Further tags

Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.

Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.

Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.

  1. Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;

  2. Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!

(από proteas1992, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφιερώνομαι σε μονογαμία.

Έχω ρομαντική / συναισθηματική σεξουαλική επαφή.

Μην μουνογαμιέσαι πολύ γιατί θα βαρεθεί το γκομενάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπυροκλάνι ονομάζεται η κατάσταση στην οποία περιέρχονται τα έμπυρα άτομα μετά από ακατάπαυστη και αλόγιστη κατανάλωση άφθονης μπύρας.

Άμεσες συνέπειες για το άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι είναι: ακατάπαυστο ρέψιμο, συχνοουρία και η ακρόαση ασμάτων του Βασίlη Τερλέγκα (παραγγελιά, όρθια μένουν τα κλαριά, όπως θα παίρνω τις στροφές κ.α.)

Μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες είναι το κτίσιμο μπυροκοιλιακών.

Προηγουμένως τα έμπυρα άτομα έχουν φροντίσει να για την μπυρασφάλεια τους δηλαδή τη διαθεσιμότητα και επάρκεια μπύρας (σύμφωνα με τον χρήστη Gatzman) στο ψυγείο τους.

Το μπυροκλάνι ουδεμία σχέση έχει με το πυροκλάνι αν και είναι εξαιρετικά πιθανό το άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι να προβεί και σε πυροκλάνι προς τέρψη των συνδαιτυμόνων του.

Αξίζει επίσης να αναφερθούν οι μαζικοί αγώνες τον έμπυρων ατόμων για την κατοχύρωση του δικαιώματος της μπυρασφάλειας ζωής, της σύναψης δηλαδή συμφωνίας με τις μεγάλες μπυροβιομηχανίες για την ένταξη τους σε εκπωτικά προγράμματα και την συνεχή τροφοδοσία των ψυγείων τους από ειδικά συνεργεία ώστε να μπορούν να βρίσκονται μονίμως σε κατάσταση μπυροκλάνι.

Πάγιο αίτημα επίσης αποτελεί η δημιουργία γραμμής μπυροκλάνι-SOS ώστε να παρέχετε στα έμπυρα άτομα που δεν φρόντισαν για την επαρκή μπυρασφάλεια τους άμεσα ποσότητα μπύρας κατά τις πρώτες πρωινές ώρες που είναι όλα τα περίπτερα κλειστά.

-Σάββα τα αρχίδια μου τράβα..

-Τι είπες ρε καθίκι;

-Ασ' τον μην τον παρεξηγείς, βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοπρεπέστερη απόδοση του εφαψία.

Ο εφαψάκιας πάσχει από σεξουαλική παραφιλία με ζητούμενο την μη συναινετική σωματική τριβή με αγνώστους σε στενούς και συνωστισμένους χώρους όπως σε μέσα μαζικής συγκοινωνίας, μπαρ, πολιτικές εκδηλώσεις, εκκλησίες, συναγωγές, τεμένη.

Ετυμολογία: εφαψ- (εφάπτω) -άκιας.

Αυτό που τώρα με απασχολεί είναι ένα κόκκινο πανί που έχω δει από ώρα: ένα σφιχτό άσπρο παντελόνι με υποψία στρινγκ που έχει ακουμπήσει στο πλαϊνό μέρος της διπλανής, άδειας πλέον, θέσης. Εγκαθίσταμαι εκεί. Είπαμε, θα είμαι ήσυχη. Γέρνω μόνο λίγο προς το μέρος της και την ακουμπάω με το μπράτσο μου. Υγρός σπασμός αλληλούια. Εκείνη ούτε που παίρνει είδηση τη σκοπιμότητα του αγγίγματος. Ο συρμός πέφτει σε αναταράξεις. Δε βλέπω για ποιο λόγο να μην κρατήσω αυτή τη στάση μέχρι να φτάσω στο τέλος της διαδρομής.
(Η εφαψίας)

Ο original εφαψίας δεν φοράει ποτέ εσώρουχα. Το καλοκαίρι είναι η καλύτερη εποχή για να δράσει και να θέσει σε εφαρμογή τα κρυφά εφαψιστικά του σχέδια. Θα τον βρείτε συχνά να διασκεδάζει σε καλοκαιρινά μπαράκια/clubs με σήμα κατατεθέν το αεράτο-ανάλαφρο παντελόνι (κατά προτίμηση λινό) που το επιτρέπει να λικνίζεται αισθανόμενος τις εκκρεμοειδείς κινήσεις του πέους του. Κρατώντας στο ένα χέρι το ποτό κουνιέται απαλά στο ρυθμό της μελωδίας και προσεγγίζει εκστασιασμένος το επόμενο θύμα του, συνήθως από πίσω. Πρόκειται για τη στιγμή της εφαψιστικής κορύφωσης. Ο εφαψίας δεν αποζητά το σεξ παρά μόνον αυτές τις στιγμές αμοιβαίου εφαψιστικού χορού με το θύμα που ανυποψίαστα συμμετέχει...Όταν πλέον το καταλάβει είναι ήδη αργά και ο εφαψίας θα έχει ολοκληρώσει το έργο του.
(προφίλ αναγεννησιακού εφαψάκια, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Ο όρος αναφέρεται σε περίπτωση που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε γαμημένη.

Αναλυτικότερα, μιλάμε :
- Για μια εξαιρετικά απρόσμενη δυσμενή κατάσταση, που έχει πολύ μικρή, αλλά όχι μηδενική, πιθανότητα εμφάνισης. Μιλάμε για... κεραυνοβόλημα. Για... μεγάλη γκαντεμιά που μπορεί να συμβεί σε κάποιον (βλ. παρ. 1).
- Για δυσκολίες ή αυξημένες απαιτήσεις υλοποίησης / πραγματοποίησης κάποιου γεγονότος, εξαιτίας κάποιων ειδικών περιστάσεων (βλ. παρ. 2,3).

Β) Ο όρος αναφέρεται σε μια σπάνια εξαιρετική περίπτωση. Μιλάμε για μια περίπτωση που μπορεί να χαρακτηριστεί και... γαμώ τις περιπτώσεις. Μιλάμε για μια σπάνια ευκαιρία, για μια ανέλπιστη εύνοια της τύχης (βλ. παρ. 4).

Αν δεν αξιολογήσουμε καταλλήλως τις πληροφορίες που θέλουν θετική κάποια γαμοπερίπτωση, μπορεί να οδηγηθούμε σε γαμοπερίπτωση της προηγούμενης κατηγορίας (βλ. παρ. 4).

Σημείωση:

Όπως διακρίνεται εκ των παραπάνω, και οι δύο αυτές ξεχωριστές περιπτώσεις δεν είναι συχνές στην εμφάνιση, ενώ παράλληλα αναφέρονται σε ακραίες καταστάσεις.

  1. H καλπάζουσα λευχαιμία είναι μια ιδιάζουσα γαμωπερίπτωση,πρέπει να είσαι αρκετά άτυχος. Τι να κάνουμε, δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να θεραπεύσουμε το θάνατο..
    Δες εδώ

  2. Μίλησα με το τελωνείο, ο τυπάς μου είπε ότι θέλει την απόδειξη για να τα φορολογήσει, βαζει 18% στην τιμή κάθε προϊόντος + μερικά ακόμα ανάλογα την κατηγορία. Του είπα φοιτητής είμαι δεν θέλω να τα εμπορευτώ κτλ αλλά μου λέει δυστυχώς δεν γίνεται τπτ, πέσαμε και στην γαμωπερίπτωση των Ολυμπιακών γμτ!!!
    Δες εδώ

  3. - Πού λες να πάμε το Σαββάτο; - Έχω αποθυμήσει ρε γμτ φραπενείο. Αλλά, το Σάββατο, ρε γμτ, παίζει να 'ναι και παραμονή εκλογών. Πολύ γαμοπερίπτωση δικέ μου. Δεν ξέρω αν θα βρούμε φραπενείο ανοιχτό.
    - Ε... όλο και κάποιο θα εφημερεύει. Σκέψου θετικά.

  4. - Σου έχω σίγουρες κάτι μετοχές, που αν τις παίξεις θα χεστείς στο τάληρο. Μιλάμε για τη... γαμωπερίπτωση. Παίξε και δε θα χάσεις. Χώσε ό,τι λεφτά έχεις.
    - Γαμοπερίπτωση θά 'ναι. Δεν το συζητώ. Αλλά δεν ξέρω αν θά 'ναι της μορφής που περιγράφεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοιαύτη κατάστασις επέρχεται εν ώρα μεγάλου και παρατεταμένου θυμού. Δεν έχει σχέση με το συμπαθές μας ζώο, τον τάπιρο, αλλά αποτελεί σύμπτυξη της φράσεως τα πήρα στο κρανίο. Διότι το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν (... και ουχί δε το ορθογραφίζειν)!

Υφικλής: «Συλλαμβάνεσαι Καυλαγόρα εν ώρα πρωκτικής συνουσίας μετά της γυναικός μου και ποιείς τη νύσσα;;;; Μα δεν αντέχω πλέον, τα έχω λάβει εντελλώς λέγωωω!!!»

Καυλαγόρας: «Μάλιστα... έχεις κάποιο δίκαιο... ταπηροκρανίαση παρατηρώ!»

Tapir-ε στο κρανίο (από Vrastaman, 04/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, προερχόμενη εκ των λέξεων «νέος» και «Λέοπαρντ».

Ο όρος αποτελεί απαξιωτικό ή χιουμοριστικό χαρακτηρισμό ενός νέοπα που υπηρετεί σε μονάδες τεθωρακισμένων, που χρησιμοποιούν άρματα μάχης Λέοπαρντ (Leopard).

Ο όρος εκφέρεται συνήθως από κάποιον παλιό φαντάρο, από κάποιον μονιμά που έχει ακόμα να δει...πολλές... μα πολλές ολυμπιάδες μέχρι να απολυθεί, ή από κάποιον που είχε κάνει τη θητεία του σε τέτοιες μονάδες.

  1. (Χιουμοριστική χρήση)
    Καλή θητεία νέοπαρντ!!! Να περνάνε γρήγορα οι μέρες και να γυρίσεις άρτιος στην κοπελιά και στους δικούς σου!
    Δες

  2. (Απαξιωτική χρήση)
    3 μέρες πριν φύγω με αγγαρέψανε να πάρω κάτι νέοπαρντ να κουβαλήσουμε λέει καλώδια και εκεί τσακώθηκα και τους τα έχωσα με την εξουσία της παλαιότητας και της μισής σαρδέλας μου. Δες

(από GATZMAN, 02/06/09)Μαύρος Λόχας vs Νέοπαρντς. Αφιερωμένο στον Γκατζ. (από Jonas, 02/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινός όρος για υπερσυγκέντρωση ιδρωμένων γυναικών σε παραλίες, κλαμπ και μπαράκια. Από το κουφόβραση, καύσωνα δηλαδή με συννεφιασμένο ουρανό.

Αν φυσήσει λίγο αεράκι και δροσίσει λέγεται και μουνοθύελλα.

Αν η παραλία είναι σε κατηφοριά λέγεται και μουνοπλαγιά.

- Πω ρε μάγκα! Τι μουνόβραση γίνεται εδώ μέσα! Ίδρωσε το μάτι μου!
- Kαι τι άρωμα όμως, ε;

βράζει γενικώς! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσκεψη με σκοπό το συμφέρον.

Τι εντελώς απρόσκλητη πλασιεπίσκεψη είναι αυτή; Πάλι φράγκα θες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αφορά spam, που έρχεται σε απρόσκλητη επικοινωνία, συνήθως με σκοπό τις πωλήσεις ή την προώθηση ιδεών. Ενοχλητικός, γλοιώδης, 80s απατεώνας.

Είναι Spamστικό να μου υποδεικνύει κάποιος τι να αγοράσω.

βλ. και σπαμστικός, σπαμαρχίδας, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified