Further tags

Ο περιορισμένης διανοητικότητας άνθρωπος. Ο χαζός.

- Καλά ρε, βάζεις κολόνια και στο καπάκι αποσμητικό;
- Γιατί, τι πειράζει;
- Τίποτα, ρε, βάλε, καλό είναι.... Α, ρε κωθώνι.

Κ...όθων (από GATZMAN, 10/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον ομοφυλοφιλικό έρωτα, στάση του ιεραπόστολου με τα πόδια πάνω ή, κατά τη wikipedia, anal missionary between two males (πρωκτικός ιεραπόστολος μεταξύ αρρένων).

Το ανοιχτό V των ποδιών η ποιητική φαντασία της λούγκρας το οραματίστηκε ως τα πόδια να δοξάζουν το εικόνισμα στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι, ή να περιβάλουν το πρόσωπο του γαμιά ως το κάδρο το εικόνισμα. Υποδηλώνει τη λατρευτική σχέση της αδερφής προς την πούτσα και τον κάτοχό της.

- Και που λες τον κάνω τσακωτό με τα πόδια εικόνισμα κι ένα τσόλι να τον καβαλάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δις μαλάκας.

– Μα να την βρίσει κατάμουτρα;! Δέν είναι μόνο μαλάκας!
– Ναι, είναι μαλακομαλάκας το παιδί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως υποτιμητικός όρος και υβριστικά.

Στην κυριολεκτική του έννοια σημαίνει «πανί για το μουνί», δηλαδή σερβιέτα.

- Άντε φύγε από 'δω ρε μουνόπανο !

- Άμα σας πετύχουμε μετά το μάθημα ρε μουνόπανα, θα σας γαμήσουμε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ανόητη και ηλίθια γυναίκα, με τον εγκέφαλο στο γκρίζο.

Λέγεται στην δυτική Ελλάδα, περιοχή Πρέβεζας και αλλού.

- Πού πήγες κι έμπλεξες μ' αυτό το χάλμπαρο, πρόσεχε μη στα φάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ύβρις για γυναίκα που δε γουστάρει κάποιος. Σχετίζεται με την κλασομπανιέρα, και τον κλασαρχίδα. Ταιριάζει η χρήση του σε γυναίκες που το παίζουν κλασάτες, δυναμικές και όμορφες, αλλά στην πραγματικότητα είναι ελεεινές και φτωχόμουνα με femme fatale attitude.

  2. Το αιδοίο που κατά τη διάρκεια του ξεσκιζόλ απελευθερώνει αέρα πολύ συχνά (ρυθμός άνω των 5 fpm - farts per minute).

-Τι έγινε ρε, γιατί μάλωνες με την Ίριδα;
-Άσε με μωρέ με το κλασόμουνο, που θα μου πει εμένα να πούμε πως να κάνω τη δουλειά μου! Γαμώ το Χριστόφορο και την Πανακόλα της!

-Για πες ρε, τι έλεγε η Ίριδα στο κρεβάτι;
-Ωραία φίλε, στενό μουνί, αλλά έκλανε συνέχεια.....
-Μμμμ κλασομούνα δηλαδή.
-Ναι, σαν τη μάνα σου.
-;;;;;;;;;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από που να ξεκινήσεις και που να τελειώσεις... Από τη μισητή μορφή του Ισκαριώτη; Από το γεγονός ότι ο ρουφιάνος χαιρόταν τον έρωτα; Από τα φιλιά που έδινε αβέρτα που να μη σώσει; Από τον πλεονασμό του «γαμώ τα γαμήσια»; Απ' όπου και να το καρκατζαλώσεις μέσα είσαι.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο του γαμώ αντιχρίστους, διαβόλους, τριβόλους κλπ, θέλω δηλαδή να βρίσω θεία –αλλά όχι, δε θα το επιτρέψω στον εαυτό μου. Αλλά ναι. Αλλά όχι... Στήσου Ιούδα να ξεχαρμανιάσω γιατί τα θέλει ο κώλος σου...

— Κωστάκη πήρε ο Κώστας και είπε ότι η παραγγελιά του Ντίνου ακυρώθηκε. Kρίμα ρε γαμώτο, τόση ώρα φάγαμε στα τηλέφωνα...
— Δώμου το τηλέφωνο μη γαμήσω τίποτα... Έλα ρε Κώτσο, τι έγινε ρε γαμώ τα γαμήσια του Ιούδα γαμώ το γαμώ μου μέσα γαμώ;
— Άστα γαμηθήκαμε...

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος, παρεμφερής με τη βλάχα, το βλαχαδερό και όλα τα συναφή. Χρησιμοποιείται ευρέως για να χλευάσουμε κάποιον, άσχετα από το αν είναι φορέας της βλαχούτσικης ιδιότητας. Συχνά απαντάται στην ερώτηση «είχες και στο χωριό σου...;» συνοδευόμενο από το «Α μωρή» επιτείνοντας την υποτίμηση.

- Το καινούριο μου κινητό έχει wireless και touch screen, είναι γαμάτο!
- Α μωρή βλαχούτσα, είχες και στο χωριό σου touch screen;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει φάει τέτοια νίλα, που δεν μπορεί να την ξεπεράσει. Προσομοιάζεται με το ότι έχει καταπιεί την πούτσα, έχει κολλήσει όμως στον οισοφάγο λόγω μεγέθους και δεν μπορεί ούτε να τη βγάλει, ούτε να τη χωνέψει.

Σούλης: -Έλα ρε συ Ανέστη, αφού αν δεν σας έσπρωχναν έτσι οι διαιτητές θα χάνατε!
Ανέστης: -Τι λες ρε μαλάκα; Έχεις φάει την πούτσα και δεν μπορείς να τη ρευτείς, δεν μπορείς να τη φτύσεις και μιλάς;

(από dk636, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified