Further tags

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό σε άτομα με γελοία εμφάνιση. Κυρίως όταν αυτοί προσπαθούν να εντυπωσιάσουν και να προσελκύσουν το ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα η προσπάθεια αυτή να είναι αποτυχημένη!

Συνήθως χρησιμοποιείται με προσβλητική σημασία.

  1. - Ρε μαλάκα πώς είσαι έτσι;
    - Γιατί ρε μαν, τι έχω;
    - Ρε σαν γλειμμένο μουνί είσαι!

  2. - Ποο φίλε, είδες χθες τον Αλέξη στον χορό;
    - Όχι γιατί;
    - Άσε, σαν γλειμμένο μουνί ήταν, 5 τόνους ζελέ έβαλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται υποτιμητικά για τον άμπαλο, τον ατάλαντο παίκτη ποδοσφαίρου, του οποίου οι ικανότητες στο τόπι θυμίζουν περισσότερο κοτοπουλά παρά ποδοσφαιριστή. Η έκφραση αυτή συχνά συνοδεύεται και από το απαξιωτικό χου ρε! όταν πάει η μπάλα στα πόδια του προκειμένου να τρομάξει και να την πουλήσει στον αντίπαλο.

Ο κοτοπουλάς εντός γηπέδου επιδίδεται σε ποικίλα ποδοσφαιρικά βιρτουόζικα τρικς όπως: να δίνει ύψος στη μπάλα χωρίς λόγο, να κάνει κεφαλιές με το σβέρκο, να πέφτει για μπέναλντυ με το πρώτο φτέρνισμα του αιόλου και να κόβει την καριέρα του αντιπάλου.

Ένας κοτοπουλάς είναι συνήθως αμυντικός στο επάγγελμα, ψηλός και ατσούμπαλος, με αξυρισιά. Ίσως ο Γιώργος Κολτσίδας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.

  1. - Ρε κοτοπουλάαααα, εσύ με το πέντε, φύγε απ' τον ασβέστη βρε παλιοτάγαρο!
    (από αγώνα περιφερειακού πρωταθλήματος)

  2. - Ρε πέντε κοτοπουλά! Πρόσεχε, θα πάθεις κάνα εγκεφαλικό!
    (από τον ίδιο αγώνα)

(από Olisadebe, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράξενη και αστεία, έως γελοία εμφάνιση ατόμου, που χρήζει περιφρόνησης. Παρότι προέρχεται από το γνωστό μπουγέλο, η ουσιαστική ετυμολογία βρίσκεται στις γνωστές μπουγελόφατσες, δημοφιλή πλαστικά παιδικά παιχνίδια που εκτοξεύουν μικρές ποσότητες νερού και έχουν εμφάνιση αστείων προσώπων και πραγμάτων.

- Τί να ψηφίσουμε ρε στις εκλογές;
- Εγώ θα ρίξω Προκόπη Παυλόπουλο δαγκωτό. Είναι ο πολιτικός της ελπίδας των νέων.
- Τί λε, ρε μαλέφα; Τέτοιες μπουγελόφατσες στο χωριό μου τις πνίγουμε στο νεροχύτη για να μη χαλάσει η φάρα!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν χρησιμοποιούμε την παρακάτω σημασία της λέξης αυτής, χρησιμοποιούμε συνήθως τη θηλυκή βερσιόν (ξεβρακοκέφαλη).

Η ξεβρακοκέφαλη λοιπόν, ορίζεται ως το αγενές και ξεδιάντροπο ξέκωλο, το αμόρφωτο, αυτάρεσκο και ψωνισμένο πουτανάκι, η Ελλεεινίδα, αυτή που νομίζει ότι όλα περιστρέφονται γύρω απ' τη μουνάρα της και η ματαιοδοξία της κάνει παρέα σε στρωματοσωρείτες, γι' αυτό και ο όρος, εκτός από το προφανές της ημιγυμνίας, εμπεριέχει και μια αρνητική κάπως έννοια.

Πολύ συχνά η ξεβρακοκέφαλη δίνει προεκλογικές υποσχέσεις προκειμένου να επεκτείνει το fan club της, τους γνωστούς σε όλους και χαμερπείς λιγούρηδες.

Η προέλευση της λέξης με τη δεδομένη σημασία θρυλείται ότι προέρχεται από τον Ηλία το νοικάρη (αγνώστων λοιπών στοιχείων).

  1. - Πού θα πιατσάρουμε σήμερα;
    - Πάμε Γκάζι;
    - Εκεί είναι τίγκα στις ξεβρακοκέφαλες ελλεεινίδες. Μόνο για το μάτι είναι καλά εκεί.

  2. - ...οπου τιν σταματαο και και τιν βαζο πανο στιν πετρινι ψολαρα μου...εκει ι ξεβρακοκεφαλι πορνι ιποσχοταν ποσ θα με γαμισει αλλα τισ ελεγα ποσ εγο θα τιν πιτσιλισο...! (από μονομαχία του πιτσιλιστή με μεταλλαγμένο, εδώ)

  3. - που τα βρικεσ μορι ξεβρακοκεφαλι τα 100 ραντεβου;πεσ μασ μορι ξινι και ξεδιαντροπι πορνι... (αντιπαράθεση του πιτσιλιστή με ξεβρακοκέφαλη πόρνη, (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Υπερθετικός του μαλάκα, ο πολύ μαλάκας. Συνηθέστατη βρισιά που προκαλείται από το ότι το μαλάκας είναι τόσο τετριμμένο που δεν αποτελεί πλέον βρισιά, αλλά και λέξη οικειότητας, θαυμασμού κ.ά. Οπότε είναι αναγκαίο το κάτι παραπάνω. Συχνά ως έκφραση: Δεν είσαι μαλάκας. Χοντρομαλάκας είσαι!

Θα πρότεινα ερμηνευτικώς ότι έχουμε συνεκδοχή με την παχιά μαλακία, δηλαδή με την μαλακία που τραβιέται ύστερα από μεγάλη περίοδο αγαμίας, οπότε έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε χοντράδια. Οπότε από την χοντρή μαλακία περνάμε στον χοντρομαλάκα δράστη της.

Όπως και νά 'χει ο χοντρομαλάκας παραπέμπει σε παχύδερμο ον που είναι στην καρακοσμάρα του απορροφημένος από την μαλακία του και έχει μόνιμη πώρωση.

  1. Κοκκίνου-Μπόγρης: Οι χοντρομαλάκες του 'Ciao' και η απάτη με το φωτομοντάζ. (Εδώ).

  2. Είσαι χοντρομαλάκας με αυτά που λες. Πρόσεχε. Δε λέω μαλάκας. Χοντρομαλάκας. Γιατί προσβάλεις χυδαία χωρίς να με ξέρεις. (Εδώ).

Μυδασίστ: nick. (από Khan, 28/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανόητος, βλάκας, ελαφρόμυαλος, ηλίθιος, κουτός, μωρός.

Y.Γ. Δεν μπορεί να αποδοθεί στα αγγλικά αυτολεξεί ως cock-minded, γιατί τότε αλλάζει η σημασία του και δηλώνει τον έχοντα ως έμμονη ιδέα ή προσανατολισμό το ανδρικό αναπαραγωγικό όργανο. Στα αγγλικά, μεταφράζεται με τις λέξεις foolish, feather-brained, harebrained (=ο έχων μυαλό λαγού), και silly billy. Στα τουρκικά, alık.

  1. Ελληνάρες μου, είμαστε αχάριστος λαός! ...Και κοκορόμυαλος! Με λίγα λόγια «Κωλοέλληνες» όπως λέει και ο Σαββόπουλος. (από αυτό το σάη)

  2. Ρε κοκορόμυαλοι, ακόμη στον μεσαίωνα ζείτε; Για ποια θαύματα και μπούρδες μολογάτε; (από δω)

(από allivegp, 26/03/11)Η Κοκορόμυαλη Έτος: 1971. Τηλεοπτική Σειρά 202 επεισόδια( Κύκλοι επεισοδίων: 3) (Ημέρα προβολής: Παρασκευή, Σάββατο) Διάρκεια επεισοδίου: 15\' (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο κωλοδάχτυλο.

Η πρώτη φορά που είδα κλάβρα ήταν απ' την πρώην μου όταν με είδε να φιστικώνω την μέχρι τότε καλύτερή της φίλη. Με είπε και «λαμπουρόφατσα». Ποιος την χέζει όμως την πουτάνα; Έτσι κι αλλιώς αυτή τα ίδια μού 'κανε. Πήρε και φόρα να μού πετάει κλάβρες και βρισιές όταν όλες της αξίζουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική λέξη.

Η γλωσσού, η αδιάντροπη.

Ναι, είναι ντιρμπάζα.

(από guess, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα η γλίτσω, με το λιγδιασμένο μαλλί και κουτσομπολιό κάργα.

Έλα μωρέ με την ωραία, που μυρίζει σαν σουβλάκι (κρεμμυδίλα), σιγά τη λαδόκοτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκακιστική σλανγκ.

Αυτός που μένει στάσιμος στη μετριότητα. Ο έμπειρος μεν, αλλά ανεπίδεκτος μαθήσεως.

Από το γαλλικό mazette, άσχημο άλογο.

Άντε ρε καραμαζέτα, θα μάθεις σκάκι επιτέλους, ή να σε μαμήσω ν' ασπρίσεις!!

(από drunkard, 23/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified