Further tags

Τζιποκόπανος: κλασσικός ορισμός νεοέλληνα (ελληνίδας) νεόπλουτου (νεόπλουτης) που, οδηγώντας το μεγαλύτερο τζιπ που υπάρχει, προσπαθεί να δείξει στους υπόλοιπους είναι ο καλύτερος /-η, αδιαφορώντας ή μην έχοντας ιδέα ότι: 1. Γίνεται ενοχλητικός /-ή γιατί δεν ξέρει να οδηγεί, 2. Γίνεται ενοχλητικός / -ή γιατί παρκάρει όπου να 'ναι (αφού έχει τζιπ θα καβαλήσει ακόμα και τα πιο ψηλά πεζοδρόμια) 3. Τον/την κοροϊδεύουν όλοι γιατί ίσα που φτάνει να δει πάνω από το τιμόνι.

Για κάποιον που μόλις πήρε τζίπ:
- Πάει και αυτός, έγινε τζιποκόπανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκεπτόμενος με το κάτω κεφάλι.

Μα καλά, ψωλόμυαλος είσαι μωρέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βρισιά, όπου εννοείται ότι η αξία αυτού προς τον οποίο απευθύνεται δεν είναι περισσότερη από ένα μέρος για να κρεμαστούν αρχίδια.

  2. Το τάγκα, όταν το φοράει άντρας, μάλλον επειδή τότε οι όρχεις κρέμονται σε αστεία see-through θέα.

Η προέλευση της βρισιάς δεν είναι σαφής. Εφόσον χρησιμοποιηθεί εναντίον άντρα μπορεί να εννοεί ένα πέος που είναι τόσο άχρηστο, λ.χ. μικρό ή μαλακό, ώστε η μόνη του χρησιμότητα είναι να λειτουργεί ως κρεμάστρα για τους όρχεις, καθώς και τον φέροντα ένα τέτοιο πέος, συνεκδοχικά. Επίσης, θα μπορούσε να συσχετιστεί με όρους, όπως η αρχιδοχορεύτρα, αρχιδοπαλαίστρα κ.τ.ό., που σημαίνουν το περίνεο, ωστόσο δεν υπάρχουν διαδικτυκά ευρήματα με αυτήν την σημασία.

Ο ορισμός τροποποιήθηκε ύστερα από διάλογο στα σχόλια.

  1. α. Ναι ρε Γιάννη, τρέχα γύρευε τώρα... Το e-shop.gr φταίει, ή η εταιρία που έβγαλε το μαραφέτι, που έχει και cd-rom μέσα για εγκατάσταση; Και συν τις άλλοις, το λέει και στο site τους. Είναι η evaluation edition που σημαίνει ότι δουλεύει κανονικά αλλά με όριο τα 2ΜΒ. Αν θές unlimited αγόρασε. Ακούς οι αρχιδοκρεμάστρες ρε; (εδώ).

β. Κάνε μου μια χάρη, πήγαινε στο τόπικ της Αμαλίας που έχουν ανοίξει εδώ μέσα και άρχισε να μπινελικώνεις όλους αυτές τις μικροτσούτσουνες αρχιδοκρεμάστρες που φάγανε την κοπέλα (είδες ξερω κι εγώ μπινελίκια). (Εδώ).

γ. ti kaneis vouch mwrh arxidokremastra esy; (εδώ).

  1. από εδώ:
    Καθως ρυθμιζα τη φωτογραφικη μηχανη ο χωροφυλακας ειχε βγαλει τη στολη του και ετοιμαζοταν να ορμησει ακαθεκτος στα καθαρα νερα του Λιβυκου πελαγους. Παρατηρησα πως φορουσε «αρχιδοκρεμαστρα,» κοινως ταγκα. Κατι πατησε γιατι λιγο πριν βουτηξει ηρθε και με ρωτησε αν εχω πενσα . Αφου απαντησα αρνητικα ,τον ειδα λιγα λεπτα αργοτερα ξαπλωμενο ανασκελα να του αφαιρει ενας ηλιοψημενος Αλβανος με το στομα ένα καρφι από την πατουσα. Μολις σηκωθηκε ανακουφισμενος τους ειδα να απομακρυνονται αγκαζε. «Άλλος ενας που βλεπει σε ‘’βαθος’’ το μεταναστευτικο προβλημα» σκεφθηκα.

(από Khan, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν τον υπολογίζουμε.

  1. - Σαν αρχηγός της ομάδας λέω να απέχουμε από τις προπονήσεις. Ο πρόεδρος έχει να μας πληρώσει κάνα τρίμηνο.
    - Ρε Δημήτρη εγώ λέω να το ξανασκεφτούμε. Κινδυνεύουμε να πέσουμε κατηγορία.
    - Άσε ρε Μανωλάκη. Ποιος σε γαμάει εσένα; Δεξί πάγκο παίζεις.

  2. - Παιδιά, λυπάμαι αλλά το club έχει γεμίσει απόψε.
    - Καλά, εντάξει. Ποιος σε γαμάει εσένα; Φώναξέ μου τον Κώστα τον μετρ για να μη γίνουμε κώλος εδώ μέσα.

(από HardcoreGR, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κλασσική (παλιά αλλά ακόμα εν ενεργεία) γείωση, που ρουπώνει κάποιον που λέει μαλακίες αναφερόμενος σε λεγόμενα-πεπραγμένα ετέρου τρόμπα.

Η στιχομυθία είναι λίγο-πολύ τυποποιημένη:

Ομιλητής Α:
- Ο/η τάδε λέει ότι μπλα-μπλα (παπαριές)
Ομιλητής Β:
- Του το 'πες;
Ομιλητής Α:
- Ποιο;
Ομιλητής Β:
- Να πα' να γαμηθεί!

Κάπως έτσι.

1. Ερωτικά σκιρτήματα:

(Τσιν-τσιν)!
- Δεν με κοίταξες στα μάτια!
- ...;
- Οι Γάλλοι λένε, όταν τσουγκρίζεις με κάποιον πρέπει να τον κοιτάς στα μάτια, έτσι λένε.
- Τους το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθούνε!

2. Πολιτική ανάλυσις:

- Ρε συ, άκου τί λέει εδώ: Ο κύριος Υπουργός είπε χτες καλεσμένος σε μιαν εκπομπή, ότι ντάξει θα το διερευνήσουν το θέμα με τους μπάτσους που σακατέψανε τον άνθρωπο και άμα είναι θ' αποδοθούν ευθύνες, αλλά δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζεται ο λαός με τέτοια, γιατί οι Έλληνες πρέπει να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, να κάνουν λίγη υπομονή και να 'χουν πίστη στο θεό και στο ΠΑΣΟΚ κι όλα θα πάνε καλά, και λεφτά υπάρχουνε κι απ' όλα τα καλούδια, βέβαια αν τελικά πτωχεύσουμε τί φταίει αυτός, γιατί στο κάτω-κάτω είμαστε συνυπαίτιοι της κρίσης αφού μαζί τα φάγαμε και σιγά μην επαναστατήσουμε κιόλας, τέτοιος μικροαστικός και δειλός λαός που είμαστε, οι Έλληνες. Α! Όποιος δεν συμφωνεί, είναι τρομοκράτης, λέει.
- Του το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθεί!

Elevator look (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προσβλητική έκφραση, η ύβρις, ο απαξιωτικός η μειωτικός χαρακτηρισμός, το πρόσβολο.

Συνώνυμα: Λόγια βαριά.

  1. Αντάλλαξαν βαριές κουβέντες μεταξύ τους και στη συνέχεια έγιναν μαλλιά κουβάρια.
  2. Στέλιος: ...κι αν αλλάξαμε λόγια βαριά ρίχτα όπως κι εγώ στη φωτιά...
  3. Τον στόλισε με βαριές κουβέντες

(από Khan, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαϊδούρι (κυριολεκτικά και μεταφορικά).

Από το τουρκικό gumar, από το αραβικό άχμαρ, συναφές προς το εβραϊκό χαμόρ (το 'χ' στις λέξεις 'αχμαρ' και 'χαμόρ' προφέρεται από το βάθος του λάρυγγα, όπως το ισπανικό j, jota, στην Ισπανία).

Συναφές με το 'χάμουρα' = ηνία, χαλινάρια.

  1. Φορτώνομαι κάθε μέρα σα γομάρι και κανένας δε μου δίνει σημασία.

  2. Τρέχω ολημερίς σα γομάρι στο μαγκάνι (εννοεί το κυκλικό μαγκάνι με τις φτερωτές που ανέβαζαν το νερό συνεχώς, όχι το ατρακτοειδές μαγκάνι που ανεβάζει το νερό με τον κουβά).

  3. Υβριστικά, επικριτικά:
    Δεν το περίμενα από σένα, να φανείς τόσο γομάρι (γαϊδούρι)! Είσαι πολύ γομάρι (γαϊδούρι) τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται απνευστί και σημαίνει «τον πούστη, τον κερατά, τον ρουφιάνο».

- Έκανε λεφτά πουλώντας φοσμπά σε σχολεία στα διαλείμματα...
- Α τον που τον κε τον ρου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρότερη μορφή της έκφρασης «θα δεις του κώλου σου την τρύπα» = θα σε γαμήσω (κυριολ. ή μεταφ.) με τρόπο που δεν παραδέχεται η Εκκλησία μας.

Συναφείς εκφράσεις της μοδιστρικής του κώλου εδώ. Αυτά.

- Ρε μαλακιασμένο, σου’ δωσα καινούριο αμάξι να πας μια βόλτα και μου’ φερες πίσω τέντζερη;
- Να, ήτανε ένας μπροστά που σταμάτησε απότομα και...
- Για κατέβα, να δεις του κώλου σου τη φόδρα!
- Θα πληρώσω ό,τι είναι...
- Κατέβα τώρα, να φας λίγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Μη υπαρκτό υποτιμητικό επώνυμο, επινοημένο για να δηλώσει έναν τυχαίο άνθρωπο, έναν ανθυποτίποτα, ο οποίος εκτός του ανυπάρκτού του είναι και βρωμερός μέσα κι έξω, βρωμά σκορδίλες ο πούτσος του, αχ τι ωραία, τύφλα να 'χει η αρχιδίλα ή η μουνίλα ή το τυρί...

Ένας ασήμαντος γελοίος βρωμερός φανταστικός ανθρωπάκος δηλαδή, το όνομα του οποίου βάζουμε για παράδειγμα όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε έναν μαλάκα (για να μην πούμε το πραγματικό όνομα του μαλάκα, επίσης).

Η κυρία Σκορδοπούτσογλου είναι η σύζυγος ή θυγατέρα του.

Όλοι αυτοί βέβαια έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και συνήθως μας κάνουν τη ζωή αφόρητη.

Ο γούγλης το δίνει και σαν ...υπαρκτό πρόσωπο στο φατσοβιβλίο και δη πάνω από 1 φορά, στη μία μάλιστα έχει στη φωτό τον Βέγγο.

  1. Η απορία που μου δημιουργήθηκε εξ αρχής ήταν τι γίνεται στην περίπτωση που εγώ δε γουστάρω ρε παιδιά να το βαπτίσω το παιδί. Πέρα βέβαια από το ότι θα καταλήξουμε οικογενειακώς στο πυρ το εξώτερον, το όνομα του γιού μου θα είναι εις τον αιώνα τον άπαντα για τους δυσκοίλιους γραφειοκράτες «Αβάπτιστος Σκορδοπούτσογλου».

  2. Κρεμιδομπίχτης Σκορδοπούτσογλου είναι το ονομά μου
    παρθένα μασχαλόβρωμα είναι τ' άρωμά μου.

  3. Τα πράματα έχουν ως εξής... εργάζομαι στο εκτελωνιστικό γραφείο του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος μου χρωστάει κάποια χρήματα. Βέβαια ο κ. Σκορδοπούτσογλου δεν είναι το πραγματικό αφεντικό, ασχέτως που το γραφείο είναι στο όνομα του. Big Boss είναι ο κ. Πιστόλας, αλλά λόγω συνταξιοδότησης έχει γράψει την εταιρεία στο όνομα του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος στην ουσία είναι υπάλληλος κι αυτός. Αν καταφύγω στην επιθεώρηση εργασίας, η καταγγελία θα πάει στο όνομα του Σκορδ., κάτι που δεν το θέλω, γιατί διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο αρμόδιος για να με τακτοποιήσει οικονομικά. Υπάρχει τρόπος να μπλέξω τον κ. Πιστόλα στην όλη διαδικασία της καταγγελίας ή να αρχίσω να κλαίω τα λεφτά που μου χρωστάνε.
    Τα ονόματα είναι τυχαία.

-από το νέτι γενικά-

  1. από το νέτι ειδικά, λήμμα χαριτωμενιά του ατσεγκέ...:
    Ξαφνικά λοιπόν, εκεί που την έχω πέσει στην ξαπλώστρα και διαβάζω το βιβλίο μου και είμαι μιά χαρά χαρούλα, έρχεται ο παπαρολεβιές ο Σκορδοπούτσογλου και μου πετάει ένα ποτήρι παγωμένο νερό και γίνεται το βιβλίο μουνί καπέλο. Έτσι για χαριτωμενιά... Είπα να τον δείρω θα κλαίει, να τον γαμήσω θα θέλει κι άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified