Further tags

Ο σαλεμένος, ο αλαφροΐσκιωτος, ο χαζεμένος, ο τρελός.

Λατρεμένη σούρδικη λέξη, που προφέρεται με τόνο σαρκασμού και άκρατης ειρωνικής διάθεσης.

- Σιγά μην άφηνα τη Σούλα μόνη της στο σπίτι! Αυτή είναι σαλή, μέχρι να επέστρεφα θα ήταν ικανή να το κάψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται το βλήμα που εκείνα που εκτοξεύει από το στόμα του μοιάζουν με πύρινες μπάλες.

Συχνά και ο ίδιος λειτουργεί ως πυρωμένο βλήμα πυροβολικού (όλμος). Συχνά η αντίδραση των ανθρώπων γύρω του είναι να σκύψουν μην τους πάρουν τα θραύσματα.

Εναλλακτικά: Φλογόμπαλο.

- Τι είπε πάλι το πυρόβλημα...ρε θα μας κάψει ζωντανούς καμιά ώρα.
- Τρελό φλογόμπαλο ρε 'συ...δεν παλεύεται με τίποτα.

(από sar12345, 26/08/11)(από sar12345, 26/08/11)(από sar12345, 26/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γλοιώδης, ο γλίτσας, ο γυμνοσάλιαγκας.

Άνθρωπος ο οποίος σέρνεται, αφήνοντας πίσω του υπόλευκη κολλώδη ουσία.

- Αυτός ο γλιμούτσης ο Πέτρος έκανε για λίγο καιρό την παρηγορήτρα και σύντομα την έπεσε στην πρώην γκόμενα του κολλητού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο πολεμικό ναυτικό, φασίνα είναι η σκούπα. Χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός προς τον ανάξιο, τον τελειωμένο, τον καραγκιόζη. Επίσης χρησιμοποιείται ως διακριτικό μεταξύ αρχαιότητας στο Σώμα. Έτσι αποκαλούν τους υφιστάμενους οι ανώτεροι, θέλοντας να τους υπονομεύσουν.

Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα που είναι άσχημη, χονδρή, την λεγόμενη πατσαβούρα. Μόνο που δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την εξωτερική εμφάνιση, αλλά και με τον χαρακτήρα που είναι δίχως ευγένεια, τρόπους και τακτ, η γυναίκα «κατσίκα», κατά τον Pavese.

  1. Σκάσε μωρή φασίνα!
  1. Τελειώνετε φασίνες!

  2. Η γκόμενα είναι φασίνα. Δεν τη γαμάω ούτε με μια βαρέλα ουίσκι!

  1. Φέρε μια μάπα (σφουγγαρίστρα) και μια φασίνα να καθαρίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πολύ βρόμικο ρούχο, που έχει πιάσει μάκα. Λόγοι που μπορεί ένα αθώο ρουχαλάκι να μετατραπεί σε αποκρουστική κλέτσα, είναι συνήθως ο υπερβολικός ιδρώτας, η σκόνη, διάφορα υγρά του έρωτα, ή ο συνδυασμός αυτών. Η κλέτσα πρέπει να καθαρίζεται, να πετιέται ή να καίγεται άμεσα, ανάλογα τα βίτσια του κατόχου της.

  2. Μεταφορικά, μια προσβλητική προσφώνηση παρόμοια με τη «γαλότσα».

  1. Πω πω μαλάκα, μετά το κάμπινγκ όλα μου τα ρούχα έχουν γίνει κλέτσες! Στον κλίβανο θα πάνε!

  2. Άσε μας μωρή κλέτσα κι εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χολιγουντιανού επιπέδου επικίνδυνη αποστολή κάποιου να γαμήσει μια χοντρή γυναίκα τύπου Φάλαινα Άντερσον.

Οι ρίζες της έκφρασης εντοπίζονται στη ταινία Free Willy, όπου Willy το όνομα της πρωταγωνίστριας φάλαινας. Η ομοιότητα της γυναίκας όρκας με την προαναφερθείσα φάλαινα γέννησε το Fuck Willy, το οποίο είναι κι αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα.

- Λοιπόν παιδιά, σήμερα έχει Fuck Willy στο πρόγραμμα.
- Καλά ρε σαβουρογαμόσαυρε, πάλι χοντρές θα κυνηγάμε;

(από nobody, 16/08/11)(από nobody, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Νεοέλληνας. Αυτός που τα γνωρίζει όλα. Αυτός που είναι ειδήμων επί παντός επιστητού.

Μη σλανγκικά, ο Homo Universalis χαρακτηρίζει τον εξιδανικευμένο Αναγεννησιακό άνθρωπο: ερευνητικό και κριτικό πνεύμα, φιλοπεριέργεια, και κυρίως μία τάση για ενασχόληση με κάθε αντικείμενο της τέχνης και της επιστήμης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: Ο ντα Βίντσι, ο Αβικέννας, ο Ισαάκ Νεύτων, ο Γαλιλαίος Γαλιλέι κ.ά.

- Ήρθα στην Ελλάδα διακοπές και έχω δει τον homo universalis σε όλο του το μεγαλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βουπού αποκαλούνται τα εκ βορείων προαστίων ορμώμενα ψωναρέ και πλουσιέξ ανθρωποειδή.

Τα κλισέ θέλουν τα αρσενικά του είδους να είναι μαμούχαλα βουτυρόπαιδα και τις βουπούδες γκομενίξ να διέπονται από υλισμό, εγωκεντρισμό, ηδονισμό του κώλου, μπιμποϊσμό και τρεντισμό.

Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται παγκοσμίως: Βλ. τις Καλιφορνέζες valley girls, τις Νεοϋορκέζες JAP, τις Αγγλίδες essex girls, τις Γαλλίδες B.C.B.G., τις Ισραηλινές Frecha, και ταλιμπάν.

- Σε μας να σκάει ο τζίτζηκας (εντάξει, παραδέχομαι πως σε κάποιες φάσεις ο αέρας λυσσομανούσε) και οι βουπούδες να είναι με γαλότσα και ομπρέλα; Παίδες, απλά μετακομίστε!!! Ή, τελοσπάντων, αγοράστε εξοχικό στα Νότια!
(εδώ)

- O Θάνος ήταν ένα κλασικό ΒουΠου, με χαμόγελο Colgate, πλήρη εξάρτηση Timberland, μπαμπά μεγαλοδικηγόρο και φίλους αρκούντως φλώρους...
(εκεί)

- Ο ΒΟΥΠΟΥ ΜΑΚΗΣ ΒΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ
(παραπέρα)

-------------------

  1. Το μαλλί τους ΠΟΤΕ (σχεδόν) δεν είναι το τελείως ίσιο, το ινδιάνικο, το πράσο ένα πράμα... Η ισιούρα θεωρείται κατωτέρου. Οι βουπούδες κάνουν περίτεχνα χτενίσματα, επιμελώς ατημέλητα κι έτσι, μπουκλέ και ψιλοκρεπαριστά, ενίοτε μαμαδίστικα και κυρατσέ.

  2. Ακόμη και στις ελάστιχες περιφτώσεις που έχουν ίσιο μαλλί - το οποίο τότε εξυπακόύεται πως είναι το νατουράλ τους - ΠΟΤΕ ΤΩΝ ΠΟΤΩΝ δεν το βάφουν στο κλασικό καραξανθό, το πλατινέ, το κιτρινιάρικο, το καναρινί, το ξανθό που όλοι εμείς οι κάγκουρες λατρεύουμε. ΠΑΝΤΑ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ, ιτς δε ρουλ. Το τίγκα ξανθό θεωρείται γύφτικο, καγκούρικο, φτηνό, δευτεράντζα, λάικα, μπουρναζιώτικο κλπ

  3. Συνήθως δεν βάφουν τα νύχια των ποδιώνε τους με καυλωτικά μπουρδελιάρικα κόκκινα χρώματα. Άντε κανά γαλλικό μανικιούρι ή λίγο βερνικάκι για να γυαλίζει και να θρέφει και καλά το νύχι.

  4. Δεν μπογιατίζονται στο πρόσωπο, μόνο βάφονται ελάστιχα και «διακριτικά», για τους γνωστούς λόγους: το σοβάτισμα είναι για τις γυφτο / καγκουρογκόμενες κλπ.

  5. Στας βραδινάς εξόδους τους προτιμούν τα περίφημα «αέρινα» κοριτσίστικα φορεματάκια που ζέχνουν αθωότητα και παιδικότητα (κι ας έχουν οι ίδιες μάστερ στα τσιμπούκια). Τα κολλητά / εφαρμοστά / φορέματα κάλτσα, αποφεύγονται μετα βδελυγμίας για τους γνωστούς λόγους. Γενικά οι βουπούδες αντιπαθούν το ξέκωλο ντύσιμο.

  6. Υπόδηση. Μπαλαρίνες, γενικά φλατ παπουτσάκια - σανδάλια, άντε καμιά πλατφόρμα απ' αυτές με το τακούνι-φελό. Αποφεύγονται γόβες στιλέτο.

  7. Από άποψη φυσιολογίας: οι βουπούδες έχουν συνήθως στρουμπουλά και ροδαλά μαγουλάκια, ακόμη κι αν είναι γενικά αδύνατες, λόγω της καλοζωίας, της παντελούς έλλειψης εγνοιών και του καθαρού αέρα που αναπνέουν στας Εκάλας και τας Πολιτείας.

  8. Σχεδόν ουδέποτε οι βουπούδες έχουν εκ φύσεως γραμμωμένα και στεγνά / άλιπα / σφιχτά κορμιά. Συνήθως είναι πλαδαρουά, με ψιλομεγάλες περιφέρειες, χοντρές γάμπες κλπ. Τέτοια μυώδη - μεσομορφικά τα λέμε εμείς οι γνωρίζοντες - σώματα είναι πολύ πιο πιθανό να συναντήσεις σε ξένες (αλβανέζες κυρίως) αλλά και κοπέλες λαϊκών στρωμάτωνε. Αν αι β.π. κάνουν ποτέ γράμμωση, θα την κάνουν μετά τα 30-35, με εκατό γυμναστές / personal trainers από πάνω τους, διαιτολόγους κλπ (...)

(johnblack, εδώ)

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαντασμένο, ξιπασμένο ανθρωποειδές.

Εκ του ψωνάρα (υπερθετικό του ψώνιου) και του γαμοσλανγκοψευδογαλλοεπιθέματος -ρέ.

- Το παίζω σκυλάκι της, δεν με παίρνει κι αλλιώς. Είναι η πρώτη γκόμενα στα μέρη μας, το ξέρει, μπορώ να σου πω καλύτερη από κάτι σούργελα που βλέπεις στην τηλεόραση. Είναι λίγο ψωναρέ μα δεν με χαλάει καθόλου, μην σου πω ότι με φτιάχνει κιόλας. Αυτό το υφάκι, αφ' υψηλού και υπεράνω, με κάνει να αισθάνομαι ότι όποτε είμαι δίπλα της κάτι γίνεται, κάτι συμβαίνει.*
εδώ

- gt na iste toso psonare oles re pousti; dn iparxi mia p na ine kanoniki oute mia omos...
ekei

- Κινητά των 400 ευρώ κάθε χρόνο ή κάθε 6 μήνες, λογαριασμοί κινητής τριψήφιοι κάθε μήνα. Αλλαγή αυτοκινήτου κάθε 2-3 χρόνια γιατί «συνέφερε περισσότερο» . Σ/Κ σε Ναύπλιο, Αγόριανη, σαλέ, πισινέ, ψωναρέ. 2-4 ΙΧ ανά οικογένεια...
περαπέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πάντα εμπνευσμένη και γόνιμη λεξιπλαστική ευφυΐα του Ελληνικού λαού, μετά την καθιέρωση του εύχρηστου, ακριβούς και μονολεκτικού όρου «Σπατόσημο» αντί του δύσχρηστου και ακατανόητου «τέλος εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης αερολιμένων», προέβη αυθωρεί σε νέα μετεξέλιξή του επί το χυδαιότερον, ως σκατόσημο, το οποίο προσφέρεται πλέον για χαρακτηρισμό όχι μόνο του εν λόγω τέλους αλλά και κάθε εν γένει τέλους, βάρους, φόρου, κερατιάτικου και τζερεμέ, από τους άπειρους που υπάρχουν αλλά και ξεφυτρώνουν νέοι διαρκώς σαν τα μανιτάρια στον καθημερινό μας βίο.

  1. Στο τρίτο (και φαρμακερό) βρίσκουμε τον κόσμο της εργασίας. Tους Έλληνες που, από τις 6 τα χαράματα είναι στους δρόμους για να δουλέψουν το μαγαζί, τη βιοτεχνία, το εργοστάσιο, την επιχείρηση. Tους ανθρώπους που πληρώνουν Φ.Π.A., ΦMY, ΦMΠ, ΣMΠ, PΨX, ΠPT, IKA, ΣYKA, ΔIKA, TΣA, ΠΣA, ΞA, αλλά και χαρτόσημο, σπατόσημο, ακόμα και σκατόσημο, διαολόσημο και βλακόσημο. (εδώ)

  2. Σκατόσημο θεσπίζει η ΕΥΔΑΠ από το Μάρτιο προκειμένου να φρενάρει τους κατοίκους των βορείων προαστίων που κάθε τρεις και λίγο είναι στις τουαλέτες. (εδώ)

  3. – Θέλω μια Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου ...
    Ο θάνατος ειναι εγγεγραμμένος στην Αθήνα τη δεκαετία του '70...
    Αλλά δε ξέρω σε ποιο δημαρχείο...
    – Δεν είναι δύσκολο ρε συ. Πας στο δικαστικό μέγαρο, κάνεις μια αίτηση (πρέπει να ξέρεις ημερομηνία θανάτου), πληρώνεις ένα σκατόσημο, μισό ευρώ νομίζω, και σου λένε πότε να πας να το πάρεις.
    (εδώ)

  4. Με ξεσκίζει η εφορία με 40%, με ξεσκίζει ο φόρος της βενζίνης, με ξεσκίζουν τα διόδια, το σπατόσημο, το σκατόσημο, τα τέλη κυκλοφορίας, τα έξοδα μεταβίβασης (να συνεχίσω με τους φόρους ή το πιάσαμε;) (εδώ)

  5. Το καταπληκτικότερο (δυστυχώς δε γνωρίζω Ολλανδικά): In het Nedergrieks wordt dit uiteraard [ˌskupidoʋˈfaːχoʋ]. ‘Toiletpapier’ heet dan weer [skəˈtousimou], d.wz. σκατόσημο, een zeer subtiele verwijzing naar de beruchte luchthaventaks op Eleftherios Venizelos die in de volksmond σπατόσημο genoemd wordt (naar Spata, de plaats waar de luchthaven gelegen is). (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified