Further tags

Οι βλακείες, οι ασυναρτησίες ή και τα ψέματα.

- Και που λες, τους έδειρα και τους 4 συγχρόνως!
- Τι πίπες είναι αυτές που λες πάλι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε μεταφορικά για κάποιον που γλείφει για να πετύχει τον σκοπό του.

— Τελικά την πήρε ο Αντώνης την προαγωγή.
— Αφού έκανε πίπες στο αφεντικό, πώς να μην την πάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσουρέκια: τα πρησμένα αρχίδια. Όταν κάποιος σε εκνευρίζει ή σε ταλαιπωρεί με αυτά που κάνει ή με αυτά που λέει.

Θα μου πεις επιτέλους τι σου είπε για μένα; Άντε τσουρέκια μου τά 'κανες τόση ώρα που σε παρακαλάω.

(από xalikoutis, 30/10/08)(από dryhammer, 16/05/14)

Σχετικά: κρεμμυδασκέλες, μπαλόνια, νταούλια, αερόστατα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς αντίτιμο.

- Αγόρασα σήμερα ένα τασάκι για το ποδήλατό μου, 15 ευρώ.
- Έλα ρε! Τζάμπα πράμα...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

-Τελικά, τζάμπα ξύλο του έριξα... -Ναι, τζάμπα μάγκας έγινες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικά κουραστική, ανιαρή, επαναλαμβανόμενη κατάσταση.

- Πού να αδειάζω τώρα το φορτηγό με τα καρπούζια. Σκέτο κουρασεμπόριο. Άλλη φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάση, κατάσταση.

Ελάτε κι εσείς να γίνει ωραίο μουχαμπέτι!

Δες και μαμπέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.

Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.

Με το καινούργιο Τζέημς Μποντ έκλα-Sam Mendes! (από Khan, 19/11/12)

Βλ. και κλάνω πετούγιες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τάπα, ήττα, νίλα, πακέτο, παπάρα. Συνήθως την «τρώμε» ή την «παθαίνουμε».

- Άσε, έφαγα σώτα! Πήγα να γλιτώσω τη λακκούβα κι έπεσα στον τοίχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».

Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified