Further tags

Οντολογικοσλάνγκ όρος αναφερόμενος σε πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις θεωρούμενες ως γεγονότα, ένεκα ψευδαίσθησης, αυθυποβολής, ή τυφλής πίστης του συλλογικού ασυνειδήτου, απορρέουσας από την έντεχνη και συνεχή προβολή τους ως πραγματικότητες.

Αναλυτικός ορισμός: Κάτι που γίνεται αποδεκτό σαν γεγονός παρά το ότι δεν είναι ή μπορεί να μην είναι, μία υπόθεση ή αυθαίρετος ισχυρισμός που αναφέρεται και επαναλαμβάνεται τόσο συχνά ώστε από τον πολύ λαό να εκλαμβάνεται ως αλήθεια.

Μετάφραση από το αγγλικό «factoid».

Αν αναρωτιέστε γιατί αυτό να μπει στο σλανγκ: διότι είναι ένας αδόκιμος, νεοεισηχθής «made-up» όρος, ακόμη κι αν επινοήθηκε από πανεπιστημιακούς κύκλους.

Θείος: Γεια σου, λαντ! Τι νέα από το λόγγο;

Ανιψιός: Γεια σου θείε ΜακΛήρ! Άσε, οι αγρότες σκιάχτηκαν το πρωί, αφού λένε πως αντίκρισαν τη Νέσυ, να έχει βγάλει το κεφάλι από τη λίμνη στην όχθη και να προσπαθεί να φάει ένα κοπάδι κατσίκες...

Θείος: Πφφφ, αυτό το «γεγονοειδές» της θέασης του τέρατος έχει επηρεάσει πολύ κόσμο και βλέπουν ό,τι θέλουνε, οι αγράμματοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ηδονική και ταυτόχρονα γκλάμουρ κατάσταση. Π.χ. όταν μια παρέα αντρών, που πίνουνε κοκτέιλ αραγμένοι σε φουσκωτές πολυθρόνες στην πισίνα, δέχεται απροσδόκητη επίσκεψη από τσούρμο ολόγυμνων μοντέλων. Κάτι τέτοιο είναι καβλουάρ, δηλαδή πολύ εκλεπτυσμένα ηδονιστική και προκλητικά σπάταλη. Μπορεί να χρησιμοποιείται και ειρωνικά σε αυτόν που είναι γουόναμπη καβλουάρ τύπος.

Προέρχεται από σύνθεση των λέξεων savoir vivre και καύλα.

- Πήγαμε χτες στο κωλάδικο και ήρθανε κάτι μούναροι ίσαμε με εκεί πάνω και μας ζητήσανε να τις κεράσουμε τζώνη μαύρο.
- Και τις κεράσατε;
- Ναι.
- Πολύ καβλουάρ την είδατε. Μου φαίνεται σας πιάσανε τον κώλο κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπέρτατο, απόλυτο, ανυπέρβλητο πρήξιμο όρχεων, όταν δηλαδή κάποιο πρηξαρχίδι σού τα κάνει όχι απλώς μπαλόνια ή αερόστατα αλλά Ζέπελιν.

Ξαδελφάκι του γκραν γκρινιόλ, αλλά με πολύ ευρύτερες εφαρμογές.

Λολοπαίγνιο επί του Grand Prix.

- Αμάν πια, τα ίδια και τα ίδια ο Βράστα μας τα 'χει κάνει νταούλια με ανοησίες και στατιστικές για τον πούτσο καβάλα! Του αξίζει το Βραβείο Καυλί σλανγκαρχιδισμού!

- Τι Βραβείο Καυλί και μαλακίες, το Γκράν Πρήξ του αξίζει!

Εεέε πιά! Γκράν πρήξ για ζουζούνι... :-Ρ (από vikar, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν συστηματικά αποδίδω τραβηγμένες απ' τα μαλλιά ελληνοκεντρικές ετυμολογίες σε ξένες λέξεις.

Φόρος τιμής στον χαρακτήρα του ελληνοαμερικλάνου Γκας Πορτοκάλος («Γάμος αλά ελληνικά»), ο οποίος μπορούσε να ετυμολογήσει οποιαδήποτε αγγλική λέξη από τα Ελληνικά (π.χ. το «κιμονό» από τον «χειμώνα»).

Αγγλιστί: Portokalos syndrome.

Πάσα: Νίκος Σαραντάκος

- … σας ρώτησα στον τίτλο αν είναι ελληνική λέξη η βουβουζέλα (...) Η βουβουζέλα, διαβάζω στην αγγλική βικιπαίδεια, είναι σχετικά καινούργιο φρούτο (...) και η ετυμολογία της είναι αμφισβητούμενη (…) αυτό αφήνει περιθώρια να πορτοκαλίσουμε και να προτείνουμε ελληνική ετυμολογία. Μην ξεχνάτε ότι, όπως έχω γράψει παλιότερα, στη μυτιληνιά διάλεκτο «γουγουτζέλες» είναι οι κουκουνάρες. Αν σκεφτούμε ότι σε πολλά ελληνικά ιδιώματα το β και το γ εναλλάσσονται στην αρχή των λέξεων, είναι πολύ πιθανό οι γουγουτζέλες να μετατράπηκαν σε βουβουζέλες και στη συνέχεια οι προκατακλυσμιαίοι λέσβιοι ναυτικοί να τις μεταλαμπάδευσαν στους… άγλωσσους αφρικανούς. (εδώ)

Gus Portokalos (από Vrastaman, 14/06/10)(από GATZMAN, 25/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναγκαστική περίοδος εκ της οποίας διέρχεται η σλανγκαριέρα του σλάνγκου, κατά την οποία αυτός επανεξετάζει και αναδιαρθρώνει την γενικότερη περί σλανγκισμού θεώρηση και στάση ζωής του.

Κατά την περίοδο αυτή ο σλάνγκος, δια του σλανγκολογισμού του, διερευνά και ανακαλύπτει την ύπαρξη ή μη του ταλέντου σλανγκάρχου που απαιτεί η επιστήμη του σλανγκισμού, τις ανοχές και αντοχές του απέναντι στο φαινόμενο του σλανγκαρχιδισμού, την αναγκαιότητα του σλανγκίζειν στην καθημερινότητά του, καθώς και την δυνατότητα σύμπνοιας του με το σλανγκαρχείο.

Ο χρόνος εμφάνισης της σλανγκοπαύσεως δεν είναι σταθερός και διαφέρει από σλάνγκο σε σλάνγκο. Η λήξις της περιόδου της σλανγκοπαύσεως προϋποθέτει την ταυτόχρονη λήξη της σλανγκιπενίας που πιθανόν να έχει προσβάλει τον σλαγκολογιζόμενο, διότι σλανγκιπενίας παρούσης παρούσης οὐκ ἄν τις σλανγκίζειν δυνάμενος.

- Πού εξαφανίστηκε ο Στράβων;
- Άσε, περνάει σλανγκόπαυση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πύρρειος νίκη, η νίκη που νομίζεις ότι είναι θρίαμβος αλλά μακροπρόθεσμα αναδεικνύεται σε πανωλεθρία. Της αρμόζει ο κλαυσίγελως, η χαρμολύπη και άλλες ζουρ(λ)αριές. Η λεξιπλασία υπήρχε από παλιά, αλλά την ανέδειξε ο Κωνσταντίνος Τζούμας με το να την καταστήσει τίτλο του τελευταίου βιβλίου του (παράδειγμα 2). Επίσης ο Γ.Α.Π. με το ξεμπράβο που μας έκανε να του πούμε. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτές τις δύο περιπτώσεις αναφέρεται το 99% του γούγλη. Το υπόλοιπο 1% χρησιμοποιεί την λέξη θετικά (!) για να δείξει μια καταστατική πανωλεθρία, που όμως μπορεί να μετεξελιχθεί σε θρίαμβο αν την αξιοποιήσουμε (από το ταμένο έντυπο «ο Σωτήρ», δες 3ο παράδειγμα).

  1. Πανωλεθρίαμβος! Τελικά νικήσαμε νίκη λαμπρή στις Βρυξέλλες που οι εταίροι αποφάσισαν ένα μεικτό σύστημα σωτηρίας (Ε.Ε και ΔΝΤ) ή όχι; Και θα μας βοηθήσουν, ενώ μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας, όπως επιμένει ο πρωθυπουργός; Η ελληνική οικονομία είναι στην εντατική και η απόφαση της Συνόδου μοιάζει με ιατρικό συμβούλιο που δεν ξέρει ακριβώς ποια εγχείριση θα είναι σωτήρια για τον ασθενή. (Δώθε και δώθε και δώθε «ο πανωλεθρίαμβος του Γιώργου»)

  2. Απ’ το 1975 μέχρι το 2005. Απ’ το Χάππυ Νταίη έως το Εγώ δεν..., με την επιθυμία κάτι να γίνει. Τι όνειρα και τι πολλά κι εκείνα τα δάση με τους κορμούς των ανθρώπων που πυρπολούνται από διάθεση για αλλαγή μέσα από σκέψεις του κακού αλλά πράξεις του καλού, τι καρκίνωμα η ευτυχία, πόσο δύσκολη η συνεργασία, τι γελοιότης η διασημότητα και τι κατάρα να σε επισκέπτεται όταν δεν σε αφορά, γιατί εν τω μεταξύ η πολύτιμη ρουτίνα έγινε ο μεγάλος σιγαστήρας που σβήνει τον κρότο απ’ τη λεηλασία του χρόνου, αυτή την ανθρώπινη επινόηση, το χρόνο, που έχει το θράσος να καταπιέζει χοροπηδώντας απ’ το θρίαμβο της σχετικότητάς του. Και τι πανωλεθρίαμβος όταν επιτέλους γλιστράνε από πάνω σου τα παραφερνάλια της εικόνας που ’χουν οι άλλοι για σένα, εσύ για τον εαυτό σου, οι άλλοι για τον εαυτό τους, εσύ για τους άλλους... Τι έλεγα; Δεν μπορώ να συνεχίσω. «Ποτέ δεν είπα πως είμαι βαθύς, αλλά είμαι βαθύτατα ρηχός», τραγουδάει ο Τζάρβις Κόκερ.

(Η περίληψη του μυθιστορήματος του Κωνσταντίνου Τζούμα εδώ)

  1. «Φαίνεται μᾶλλον πὼς εἶναι μεγάλη βά- σανος ἡ εὐτυχία νὰ γεννηθεῖ κάποιος Ἕλ- ληνας. Στὸν σημερινὸ κόσμο θὰ ἔλεγα πὼς εἶναι πανωλεθρίαμβος!». [...] Ὁ σχολιαστὴς θέλησε νὰ τονίσει ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ προβλήματα ποὺ δείχνουν νὰ προκαλοῦν καταστροφή (πανωλεθρία), ἂν ἀντιμετωπισθοῦν σωστά, μποροῦν νὰ ἐξε- λιχθοῦν σὲ θρίαμβο!
    (Από τον Σωτήρα).

Το εξώφυλλο των Νέων μετά τον πανωλεθρίαμβο του Γ.Α.Π. (από Khan, 10/06/10)Το καλύτερο ψηφοδέλτιο για τον πανωλεθρίαμβο της Κυριακής που έρχεται. (από GATZMAN, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.

2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.

[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].

- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)

- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)

- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι τρελά καμένος από καψούρα.

Τι καψουροκαμμένη που είμαι ρε συ! Αυτός με φτύνει κατάμουτρα και εγώ συνεχίζω να είμαι ακόμα κολλημένη μαζί του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλά μπούτια μαζί. Σε αντίθεση με το μποτιλιάρισμα που δημιουργεί νεύρα και τσαντίλα, το μπουτιλιάρισμα δημιουργεί ευφορία και ενθουσιασμό.

Συναντάται:

  • Στην πλαζ,
  • Στο casting με τα μοντέλα,
  • Στα αποδυτήρια γυναικών,
  • Στο ταξί μετά το club.

Έπεσα σε ένα μπουτιλιάρισμα... ακόμα καυλωμένος είμαι !

Σχετικό και το μπερδέψαμε τα μπούτια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified