Further tags

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται σαν απάντηση σε κάποια απειλή που δεχόμαστε και εξυπηρετεί δύο σκοπούς.

Αφ' ενός δηλώνει ότι την απειλή που δεχόμαστε την έχουμε τελείως του πεταματού και αυτόν που την εκστομίζει τελείως κλασμένο.

Αφεδύο χρησιμεύει σαν άμεση απάντηση-προσβολή σε αυτόν που μας απείλησε αρχικά.

Θεωρείται απάντηση ματ, καθώς το μόνο που απομένει είναι, αυτός που ξεστόμισε την αρχική απειλή, να την κάνει πράξη (πράγμα δύσκολο), ή να εμπλακεί σε διένεξη (δυσκολάκι πάλι) ή (ακόμα λιγότερο πιθανά) να πάρει όντως το δρόμο για τα Καλύβια, ελπίζοντας ότι ο δέκτης της απειλής θα περιμένει όντως εκεί μέχρι να πάρει φόρα και όντως να του τα κλάσει.

Συγγενές νοηματικά του έλα κούτσα κούτσα και κλάσε μας την πούτσα, με την θεμελιώδη διαφορά ότι η παρούσα φράση σημαίνει ότι είσαι τόσο σίγουρος ότι θα στα κλάσουν, που δε φοβάσαι ακόμα και αν έρθουν με φόρα (όσο κοντά και αν είναι τα Καλύβια).

  1. - Θα σε σαπίσω ρε λαμόγιο!
    - (βαριεστημένο ύφος) Καλά... Πάρε φόρα απ' τα Καλύβια κι έλα κλάσε μου τ' αρχίδια...

  2. τρίτο σχόλιο εδώ, το αξιοπερίεργο είναι ότι αυτό το ποστ δεν μύριζε μπαρούτι, παρ' όλα αυτά άρπαξε σε 3 σχόλια μόνο...

βλ. και γειώσεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία λέγεται σε περιπτώσεις όπου ο συνομιλητής σου δε σου δίνει καμία σημασία -όχι απαραίτητα εκ πεποιθήσεως, αλλά επειδή απλά μπορεί να έχει αφαιρεθεί- με σκοπό να τον αφυπνίσεις άλλα και να τον ταράξεις, ευελπιστώντας ότι θα κερδίσεις την προσοχή του.

Πιο αναλυτικά, όταν κάποιες φορές προσπαθείς να αναπτύξεις ένα θέμα και έρχεσαι αντιμέτωπος με την αδιαφορία, συμβαίνει ή ο συνομιλητής σου να είναι στον κόσμο του και να μη σε παρακολουθεί γιατί σκέφτεται τα δικά του (π.χ. παρ.1), ή να σε διακόπτει λέγοντάς σε σένα ή σε όποιον κάτι άσχετο (π.χ. παρ.3), ή να είναι παγερά αδιάφορα αυτά που ακούει με αποτέλεσμα να ρίξει μια ωραιότατη γείωση (π.χ. παρ.2).

Για να κερδίσεις την προσοχή του, η πιο συνηθισμένη, αλλά όχι και η καλύτερη κίνηση, είναι να τον ρωτήσεις αν σε προσέχει, λαμβάνοντας κατά 99% μια θετική απάντηση, ασχέτως αν είναι ολοφάνερο ότι τίποτα δεν έχει ακούσει, με αποτέλεσμα να μην έχεις καταφέρει απολύτως τίποτα. Αν αυτό γίνει τόσες φορές ώστε τελικά να σε προσέξει, πιθανότατα θα έχεις εκνευριστεί και δε θα θες να συνεχίσεις, όσο και αν ο άλλος επιμένει. Αν τελικά ενδώσεις και συνεχίσεις, ή θα σε διακόψει, ή θα συνεχίσει να μη σε προσέχει.

Μια καλή κίνηση λοιπόν είναι να κάνεις την ερώτηση αυτή, έχοντας σαν αποτέλεσμα δύο πιθανότητες -ή να σε πιστέψει ή να μην- οι οποίες είναι αντιστρόφως ανάλογες με το πόσο καλά σε γνωρίζει.

Αν πιστέψει ότι πραγματικά άκουσες κάτι τέτοιο (δηλ. ότι τον άκουσες να λέει «στ' αρχίδια μου», που είναι και το ιδανικότερο) τότε τον έχεις ψαρώσει-και παίρνεις κατά κάποιο τρόπο το αίμα σου πίσω για το γράψιμο που έφαγες- ενώ, προσπαθώντας να λύσει την και καλά μεταξύ σας παρεξήγα, έχει στρέψει την προσοχή του πάνω σου, κάτι που σε βοηθάει να συνεχίσεις απρόσκοπτα τον λόγο σου (π.χ. παρ.1). Το να τον πείσεις όμως ότι η ερώτηση που έκανες είναι πέρα για πέρα αληθινή, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θέλει χάρη, μπρίο, υποκριτικές έως και δικολαβικές ικανότητες.

Μια άλλη περίπτωση είναι να μην πιστέψει ότι τον άκουσες να λέει «στ' αρχίδια μου», γιατί απλά αποκλείεται να έχει πει κάτι τέτοιο. Το αποτέλεσμα θα είναι να καταλάβει ότι το πας στο χαβαλέ. Αυτό μπορεί να είναι πολύ θετικό, διότι προσδίδει, τις περισσότερες φορές, κύρος και ανωτερότητα, μιας και την πράξη της διακοπής του λόγου σου εσύ την περνάς στο έτσι, ενώ κάποιος άλλος πιθανότατα θα μανούριαζε και απ' την άλλη έχει καταλάβει ότι στ' αρχίδια σου κιόλας, οπότε σε παρακολουθεί τιμής ένεκεν (είναι κάτι σαν την ιστορία με τον σκύλο, που αν τρέξεις θα σε κυνηγήσει, ενώ αν είσαι χαλαρός και αδιάφορος ο σκύλος θα σε γράψει στ' αρχίδια του).

Τέλος, υπάρχει η (χειρότερη) περίπτωση, να καταλάβει ότι την ερώτηση σαφώς και δεν την εννοείς κάνοντας σκέψεις τ. «αφού εσύ δεν προσδίδεις σοβαρότητα στην κουβέντα σου θα κάτσω να ασχοληθώ εγώ μαζί της;», με αποτέλεσμα τελικά να μη σου δώσει το ελάχιστο δήγμα προσοχής.

Εκεί όμως που δε σε σώζει τίποτα (αν και είναι εκτός θέματος) είναι αν, καθώς μιλάς και αναπτύσσεις ένα σκεπτικό, ο συνομιλητής σου σε διακόψει λέγοντας ορθά κοφτά και με θράσος «στ' αρχίδια μου». Πιστεύω πως η κουβέντα πρέπει να τελειώσει εκεί (άσχετο αλλά βλ. π.χ. παρ.4).

Με λίγα λόγια, αυτή η μεταξύ σοβαρού και αστείου ερώτηση είναι ένας καλός τρόπος με τον οποίο έχεις πολλές πιθανότητες να επαναφέρεις την κουβέντα, να ξαναπάρεις τον λόγο και να κερδίσεις την προσοχή των συνομιλητών σου. Νομίζω είναι η απέλπιδα προσπάθεια, γιατί αν και αυτό δεν πιάσει δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να επανέλθουν ευπρεπώς σ' αυτά που λες (λέω ευπρεπώς γιατί τελικά μπορεί να σε ακούσουν αν τους πλακώσεις στα μπινελίκια και στις φάπες).

  1. - ...με προσέχεις;
    - μμμ.
    - Και έρχεται που λες και με αρχίζει στα μπινελίκια! Και τα παίρνω κι εγώ και τι του λέω ρε μάγκα;
    - μμμ.
    - Στ' αρχίδια σου είπες;!
    - Τι;! όχι ρε! είσαι καλά; Εγώ εδώ...
    - Καλά, καλά, χαλάρωσε μην πάθεις κανά εγκεφαλικό.

  2. - ...είπα κι εγώ να πάω τελικά...
    - Είπα είπες φάε πίπες!
    - Στ' αρχίδια σου είπες;

  3. - Εγώ πάντως, όσον αφορά το μεσανατολικό, πιστεύω...
    - Να ρε μαλάκα! Αυτή είναι η Νίνα που σου 'λεγα!
    - Στ' αρχίδια σου είπες;
    - Δεν είναι φοβερό μουνί;
    - Στ' αρχίδια σου είπες;
    - Ναι ρε μαλάκα! στ' αρχίδια μου είπα!!

  4. - Έχω την εντύπωση πως όχι μόνον έχει αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δολοφονία αμάχων, αλλά έχει εξελιχθεί και σε ενεργό μαχητή στον...
    - Στ' αρχίδια μου!
    - .

βλ. και γειώσεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει ψωλιές, δηλαδή ανυπόστατες φήμες ή ψέμματα, είτε για να σπάσει πλάκα, είτε για να περιαυτολογήσει.

- Καλά αυτός ο Σπύρος είναι μεγάλος ψωλέμπορας.
- Ναι, άσ' τα να πάνε, σε λίγο θα μας πει ότι γάμησε και τριψήφιο αριθμό.

Βλ. και αρχιδέμπορας, φιδέμπορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ χαρντ κορ υποτιμητικός χαρακτηρισμός για μια παρτόλα ή τρύπα. Η γκόμενα που είναι μόνο για τον πούτσο (με την κυριολεκτική έννοια), ούτε καν πουτάνα δηλαδή.

Από τις λέξεις σπέρμα + κανάτα.

- Τι λέει το γκομενάκι;
- Για σπερματοκανάτα, καλή είναι.

Got a better definition? Add it!

Published

Προέλευση: φάση > φασέος.

Αυτός που είναι ''της φάσης'', αυτός που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο κίνημα (π.χ. ενδυματολογικό, μουσικό) και φροντίζει ώστε η εμφάνιση και η συμπεριφορά του να συσχετίζονται με αυτό σε βαθμό προκλητικό και γελοίο.

(*Η λέξη προφανώς είναι αρνητικά φορτισμένη)

- Κοίτα τον Γιαννάκη! Έκοψε το χαϊμαλί και τη μέταλ και τώρα όλο σακάκια και μπούζούκια είναι.
- Γάμησε τα. Φασέος σκυλάς έγινε έτσι ξαφνικά.

πότε φασέος, πότε Βαζαίος (από Jonas, 02/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η οποία κατουριέται πάνω της ή/και χαρακτηρισμός για την γυναίκα/κοριτσάκι που έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα ούρα, κυρίως τα δικά της.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προσβολή για κάποια γυναίκα που δεν έχει ιδιαίτερα καλή σχέση με την καθαριότητα και η μυρωδιά της ή/και του σπιτιού της θυμίζει ούρα. (Παρ.1)

Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χαριτωμένη προσφώνηση για κάποιο μικρό κορίτσι που δεν συγκρατεί τα ούρα του. (Παρ.2)

Μεταφορικά, η κατρουλού είναι η φοβητσιάρα. (Παρ.3)

  1. Συζήτηση στην πλατεία του χωριού: - Φίλε, πέρασα από την αυλή της Πόπης για να κόψω δρόμο και δεν φαντάζεται τι μπόχα έβγαινε... κόντεψα να ξεράσω.
    - Σοβαρά;;
    - Ναι, σαν δημόσια τουαλέτα ήταν. - Ε την βρωμιάρα, καλά κάνουν και την φωνάζουν κατρουλού.
    - Μια θειά μου έλεγε ότι κατουράει στο κρεβάτι της η σιχαμένη.

  2. Συζήτηση μεταξύ νέων γονέων: - Αγάπη μου μπορείς να πας μέσα να δεις γιατί κλαίει η μπέμπα;;
    - Αμέ, πάω τώρα.
    3-4 λεπτά μετά.
    - Ε την κατρουλού πάλι πάνω της τα έκανε..
    - Την άλλαξες τουλάχιστον;;
    - Ασφαλώς.

  3. Συζήτηση από το τηλέφωνο: - Τελικά θα έρθεις να με πάρεις από τον σταθμό;;
    - Τι έγινε, κατρουλού μου, πάλι φοβάσαι;;
    - Ξεκόλλα ρε... θα είναι μεσάνυχτα και δεν ψήνομαι να περπατάω μόνη μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πουτανέλι (το): Χαρακτηρισμός για τη μικρόσωμη γυναίκα που είναι και πιθανότατα νέα. Βασικός χαρακτηρισμός είναι η κουτοπονηριά έκδηλη και στο ύφος της. Εμφανώς της λείπει η εμπειρία για να το παίξει κυριλέ πουτάνα. Τα προκλητικά άγουστα ρούχα είναι κυρίως αξεσουάρ. Η τσίχλα δευτερεύον.

Το λήμμα προφανές: πουτάνα.

.

- Ρε την είδες την κόρη της γειτόνισσας πως ήταν ντυμένη;; - Ναι εντελώς πουτανέλι !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται συνήθως για άτομα που έχουν χαμηλή κοινωνικότητα ή/και αδυνατούν να συμμετάσχουν ουσιαστικά στην οποιαδήποτε συζήτηση που απαιτεί μια κάποια συνοχή σκέψης/λόγου, τα οποία γίνονται αντικείμενο εμπαιγμού τις περισσότερες φορές σε μία παρέα.

- Τι μουρόχαυλος που είναι αυτός ο Μπάμπης ρε; Του την έπεφτε ένα γκομενάκι φίνο χτες στο μπαρ και όταν πήγε να της μιλήσει, το τι μαλακίες είπε δεν περιγράφεται.

Got a better definition? Add it!

Published

Καραλεσβία του κερατά, που κάνει και τους πιο ματσό άντρες να δείχνουν φλώροι.

- Που λες φίλε, είχαμε βγει για καφέ με τον Τάσο και την κοπέλα του την Όλγα πριν κάτι μέρες και κάποια στιγμή πέρασε μια γνωστή της και μας χαιρέτησε...
- Α ναι, για πες; Καλό κομμάτι;
- Άσε, σκέτος λεσβιάθαν ήταν.

Καλώ και εγώ το Πάσχα μα δείχνει κατειλημμένο  (από GATZMAN, 23/04/11)

για τον ξένο μεταφραστή: λογοπαίγνιο με το λεσβία και το όνομα Λεβιάθαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κλάσε μας τα αρχίδια και υπερθετικός βαθμός του «κλάσε μας μια μάντρα».

- Ρε θα σου κάνω μήνυση παλιοαλήτη!
- Θα μου κλάσεις μια μάντρα πέρδικες γεροξούρα!

Γιατί να λέμε μόνο για τη Μάντρα κι όχι π.χ για την Ελευσίνα (φωτό);   (από GATZMAN, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified