Οι βλακείες, οι ασυναρτησίες ή και τα ψέματα.
- Και που λες, τους έδειρα και τους 4 συγχρόνως!
- Τι πίπες είναι αυτές που λες πάλι!!
Οι βλακείες, οι ασυναρτησίες ή και τα ψέματα.
- Και που λες, τους έδειρα και τους 4 συγχρόνως!
- Τι πίπες είναι αυτές που λες πάλι!!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε μεταφορικά για κάποιον που γλείφει για να πετύχει τον σκοπό του.
— Τελικά την πήρε ο Αντώνης την προαγωγή.
— Αφού έκανε πίπες στο αφεντικό, πώς να μην την πάρει;
Got a better definition? Add it!
Τσουρέκια: τα πρησμένα αρχίδια. Όταν κάποιος σε εκνευρίζει ή σε ταλαιπωρεί με αυτά που κάνει ή με αυτά που λέει.
Θα μου πεις επιτέλους τι σου είπε για μένα; Άντε τσουρέκια μου τά 'κανες τόση ώρα που σε παρακαλάω.
Σχετικά: κρεμμυδασκέλες, μπαλόνια, νταούλια, αερόστατα
Got a better definition? Add it!
Χωρίς αντίτιμο.
- Αγόρασα σήμερα ένα τασάκι για το ποδήλατό μου, 15 ευρώ.
- Έλα ρε! Τζάμπα πράμα...!
Got a better definition? Add it!
Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
-Τελικά, τζάμπα ξύλο του έριξα... -Ναι, τζάμπα μάγκας έγινες...
Got a better definition? Add it!
Υπερβολικά κουραστική, ανιαρή, επαναλαμβανόμενη κατάσταση.
- Πού να αδειάζω τώρα το φορτηγό με τα καρπούζια. Σκέτο κουρασεμπόριο. Άλλη φορά...
Got a better definition? Add it!
Φάση, κατάσταση.
Ελάτε κι εσείς να γίνει ωραίο μουχαμπέτι!
Δες και μαμπέτι.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.
Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.
Βλ. και κλάνω πετούγιες
Got a better definition? Add it!
Τάπα, ήττα, νίλα, πακέτο, παπάρα. Συνήθως την «τρώμε» ή την «παθαίνουμε».
- Άσε, έφαγα σώτα! Πήγα να γλιτώσω τη λακκούβα κι έπεσα στον τοίχο!
Got a better definition? Add it!
Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».
Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.
Got a better definition? Add it!