Selected tags

Further tags

Madam, modem, Μαντάμ κ.α. είναι κάποια από τα ονόματα της ισχυρής ναρκωτικής ουσίας που ονομάζεται MDMA, ακρωνύμιο του (3,4-methylenedioxy-N-methylamphetamine).

To Mdma βρίσκεται σε τρεις βασικές μορφές.:
α) Τα χάπια, τύπου Extc τα οποία είναι 70-80 διαφορετικά είδη όπως smile, dragon, πεταλούδα κ.α. (με μικρή ποσότητα mdma)
β) Σε μορφή υγρού με διάφορα χρώματα (μοβ, άσπρο, κίτρινο, καφέ κ.α.) το οποίο έχει αρκετοί ποσότητα md γ) Το στέρεο σαν σκόνη, ουσιαστικά μπεζ κρυσταλιζέ βραχάκια που έσπαγαν πολύ εύκολα.

Το MD δεν είναι τόσο εθιστικό, όσο άλλα ναρκωτικά, όπως η ηρωϊνη ή η κΚοκαϊνη. Είναι σχετικά ακριβό. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η μακροχρόνια χρήση του σε πολύ συχνά διαστήματα (5 φορές την εβδομάδα) δημιουργεί αρκετά προβλήματα στην ψυχική υγεία του χρήστη. Συχνά χρήστες του MDMA σε συνδυασμό με χρήση κρυσταλλικής κεθ-αμφεταμίνης (ή και χωρίς αυτήν) καταλήγουν σε ψυχιατρείο για σοβαρές επιπλοκές, όπως τάση ή απόπειρα αυτοκτονίας, κατάθλιψη κ.α.

Ως παράδειγμα, θα σας παραθέσω, όσο πιο παραστατικά μπορώ, το πως «την ακούς» από mdma.

Το κορυφαίο MD είναι σε κρυστάλλους, γιατί έχει την μεγαλύτερη ποσότητα της δραστικής ουσίας ανά ml. Βάζεις μισό γραμμάριο σ' ένα μπουκαλάκι νερό (όχι φουλ γεμάτο) και το ανακατεύεις καλά για 5 λεπτά (εναλλακτικά βάζεις μισό γραμμάριο σε ένα μεγάλο ποτήρι και βάζεις αρχικά μικρή ποσότητα και το αναδεύεις για 2 λεπτά, στην συνέχεια βάζεις νερό σχεδόν μέχρι επάνω, σε όλη αυτή την διαδικασία το ανακατεύεις.

Το πίνεις λοιπόν σε γουλιές (είναι πικρό) μαζί με ακόμη 2 άτομα minimum!!!! MD και μόνος δεν λέει...

Τα πρώτα σημάδια είναι η εφίδρωση και η αίσθηση χαλάρωσης, μετά είναι η αλλαγή της διάθεσης και το απίστευτο good trip που σε βάζει, έχοντας όμως γνώση της πραγματικότητας... απλά σε κάνει πολύ φιλικό, πολύ μπλα - μπλα...

Το ξενέρωμά του είναι σχετικά ομαλό, λίγα νεύρα την επόμενη μέρα μόνο, τύπου «έχω περίοδο».

βλ. και μαντάμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεωτερισμός που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα γενόσημα φάρμακα που έχουν μπει για τα καλά στη ζωή της ελληνικής οικογένειας. Όπως και στη φούντα, ο αντίστοιχος αλβανός των χαπιών είναι φτηνότερος, πιο βρώμικος και με περισσότερες παρενέργειες. Τα δημοφιλέστερα αλβανόχαπα είναι κατά κύριο λόγο βενζοδιαζεπίνες και αντιψυχωσικά και μπορείτε να τα βρείτε στο κοντινότερο δημόσιο ψυχιατρείο ή στον ΟΚΑΝΑ της γειτονιάς σας.

Στην λαίλαπα των αλβανόχαπων, του ευτελισμού και εμπαιγμού της δημόσιας υγείας και μαστούρας, αντιστέκεται ο παραπάνω κύριος, ορκισμένος πολέμιος των και ταγμένος στο λειτούργημα να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες υγείας (μαστούρες) στον μέσο Έλληνα.

-Πω ρε φίλε, ψείρισα χθες μισή καρτέλα χάπια απ' τη μάνα μου, μου ‘φυγε η μαγκιά. Κοιμήθηκα ένα δεκαπεντάωρο και ακόμα μαστουρωμένος είμαι.
-Είναι ζόρικα αυτά τα γαμημένα τα αλβανόχαπα ρε, θα μας πεθάνουν πριν την ώρα μας.
-Να σου πω κάτι όμως… κανένας δεν θα ζήσει αιώνια. Μπορεί να μην μας μείνει ντιπ μυαλό, αλλά μόνο όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει το παράλογο της ύπαρξης και της ζωής είναι πραγματικά ελεύθερος. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσεις έναν ανελεύθερο κόσμο, είναι να γίνεις τόσο απόλυτα ελεύθερος, ώστε και μόνο η ίδια σου η ύπαρξη να αποτελεί επαναστατική πράξη.
-Καλά καλά, άντε γύρνα το όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοκαΐνη στη ναρκοσλάνγκ. Ίσως εκ του συλλογισμού (σοφιστείας):

Η κόκα (κόλα) είναι αναψυκτικό.
Η κοκαΐνη παράγεται από κόκα.
Άρα: Η κοκαΐνη είναι αναψυκτικό.

Trivium: Κι όμως υπάρχει αναψυκτικό με το όνομα κοκαΐνη, για το οποίο δες εδώ.

Από το www.iatronet.gr:

Κοκαΐνη: Λεξιλόγιο 'πιάτσας': αναψυκτικό, κοκό, κόκα

(από Khan, 04/01/10)Στο 0.56 (από Khan, 04/01/10)

Σχετικά: κοκό, κοκορέτσι, κοκόρι, κοκακόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πρεζάκιας που τραβάει χαρμάνα, σε κατάσταση στέρησης

  2. Τελειωμένο πρεζόνι.

Προέρχεται από την αρρώστια της πρέζας δηλαδή το σύνδρομο στέρησης και την τάση που έχουν τα ζάκια να τα υποκορίζουν όλα (και να μιλάνε γενικά και με ψιλή φωνή).

Παράγωγο: το ταλαιπωράκι της Αννίτας.

  1. Ο εξαρτημένος γενικότερα (καψούρα, νετ, τζόγος και τέτοια)
  1. - Φιλαράκι μήπως έχεις ένα πεντάευρο; Είμαι δυο μέρες αρρωστάκι!

  2. - Μην ξαναπαρκάρεις Μεταξουργείο. Είναι τίγκα στα αρρωστάκια! Σου σπάνε τζάμι για τα κέρματα που έχεις στο χειρόφρενο!

  3. - Αρρωστάκι ο Τζες με τη Μαρία!
    - Ε φυσικά, αφού τον έχει στο φτύσιμο!

(από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίσως ο κλασικότερος και πλέον καθιερωμένος σλανγκ όρος για την πρέζα, την ηρωίνη. Συναντάται και στο ουδέτερο: άσπρο.

Πρόκειται για ονομασία μάλλον παραπλανητική, στο βαθμό που η πραγματικά άσπρου χρώματος πρέζα, η λεγόμενη και καθαρή, σπανίζει. Για να βγει τέτοιο αστεράτο πράμα, απαιτείται ολοκληρωμένη κατεργασία των πρώτων υλών (όπιο) σε τέλεια εξοπλισμένα εργαστήρια. Τέτοιες μονάδες λειτουργούν κατά κύριο λόγο στο περίφημο Χρυσό Τρίγωνο στη ΝΑ Ασία. Η ταϊλανδέζικη πρέζα, η τάϊ, θεωρείται η καλύτερη του κόσμου και η λιγότερο αρρωστιάρα. Πάλλευκη και παντελώς άοσμη, έχει τη μορφή λεπτής κρυσταλλικής πούδρας. Τόσο λεπτής, που σχεδόν εξαφανίζεται με απλή τριβή πάνω στο δέρμα ή ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι δε εξαιρετικά όξινη, ρευστοποιείται πανεύκολα, χωρίς ξινά, λεμονάδες και άλλες διαλυτικές μαλακίες. Σχεδόν ούτε νερό δεν θέλει.

Στο Ελλάδα απλά δεν παίζει με την καμία να πετύχεις τέτοιο μπερκέτι. Αν τύχει και δεις άσπρη πρέζα, θα' ναι στάνταρ απ' τη ζάχαρη του κοψίματος... Ειδικά για την καθαρή ηρωίνη, επιφυλάσσονται λίαν χαϊδευτικά και γουτσιστικά σλανγκωνύμια, όπως Ασπρούλα ή Χιονάτη (με το δεύτερο να παραπέμπει τόσο στη λευκότητά όσο και στο γλυκό παραμύθιασμα της).

Οι εγχώριες αγορές μας, βολεύονται συνήθως με ηρωίνη χαμηλής ποιότητας, ατελώς επεξεργασμένη και με περισσότερες προσμείξεις. Σε αντίθεση με τη σιαμέζικη άσπρη, παίρνει τη μορφή χοντρόκοκκης σκόνης, με πολλούς σβόλους. Το χρώμα της ποικίλει από κιτρινωπό (συνήθως) μέχρι ροζ, γκρι ή καφέ. Παραδοσιακά, η πρέζα στις ελληνικές πιάτσες καταφθάνει εξ ανατολών, την Τουρκία ή το Πακιστάν, εξ ου και τα γνωστότατα «τούρκικη» και «πακιστάνικη». Σήμερα πίνουμε και μπόλικη αλβανική πρέζα, αλλά και σκοπιανή (!) Σ' όλες αυτές τις χώρες λειτουργούν καζάνια, προχειροστημένα δηλαδή εργαστήρια παραγωγής κι επεξεργασίας ηρωίνης. Ως τη δεκαετία του '60, καζάνια υπήρχαν και στην Ελλάδα.

Συμπέρασμα: η άσπρη είναι τυπική περίπτωση σλανγκ που λειτουργεί τρόπον τινά ευφημιστικά, εξωραΐζοντας μια πραγματικότητα και εκφράζοντας το «δέον», το ευκταίο (μακάρι δηλαδή όλες οι ζαπρέ να 'ταν άσπρες!).

Γενικά, παίρνοντας ως αφορμή τη λευκότητα, την ακουστικότητα, τη βρωμιά, την επίσημη ονομασία ή και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα της ηρωίνης, μπορεί οποιοσδήποτε με λίγη φαντασία να δημιουργήσει άπειρα σλανγκωνύμια για την ουσία αυτή, πολλά από τα οποία δεν ξεπερνούν τα όρια της ιδιωτικής χρήσης. Θα έλεγε κανείς - με μια δόση υπερβολής - πως ο καθένας χρήστης έχει κατοχυρώσει μια δική του, καταδική του λέξη για να περιγράφει την ουσία-αρρώστια του...

Παραδείγματα: white horse=άλογο, hairy=μαλλιαρή (διότι προκαλεί μυρμήγκιασμα στο δέρμα), Harry=Ερρίκος (από το hairy), polvo, blanco, salt=αλάτι (υπάρχει και στο Εγκληματολεξικό του Γ. Πανούση), ζάχαρη, chick=γκόμενα, charlie, Helen, Hero, shit... Πολλά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και για την κόκα.

  1. Συχνά η άσπρη αντιδιαστέλλεται προς το μαύρο, δλδ το χασίς. Που κι αυτό, εξίσου παραπλανητικά, πολλές φορές μόνο μαύρο δεν είναι.

- Τρελάθηκες ρε; Δεν έχω φάει ποτέ άσπρη, μόνο κανά μαυράκι πού και πού πίνω, έτσι για το τζερτζελέ..

  1. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
    και δώστου εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.

Νίκος Καββαδίας, «Ο Γουίλι ο Μαύρος Θερμαστής από το Τζιμπουτί».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεσάζων μεταξύ του εμπόρου παράνομων εξαρτησιογόνων (και μη) ουσιών και του χρήστη τους, με δυό λόγια, ο μικροέμπορος ή ο «μικροαστός», αν θέλετε, των παράνομα διακινούμενων ουσιών.

Λέγεται επίσης και γιατρός, ντηλέρι, ντήλερ, περιπτεράς, σπρώχτης.

Ονομάζεται βαποράκι από το γεγονός ότι συνήθως τα πλοία και μάλιστα τα επιβατηγά εισάγουν παράνομα τις ουσίες από χώρα σε χώρα μέσω των θαλασσίων οδών, συνειρμικά λοιπόν ο μικρός μεταφορέας λέγεται βαποράκι.

Ο Γιάννης είναι γνωστός στους κύκλους των πρεζάκηδων ως το βαποράκι που «δουλεύει» 24ωρο ακόμα και το καλοκαίρι.

Παύλος Τάσιος "Τα Βαποράκια" (1983) (από HODJAS, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω βαθιές ρουφηξιές ναρκωτικής ουσίας (τσιγαριλίκι, κρακ, κρίσταλ μεθ, κ.ταλ.) και φτιάχνομαι.

Χασισλάνγκ αβέβαιης ετυμολογίας με καταβολές από τα καλιαρντά.

1.
Ανάλω νταμίρα
η ντάνα η μοίρα
τα μπουτ μου αβέλει κουλά
Αβέλω μια φούμα
βινάρω την ντούμα
κι αρχίζω σερσέ για τουλά

  1. Βινάρω: καταπίνω, πίνω τον καπνό από το τσιγαριλίκι και τη βρίσκω, την ακούω πιο γρήγορα, το γνωστό που ακούγεται: Πίνω χασίς!
    (Λεξικό της Ντάγκλας, Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Opera, 1995)

(από Khan, 28/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως βράχια, βράχοι. Αγγλιστί rocks. Μορφή ηρωίνης ή κοκαΐνης. Είναι κομμάτια ακανόνιστου σχήματος, που παρασκευάζονται με τη διαδικασία της συμπίεσης / πρεσαρίσματος / πατικώματος της σκόνης.

Εγχωρίως, τα βραχάκια είναι σχεδόν πλήρως ταυτισμένα με την κόκα. Όπως συνήθως συμβαίνει με τη σλανγκ των τοξικομανών, η λέξη δεν περιγράφει απλά τη μορφή του σταφ, αλλά διατηρεί και συνθηματική, ξεκαρφωτική αξία.

Τα βραχάκια παίζουν σε διάφορα μεγέθη. Από λίγα μιλιγκράμ έως κάποια γραμμάρια. Στην τελευταία περίπτωση δεν κάνουμε λόγο πλέον για βραχάκια, αλλά τουλάχιστον για βράχους. Σε ακόμη πιο χοντρές περιπτώσεις, μιλάμε για βουνά ή και παγόβουνα (που είναι και άσπρα).

Τα πιο γνωστά βραχάκια είναι τα κινέζικα, τα οποία παρασκευάζονται σε ευρωπαϊκά εργαστήρια, με βάση που έρχεται από Κίνα και Ινδονησία. Με τον όρο βάση αναφερόμαστε στο προτελευταίο στάδιο επεξεργασίας για τις σκόνες, τη συμπυκνωμένη πρώτη ύλη που σπανίως σκάει στη λιανική. Σε γενικές γραμμές η παρασκευή έχει ως εξής: σπάμε τη συμπυκνωμένη βάση με σφυρί και εν συνεχεία αναμειγνύεται με παρακεταμόλη (depon, panadol etc) και άλλες ουσίες. Το μείγμα μπαίνει στο μίξερ, μετά προστίθεται ασετόν (ξεβαφτικό για τα νύχια, παραισθησιογόνο ελαφράς μορφής) και ακολουθεί η συμπίεση σε ειδικό καλούπι. Η καθαρότητα των βράχων που προκύπτουν, κυμαίνεται γύρω στο 40-50%. Βράχια τέτοιας καθαρότητας δεν διακινούνται στις πιάτσες, όπου θα αρκεστείς σε καθαρότητα της τάξης του 20%.

Τώρα τελευταία έχουν στηθεί και εντός των συνόρων εργαστήρια κατεργασίας ναρκωτικών, καθώς οι ντήλερς φαίνεται πως σταδιακά εγκαταλείπουν την παραδοσιακή εισαγωγή έτοιμου τελικού προϊόντος από το εξωτερικό, και στρέφονται στην υποστήριξη των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων...

- Και τι έκανε νομίζεις ο Λαζόπουλος στο κότερο του Λυμπέρη; Κρατούσε τσίλιες; Βραχάκια κατάπινε. Κοκάκιας, κωλογλείφτης των εφοπλιστών, ένα αρχίδι με προτίμηση στα κρεάτινα τσιγάρα, νομίζει πως έχει το ηθικό ανάστημα να κρίνει τους πάντες και τα πάντα. Ρε ουστ!

(Εμπνευσμένο από εδώ)

σκόνη + βραχάκια (από johnblack, 20/07/09)βράχια, μπορεί και παγόβουνα (από johnblack, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαύρο στα ποδανά.

"Ελα σκασ' το τωρα, να καθαρίζεις το βρομά σκέτη ταλαιπώρια."

Βρομά ΖΝ - Χάλια Χάλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά της φυλακής για την ηρωίνη, δόση σε μικρό σακουλάκι μπαλάκι, τουτέστιν σα βυζάκι. Όσες και όσοι είδαν το oz, θα το καταλάβουν.

- Μάγκες ήρθε η καινούργια παραλαβή..
- Πιάσε δυο βυζάκια!

(από σφυρίζων, 18/06/13)gimme some fuckin tits (από bright, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified