όρος μπορεί να αναφερθεί και κατά την περιγραφή μιας αναγεννησιακής πουτανόφατσας, ή ως γαμησιάτικο μπινελίκι κυρίως κατά την τέλεση CIM.

  1. Αυτη η καριολα-παλιοπουτανα-βιζιτου-ξεκολιαρα κ.λ.π. κ.λ.π...μην τολμησει να ξαναβαλει στο γαμημενο το τσιμπουκοστομα της ξανα το ΠΑΟΚ μας. (Εδώ).

  2. Κατά τα άλλα το «Για όλα φταίει ο εθνικισμός» ξέρουν να το πιπιλάνε στο τσιμπουκόστομα τους, αλλά ξεχνάνε ότι ΚΑΙ για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τους οι «κακοί» εθνικιστές ματώσανε..... (Εδώ).

  3. Αν θελετε να μιλησετε για Μακεδονια να πληνετε το τσιμπουκοστομα σας εκατο φορες με μπεταντιν και μετα. και μετα να κανετε πλαστικη γλωσσας (Εδώ).

  4. Και χαίρονται οταν ακούνε απο ένα Τσιμπουκόστομα μιάς Πουτανας..να λέει ...¨ΟΛΟ ΣΤΟΜΦΟ....«ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ !!!!! (Εδώ)

  5. είναι μια αδύνατη κοπέλα με μεγάλα τουρμπινάτα συλικονάτα στήθη tits και ένα απίστευτο τσιμπουκόστομα. (από μπουρδελοσάιτ)

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακραία υποτιμητική έκφραση για ηλικιωμένο πρόσωπο. Αν ο σκέτος μαλάκας μπορεί να έχει μια πληθώρα σημασιών, και ιδίως ως προσφώνηση μπορεί να είναι γνήσια έκφραση φιλίας, ή και θαυμασμού, και αν η πράξη της μαλακίας στις ημέρες μας έχει επαρκώς απενοχοποιηθεί, θεωρούμενη ως απολύτως φυσιολογικό, αν όχι και απαραίτητο στοιχείο της σεξουαλικής ζωής, ιδίως κατά την περίοδο της εφηβείας, από ένα σημείο και πέρα παύει πάντως να συγχωρείται και αν ο άνθρωπος έχει φτάσει να γεράσει και όμως δεν το παρατά το άθλημα, τότε είναι φανερό ότι πρόκειται για αδιόρθωτο μαλάκα, με την κακή έννοια, μαλάκα με πατέντα.

Μπορεί πρώτα πρώτα ν’ αναφέρεται σε χούφταλο μπανιστιρτζή που του τρέχουνε τα σάλια. Στο γέρο που λόγω παρακμής αδυνατεί πλέον να γαμήσει, και τη βρίσκει δια χειρός Βαράγκη. Αλλά κατ’ εξοχήν σημαίνει τον κακό γέρο, το μοχθηρό, το είδος αυτό ανθρώπου που με το πέρασμα των χρόνων έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να βελτιώσει λίγο ή έστω να συγκαλύψει τα αρνητικά στοιχεία του παλιοχαραχτήρα του και πλέον εκδηλώνεται σε όλο του το μεγαλείο: μίζερος, τσιγκούνης, γκρινιάρης, φορτικός, το είδος του ανθρώπου που συναντάς και χαλάει η μέρα σου (αν τον έχεις και μες στο σπίτι του εξετάζεις σοβαρά τη λύση της αυτοκτονίας). Επίσης στο θύμα της γεροντικής άνοιας, στο γερο-πρήχτη και εν γένει σε κάθε είδος αποκρουστικού γέρου. Προνομιακό πεδίο δράσης του τα λεωφορεία, όπου αρέσκεται να επιπλήττει τους νέους που δε σηκώνονται για να καθήσει αυτός.

Συμπαθέστερο είδος γερομαλάκα (πρήχτης αλλά όχι και παλιοχαραχτήρας) είναι το μοναχικό χούφταλο που κολλάει σε νεανικές παρέες και, αφού εντοπίσει τον αδύνατο κρίκο, τον οποίο και θα πλευρίσει, αρχίζει την ακατάσχετη φλυαρία ενώ η ομήγυρις μάταια αγωνιά ν’ αρπαχτεί από καμία παύση για να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Τα θύματα μπορεί να είναι αγόρια, οπότε ο γερομαλάκας συνήθως θ’ αναφέρεται στα πάλαι ποτέ ερωτικά του κατορθώματα και θα δίνει πρόστυχες συμβουλές, ή κοριτσάκια, οπότε ο γερομαλάκας θα σαλιαρίζει σε πατρικό στιλ ζαχαρώνοντας ταυτόχρονα τα γκομενάκια.

Το γερομαλάκα ανέδειξε ο πολύς Reiser, που ο ίδιος πέθανε το 1983 στα 42 του από καρκίνο των οστών. Το Βαβέλ ή το Παρά Πέντε, δε θυμάμαι τώρα, τίμησε το θάνατό του με μια φωτογραφία του με τη λεζάντα: «Δε θα γίνω ποτέ γερομαλάκας».

  1. Κοίτα εκεί τον ]γερομαλάκα πώς καρφώθηκε να χαλβαδιάζει το γκομενάκι με το ξώβυζο και του τρέχουνε τα σάλια.

  2. - Τι έγινε πάλι; Γιατί είναι παγωμένα τα καλοριφέρ; - Γαμώτο πάλι θα πήγε ο γερομαλάκας από τον πρώτο και θα το έκλεισε ο παλιοτσιγκούνης.
    - Προπόνηση για τον τάφο κάνει ρε πούστη μου;

  3. - Μαλάκα σύρμα, μην κοιτάς και προχώρα ίσια μπροστά. - Τι έγινε; - Στο παγκάκι είναι ο γερομαλάκας που προχτές μας την είχε πέσει και ξημερωθήκαμε μέχρι να ξεμπερδέψουμε. - Ώχουουου! Τη βάψαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που με το κουτσομπολιό διαβάλλει, βάζει φιτίλια, παροτρύνει ύπουλα κάποιον εναντίον κάποιου άλλου.

Η Κατίνα κοινώς, αλλά με επιπλέον προτερήματα... να συκοφαντεί, να διαλύει ζευγάρια και φιλίες. Το σούχλιμα σημαίνει στην ουσία όταν μια μαγείρισσα καίει (χαλάει) το φαγητό (εις την Κρητική διάλεκτο).

Σάκης , μπαίνει στο σπίτι και βλέπει την κυρα κατινα να κάθεται με τη γυναίκα του,η οποία κατινα εχει θάψει καμιά δεκαριά... συγγενείς και φίλους του σακη,ο σακης φορτώνει ,και λεει:Ρε γυναίκα τι κάθεσαι κι ακούς αυτή τη σουχλιστρα,δε σου πα να μην ξαναπατήσει στο σπίτι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified