Είδος μπαγαπόντη τρολεατζή, που συχνάζει στις φοράδες και τα κουβεντοδωμάτια και συστήνεται ως Αναΐς, ενώ στο τέλος αποδεικνύεται Παναής. Το χειρότερο είναι να σου κλείσει και ραντεβού από κοντά.

Ασίστ: Vrastaman.

Μια παρεξήγηση της Ironick έγινε αφορμή ο Τάκης Βρωμοστομίδης να θεωρηθεί Βρωμοκουβέντα/ Βρωμόστομη στο θηλυκό, αλλά ύστερα από έναν συμβιβασμό στο ουδέτερο «Ντέρτι»/ «Βρωμόλογο» βγήκε τελικά απ' την ντουλάπα ως e-Παναής.

Από το Παναής. (από Hank, 23/02/09)αφιερονετε εξερετικα (από ο αυτοκτονημενος, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαιρετικά όμορφη γυναίκα. Πρόκειται για πιο κομψή διατύπωση του μουνάρα, εκ του προθέματος αρχί- και του λήμματος μύδι.

Δεν πρέπει να συγχέεται με την αρχιμήδεια, δηλαδή την επιδέξια μηδοπλάστρια.

- Ο άμεμπτος τύπος είναι το «μήδι», οπότε αν σε πει κάποιος «Αρχιμήδεια» δεν υπάρχει περιθώριο παρεξήγησης (…) Το «Αρχιμύδεια» πάλι ή το «σπέκια για το μύδι» έχουν πολυσημία …
(Χρήστης Khanαπευθυνόμενος προς αρχιμήδεια Mes αναφορικά με το λήμμα το μυδίαμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ετοιμόλογος, που έχει πάντα έτοιμη μια σλανγκική ατάκα για κάθε μα κάθε περίσταση. Στο τέλος, ο λόγος του αποτελεί ένα «slangical» (κατά το musical), δηλαδή μιλά αποκλειστικά με σλανγκοατάκες.

Στην αρχή εντυπωσιάζει φίλους και παρέα, που τον καλούν για να διασκεδάσουν μαζί του, αλλά σταδιακά τον θεωρούν γραφικό. Προσοχή, η διαφορά μεταξύ του ετοιμόσλανγκου και του σλανγκοπαθούς είναι πολύ λεπτή, όπως ανάμεσα στον νευρωτικό και τον ψυχωτικό.

Σλάνγκος ετοιμόσλανγκος τρώει το μπουζουκοδάνειό του με παρέα αμύητων και σχολιάζουν τις μπουζουκομούνες:

Αμύητοι: - Χάλια φωνή η τύπισσα, αλλά τι μπούτια!
Σλάνγκος Ετοιμόσλανγκος: - Ναι, η Κακοφωνίξ! Από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα!
Α.: - Χα χα! Καλό! Έχει όμως κάτι καμπύλες!
Σ.Ε.: - Ναι, ανήκει στον τύπο κλεψυδρομούνα και μάλιστα αρχοντομούνα παρά την λαϊκή της προέλευση.
Α.: - Φιλάρα, τι πετάς! Ένα ένα να σε προλαβαίνουμε!
Σ.Ε.: - Όχι σαν την διπλανή της, που είναι αχλαδομούνα και την άλλη αριστερά που είναι μηλαρού. Δεν λέω, κι η άλλη η λεβεντομούνα καλή είναι, αλλά τι τα θες; Ναι μεν ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι, αλλά και ψηλό μουνί για παρέλαση, κοντό για κρεβάτι. Αν ρωτάτε την γνώμη μου προτιμώ να δείξω το ηλιοβασίλεμα στους θάμνους σε μια πιπινέζα!
Α.: - Όπα όπα μεγάλε! Δεν σε προλαβαίνουμε! Για σπάσ' τα και ξαναρίχτα!
Σ.Ε.: - Χα χα καλό! Διαβάζεις κι εσύ slang.gr; Έχεις διαβάσει τον ορισμό της Pirate Jenny απ' τον κύκλο των χαμένων σλανγκιστών; Χα χα! Χήρα του Μ.Α.Ο.! Χήρα του Μ.Α.Ο.!
Α.: - Ποια χήρα καλέ;
Σ.Ε.: Αυτή μωρέ, η γυναίκα του ρουμάνου της Κίνας!
Α.: - Τι; Ε; Πού βρέθηκε Ρουμάνα στην Κίνα;
Σ.Ε.: - Μα δεν ήταν από την Ρουμανία, από την Δανία ήταν η χήρα, για την ακρίβεια από την Λολάνδη.
Α.: - Δεν τον αντέχω άλλο, μαζέψτε τον τον γραφικό!

(Και καταφτάνει το ασθενοφόρο για το ειδικό τρελοκομείο για overslanging).

To Royal Hospital for Overacting των Monty Python θα μπορούσε να είναι και Royal Hospital for Overslanging (από Dirty Talking, 18/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, η οποία γεννήθηκε, μεσ' στους κόλπους του σλανγκοσάιτ από λεξιπλαστική φρενίτιδα του γράφοντος και η οποία, ναι μεν ηχομιμείται θεσπέσια το θεσπέσιο, αλλά επιπλέον εμπεριέχει και το σπεκ. Μ' ένα σμπάρο, διολημμήδης!

πλεονάζει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοινός κάβουρας σαρώνει την λυματολάσπη του βυθού, κατασπαράσσοντας κάθε οργανικό καλούδι που βρίσκει στο διάβα του. Συντελεί έτσι στην οικολογική ισορροπία των θαλασσών.

Ο καβουροσλανγκόσαυρος αντίστοιχα επεξεργάζεται την λημματολάσπη, προσφέροντας τα μάλα στο νοικοκύρεμα του σλανγκοσιφονιού μας.

Παραθέτω όχι δύο, αλλά πέντε παραδείγματα μορφών διαχείρισης λημμάτων από μετα-ποιητές καβουροσλανγκόσαυρους:

1. Διαχείριση σλανγκομανάδων

Σλανγκομάνες αποκαλούνται τα εμπνευσμένα λήμματα που επιτρέπουν στους καβουροσλανγκόσαυρους να σολάρουν δημιουργικά, πλημμυροδοτώντας το σλανγκοσιφόνι με μύρια παράγωγα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λήμμα φραπέ, το οποίο διυλίστηκε μέχρι θανάτου (ποδοφραπέ, φραπεδιάρα, φραπεδιόλα, φτιάχνω φραπέ, φραπενές, φραπενείο, περσόνα νον φράπα, κλπ κλπ ad infinitum).

2. Το ευρύτερο Δημόσιο Πρόχειρο

Ο πεφωτισμένος αυτός θεσμός σλανγκασίστ επιτρέπει στους χρήστες να ταΐζουν τους πεινασμένους καβουροσλανγκόσαυρους με πνευματική τροφή!

3. Επεξεργασία λημματολάσπης

Σε αντίθεση με τον έρωτα και τα αστικά λύματα, η λημματολάσπη είναι αιώνια. Πολλοί ρυπαίνουν ούτως το σλανγκοσιφόνι και ουδείς αναμάρτητος! Και εδώ οι καβουροσλανκόσαυροι ξηγιούνται μερακλαντάν, σαρώνοντας αενάως την λημματολάσπη. Εάν ανακαλύψουν ξεχασμένο διαμάντι, το απαστράπτουν, προσάπτοντας και σχόλια τύπου «γιατί το θάψατε αυτούνο, ωρέ κλεφτόπουλα;»

4. Αντιμετώπιση ρυπογόνων λημμάτων και συμπεριφορών

Με δεδομένο το laissez-faire μοντέλο διοίκησης της Ρουμανικής αρχής , οι καβουροσλανγκόσαυροι αποτελούν την πρώτη γραμμή αμύνης κατά των σπαστήρων, μπαγαποντοδοτών και πανοποντοδοτών που συχνά ρυπαίνουν το σλανγκοσιφόνι με αναερόβιες παθογένειες, βακτήρια και ιώσεις. Μόνο τους όπλο, το κράξιμο.

5. Επεξεργασία δευτερογενών λημμάτων

Εδώ οι καβουροσλανγκόσαυροι αξιοποιούν δημιουργικά τις μη επεξεργασμένες ατάκες συσλανγκιστών που αιωρούνται στο σλανγκοσιφόνι κάνοντας αλλαξολημματιές. Η λημματοποίηση τέτοιων παπαρολογισμών ενισχύει το esprit de corps (βλ. την συλλογική μαλακία που μας δέρνει) του σλανγκοσιφονιού. Πολλά εύσημα σε αυτή την κατηγορία κερδίζουν ο Khan και το Kitty Darling.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κολλητή φίλη της (/του (ουδ.)) Λίλιαν.

Είναι πραγματικά αχώριστες, πάνε πάντα πακέτο!
Είναι και οι δύο θήλεα νέας κοπής, αλλά η διαφορά τους είναι η εξής: Ενώ η/το Λίλιαν είναι το υπερβατικό θεόμουνο, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στην κατηγορία τριφασικό μουνί, η Καυλάουρα δεν έχει αντίστοιχες φυσικές προϋποθέσεις για να οδηγηθεί στην επίτευξη ανάλογων προσόντων. Κι έτσι μένει στον β' γυναικείο ρόλο, για τον οποίο, όμως, της αξίζει Όσκαρ!

Είναι καυλιάρα, γιατί η κοπέλα δείχνει ότι το παλεύει πραγματικά πολύ. Έχει δοκιμάσει τα πάντα, σιλικόνες, τσιμπουκόχειλα, εξτένσιον, ψεύτικα νύχια κ.ο.κ. Κι έτσι τελικά δεν σε καυλώνει με την ίδια την ομορφιά της, όσο με την προσπάθεια που καταβάλλει για να σε καυλώσει.

Και το πιο συγκινητικό απ' όλα είναι ασφαλώς το ονοματάκι της! Ετυμολογείται από το Ευαγγελία, που έγινε Βαγγελίτσα, από εκεί Λίτσα, και το Λίτσα θεωρήθηκε εκ των υστέρων ότι προκύπτει απ' το Λάουρα. Καθώς όλη αυτή η αγωνία και επιμονή έχει κάτι το καυλωτικό, τελικά χαρατηρίζεται ως Καυλάουρα.

-Τι μου λες ρε φίλε; Θα ξεμοναχιάσεις εσύ την Λίλιαν, και θα μ' αφήσεις εμένα με την Λάουρα; Δεν παίζω!
-Γιατί σε χαλάει; Μια χαρά Καυλάουρα είναι! Άμα θες άσ' τις μου εμένα και τις δύο!...

Η Καυλάουρα δεν είναι εδώ... (από HODJAS, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που χαρακτηρίζει τον ψηλό, αγέρωχο, γυμνασμένο, άγριο, βορειοευρωπαϊκής κατατομής και ψυχοσύνθεσης άνδρα, που έχει φανερά και κρυφά χαρίσματα, όπως ηγετικές ικανότητες, ανεξάντλητες δυνάμεις κ.ά. Προέρχεται από την καύλα και τον Αλάριχο.

- Σήμερα έσκισα τρεις γκόμενες.
- Ποιος είσαι ρε, ο Καυλάριχος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούνται οι λεξικογράφοι του slang.gr, το ετερογενές δηλαδή συνονθύλευμα των καθαρμάτων εκείνων που έχτισαν λημματάκι-λημματάκι το πληρέστερο και εναλλακτικότερο ηλεκτρονικό λεξικό του σύγχρονου Ελληνισμού.

— Περικλή, πού εξαφανίστηκες αγόρι μου; Από το 1976 και κάθε 17 Νοέμβρη ήσουν κάθε χρόνο επικεφαλής στη πορεία του κόμματός μας προς την Αμερικανική Πρεσβεία!
— Συμπάθα με συντρόφισσα, αλλά τον τελευταίο καιρό έχω καταρρεύσει ολοσχερώς. Το ταράκουλο με την Λίλλιαν με έκανε να αμφισβητήσω τα πάντα. Κλονίστηκε η και πίστη μου στην επανάσταση. Στην αρχή στράφηκα στον Γιανναρά και επισκέφτηκα το Άγιο Όρος. Οι γέροντες όμως μου έκαναν την σούφρα XL και έφυγα κακήν κακώς. Αναζήτησα την αλήθεια στον Γιαλόμ, και αποφάσισα να επουλώσω τα ψυχικά τε και πρωκτικά μου τραύματα στρεφόμενος επιτέλους σε κάτι δημιουργικό. Έγινα λημματοδότης στο slang.gr.
— Κουράγιο σύντροφε, και να προσέχεις τους μπαγαποντοδότες.

Γίνε και ΣΥ εθελοντης λημματοδοτης (από Vrastaman, 19/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύζυγος / γκόμενα σλανγκιστή, η οποία ως νέα Λυσιστράτη καταστρώνει σχέδια με άλλες ομοιοπαθείς για να ξεκολλήσουν οι άνδρες / γκόμενοι τους απ' τα πισιά τους. Η «Λυσιστράτη» «(δια-)λύει τον στρατό», η «Λυσισλάνγκη» «(δια-)λύει την σλανγκ», ή έτσι θα ήθελε... Θα τα καταφέρουν, ή το δέλεαρ του σλανγκ ξεπερνά την γενετησία ορμή; Ιδού η απορία!

Ένα όπλο τους η σεξουαλική απεργία, όπως και στην κωμωδία του Αριστοφάνη. «Make love, not slang», το σύνθημά τους, αλλά καθώς η σλανγκ είναι η sublimatio/ εξιδανίκευση του σεξ, το έργο που περιμένει τις Λυσισλάνγκες είναι δύσκολο! Το μόνο που τους μένει είναι να κρατήσουν «μπούτια ερμητικά κλειστά» μέχρι οι Σλάνγκοι άντρες τους να βάλουν μυαλό.

Άλλο όπλο είναι το γνωστό Γκραν Γκρινιόλ: -Πάλι ανεβάζεις λήμμα; -Πάλι ψάχνεις για μήδια; -Δεν πιστεύω να υπάρχουν και τίποτα γκόμενες σ' αυτό το σάιτ που ξημεροβραδιάζεσαι! Στο τελευταίο η απάντηση βεβαίως είναι: «Όχι, μα η σλανγκ είναι μόνο για αγοράκια, αγάπη μου! Είναι μια καθαρά αντρική υπόθεση, σαν το κυνήγι, το ψάρεμα, το ποδόσφαιρο κτλ», χεχε. Η γκρίνια δεν πιάνει.

Άλλο που επιχειρεί η Λυσισλάνγκη για να καταλύσει το σάιτ που μονοπωλεί το ενδιαφέρον του άντρα της είναι να μπει με πλαστή ταυτότητα και να προσπαθήσει να τα κάνει όλα μπάχαλο με μπαγαποντοδοσίες, φιτιλιές κτλ. Ευτυχώς, ούτε αυτό μπορεί να είναι αποτελεσματικό, ύστερα από τις νέες ρυθμίσεις του ρουμάνου.

Ως τελευταίο όπλο, μπορεί να επιστρατεύσει και τα παιδιά, αν υπάρχουν. «Καλά εμένα, δεν με λυπάσαι! Αυτά τα κακόμοιρα δεν τα λυπάσαι; Τι σου φταίνε να μην έχουν ψωμί να φάνε, επειδή εσύ προτιμάς να λημματοδοτείς αντί να δουλεύεις;». Όμως ούτε αυτό δεν συγκινεί τον Σλάνγκο. Μπορεί να έρθει ως ενίσχυση και η πεθερά: «Ανεπρόκοπε, παλιολημματατζή!» με τον πλάστη της κουζίνας. Και πάλι, χωρίς αποτέλεσμα.

Η μόνη λύση είναι να αφεθεί η ίδια η Λυσισλάνγκη στην μαγεία της σλανγκ. Να αυξήσει τον σλανγκικό της πλούτο, ώστε να μην έχει πια σλανγκιπενία. Ας πούμε στο σεξ να ξέρει πέντε- έξι μπινελίκια παρά πάνω, που θα τα έχει διαβάσει στο σάιτ. Να μην γελάει μόνο με ένα λολ, αλλά και μ' ένα Μ.Α.Ο, ένα Roflcopter, ένα LMFAO ρε παιδί! Μόνο έτσι θα μπορέσει να κερδίσει τον Σλάνγκο άνδρα της και να σώσει τον γάμο / σχέση της!

Ασίστ: Vrastaman.

Εν μέσω οργίου σχολίων και αλλαξολημματιών:
-Ωχ, ωχ, παίδες σας αφήνω τώρα, γιατί πλάκωσε η Λυσισλάνγκη με την μάνα της και τις βλέπω να έχουν άγριες διαθέσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι έχοντες και κατέχοντες αυτού του τόπου.

Λημματοδότες με τεράστια συνεισφορά στον τόπο, που χαίρουν θαυμασμό και εκτίμησης των απανταχού κατοίκων του Σλανγκιστάν.

Μερικά λαμπρά παραδείγματα:

Dirty Talking
ironick
GATZMAN
Vrastaman
Hank
.....

(σσ. κατά το μεγαλοκτηματίας)

- Ρε δεν αφήνετε τα περί κλίκας ναούμ'; Εδώ οι άνθρωποι είναι μεγαλολημματίες, έχουνε συνεισφέρει τα μάλα στον τόπο.
- Σσστοος, keep slanging...

Δες και -ατίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified