Further tags

Επιθετικός προσδιορισμός μουσικής, ρούχων, χώρου και γενικότερα κάθε αντικειμένου που έχει φάνκυ, κίνκυ ή αισθησιακά χαρακτηριστικά, τέτοια ώστε θα μπορούσε να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα ενός κωλόμπαρου. Εναλλακτικά όμως μπορεί να προσδιορίζει όλα τα παραπάνω ως χαρακτηριστικά ενός κωλομπαρά, ενός δηλαδή πληθωρικού ομοφυλόφιλου.

-Τσέκαρες καινούργιο κομμάτι Σνουπ Ντογκ;
-Ναι ρε, τέρμα κωλομπαρίστικο μπιτάκι.

-Να σου πω, να βάλω τις κωλομπαρίστικες τιράντες με τις μπανάνες;
-Σοβαρέψου ρε Στέφανε σε κηδεία πάμε!
-Ναι αλλά θα 'ναι κι ο Νικολάκης εκεί πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Πρώτη σκέψη 90's, δεύτερη τα χάπατα, τρίτη Οινόφυτα parties και battery club, τέταρτη σκέψη οι εναπομείναντες που χορεύουν κάνοντας κουτάκια με τα χέρια τους και άλλα 90's χορευτικά σε πάρτυ που θα ήθελαν να τους θυμίζουν τα δικά τους. Φοράνε πολύχρωμα πουκάμισα, περίεργα παντελόνια συνήθως και οι πιο hardcore πολύχρωμα κορδόνια και down town παπουτσάκια όσοι το πάνε προς trance..

- Ψηλέ άραγκον και χώσε μπίου, παίζει rave εδώ! Κοίτα το χάπατο πώς κουνιέται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν στρώνεται στο ποτό ο νεροχύτης με την παρέα του. Ακαταλόγιστο ποτό. Προφέρεται με το ρ παρατεταμένο για να δώσουμε έμφαση (φαρρρμακώσαμε).

  1. Πατέρας στο γιό:
    - Γιατί ξέρναγες εχθές το βράδι; Πάλι φαρμάκωσες;
    - Άσε με ρε πατέρα, έχω και πονοκέφαλο....

  2. Μεταξύ φίλων:
    - Καλά ρε μαλάκα, 5 μπουκάλια ουίσκι 3 άτομα εχθές;
    - Άστα, πέρασε ο Νιόνιος από 'δω και φαρρρμακώσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, για τις δύο βασικές υπηρεσίες που προσφέρει μια κορασίς σε ένα στριπτητζάδικο. Το θέμα έχει περιγραφεί επαρκώς στο λήμμα «χορός, ο». Απλώς, να πω ότι ο τεχνικός όρος του φαινομένου είναι «πουτό-χουρός», όπως το προφέρουν με βαριά ανατολική προφορά οι κορασίδες. Και πως υπάρχει ένα δίλημμα ποια από τις δύο υπηρεσίες θα προτιμήσει ο στριπτητζόφιλος, αν και τις δύο, με ποια σειρά κ.ο.κ. Με λίγα λόγια το «πουτό-χουρός» υπήρξε το μεγάλο δίλημμα του Νεοέλληνα στα '90ς και '00ς, όπως το «Κιθαρίστας ή ντράμερ;» του Γιοκαρίνη το μεγάλο δίλημμα των '80ς.

Γενικά, είναι αξιοσημείωτο ότι ο χουρός είναι πιο φτηνός, και με κάτι εξτρά περιλαμβάνει και το περίφημο φραπέ. Ενώ το πουτό είναι γενικά πολυέξοδο και άχρηστο. Οπότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει δίλημμα. Πλην πολλοί το σκέφτονται σύμφωνα με την αρχή του Αριστοτέλους ότι ο σκοπός κάθε όντος είναι η ειδοποιός διαφορά του. Και το πουτό είναι ακριβώς η ειδοποιός διαφορά του στρηπτιτζάδικου απ' το μπορντέλο (που θα μπορούσες εξαρχής να είχες πάει). Οπότε γενικά το δίλημμα παραμένει, ή μπορεί να λυθεί πραγματώνοντας και τα δύο σκέλη, εις βάρος βέβαια της τσέπης.

Συνώνυμα: «Κεράσει πουτό καυλιάρη;» (εντάξει, λέγεται μόνο από τις πλέον χυδαίες και ανένταχτες των κορασίδων, απλώς έχει μείνει ως πάγια έκφραση).

Τα κορίτσια όμορφα αλλά λίγο με υφάκι και σπασαρχίδες για να τις πάρει κάποιος με το ζόρι για χουρό ή πουτό.
(από το γνωστό bourdela.tv)

Λίλιαν! (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνω φραπέ.

-Φτιάχνει αυτή φραπέ;
-Και πετυχαίνει και τις φουσκάλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με ρίμα και ρυθμό που εκστομίζεται (και καλά) από ένα εργαζόμενο κορίτσι προς τον πελάτη της για να του πει πως, την κούρασε μεν με τις απαιτήσεις, τα βίτσια του, τα σέα του και τα μέα του, αλλά στο τέλος την αποζημίωσε με το παραπάνω, κάνοντας όλη την προσπάθεια να αξίζει.

Σλανγκικώς, την έκφραση χρησιμοποιεί όποιος, από φιλότιμο ή από υποχρέωση, αναγκάστηκε να κάνει μια υπερπροσπάθεια για να ικανοποιήσει κάποιον και, λίγο πριν οι κόποι του του βγουν ξινοί, ο ευεργετημένος τον επιβράβευσε αρκούντως, επιφέροντας μιας μορφής δικαιοσύνη.

Ρητορική συμβουλή: χρησιμοποιείστε ελαφρώς ξενική προφορά για καλύτερα αποτελέσματα.

- Λοιπόν, σου έχω εδώ τρεις παλιές πτυχιακές με πάνω-κάτω το ίδιο θέμα, τους ισολογισμούς όλου του κλάδου των τελευταίων δύο ετών και δύο γίγκα κλασική μουσική να χαλαρώσεις και να καθήσεις να γράψεις. Τίποτις άλλο;
- Τίποτα ρε αδερφέ, και πολλά έκανες. Κι εγώ όμως ε; Τι σου έχω; Τσίμπα μια πρόσκληση για τον Τερζή που σ' αρέσει με μπουκάλι σπέσιαλ και ξηρακαρπά κομπλέ που κέρδισα στο ραδιόφωνο! Σωστός;
- Σοβαρά μιλάς; Καλά, τώρα μ' έφτιαξες! Με ίδρωσες αλλά με πλήρωσες! Χαλάλι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση μαύρων ανά τετραγωνικό μέτρο. Λέγεται ιδίως για κυριλάουα νυχτερινά μαγαζιά που οργανώνουν κάθε τόσο «μαύρες» βραδιές με μουσική hip hop, r'n'b και τα σχετικά. Τα μαγαζιά αυτά δεν είναι τα ορίτζιναλ «μαυράδικα» (που βρίσκονται σε ψιλοπαρακμιακές περιοχές και προσελκύουν σχεδόν αποκλειστικά μαύρους).

  2. Το σύνολο των προαναφερθέντων μοντέρνων «μαύρων» ακουσμάτων (τη τζαζ όσο να 'ναι δεν τη λες μαυρίλα).

  3. Γενικά η λεγόμενη «μαύρη» κουλτούρα στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Κατά βάση είναι η αφροαμερικάνικη κουλτούρα, όπως αυτή προσλαμβάνεται και προσαρμόζεται από τα εκατομμύρια των αφρικανών που ζουν στη Γριά Ήπειρο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται και στις 3 περιπτώσεις με ελαφρώς υποτιμητική / σαρκαστική διάθεση, από λευκούς που πιστεύουν πως οι μαύροι (λόγω μεγάλης πούτσας) και οι αλβανοί βεβαίως βεβαίως (που είναι πιο μπρουτάλ ρε πστ μου) μας έχουν φάει όλες τις γκόμενες κι έχουμε μείνει να βροντάμε την ψωλή μας.

  1. - Φίλε, παίζει για καλοκαιράκι να δουλέψω στο Mao. Έχω έναν γνωστό εκεί και μου είπε αν είναι να πάω για πορτιέρης.
    - Τι να πα να κάνεις εκεί στη μαυρίλα ρε αγόρι;

  2. - Θυμάσαι ρε μαλάκα τη Τζέσι, το πορνίδιο που τραβιόμουνα πέρσι; Το γύρισε και από σκυλού ακούει μόνο μαυρίλα πλέον. Σκάει και με κάτι χαμηλοκάβαλα τζιν να φαίνεται κι η κωλοχαράδρα της φάτσα φόρα...
    - Θα ρουφάει καμιά μαύρη ψωλή αγόρι μου και γι' αυτό έχει κολλήσει... Εμ βλέπεις, τι να κλάσει κι η δικιά σου η δεκαπεντάποντη μπροστά στο βόα;

(από johnblack, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεισφέρω τον οβολό μου μοιρολατρικά στον ναό της αρεσκείας μου και λαμβάνω την άγουσα.

Τη παρόδω του χρόνου μπορεί να ανακυρηχθώ και μέγας χορηγός της ναοδομίας (κοινώς, «εγώ τα 'χω κτίσει).

Όπως κάθε καλός χριστιανός εναποθέτει τις ελπίδες του σε ανώτερες δυνάμεις, επικυρώνοντας το αίτημα του δια της επί χρήμασι αφής κηρίου, έτσι και ο καλός τζογαδόρος δεν θεωρεί τον αποχωρισμό από τα χρήματα του παρά μια νομοτελειάκη πράξη στα πλαίσια της λατρείας του.

- Πάμε και στο τραπέζι του μπλακ-τζακ να δούμε τι παίζει;
- Αδελφέ εγώ το κεράκι μου το άναψα, θα την κάνω.
- Έλα ρε ξενέρα, 10 λεπτά θα κάτσουμε και θα φύγουμε...
- Το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινωνικό φαινόμενο που εκφράστηκε επιτέλους με τη δική του λέξη. Πρόκειται για τη γενναιόδωρη συμπεριφορά κάποιου κυρίου ώριμου, σοβαρού, ευκατάστατου και ευχάριστου προς κάποια ή κάποιες πιτσιρίκες λεπτές, εμφανίσιμες και ευγενικές ή, για να λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους, ενός μαλάκα που πληρώνει προς κάποιες τσουλίτσες που συνειδητοποίησαν ότι το νιμού τους είναι το σταθερότερο νόμισμα σ' αυτήν την κωλοκοινωνία.

Η διαφορά με την ορίτζιναλ τσούλα είναι ότι οι επί χορηγία γκαυλίτσες κατά κανόνα δεν φτάνουν στο σεξ με τον χορηγό τους. Αυτό που συμβαίνει είναι πάνω-κάτω το εξής:

Ο χορηγός είναι άνθρωπος στα δεύτερα -άντα, όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμος, με ένα σημαντικό εισόδημα, όχι όμως απαραίτητα πλούσιος. Έχει μια δουλειά συνηθέστερα δική του ή είναι ένα medium στέλεχος σε εταιρεία. Μπορεί να είναι παντρεμένος, αλλά συνήθως είναι οικογενειακά και συναισθηματικά μόνος. Γουστάρει την παρέα νέων και όμορφων γυναικών γύρω του (ποιος θα τον κατηγορήσει γι' αυτό άλλωστε) και του αρέσει να την επιδεικνύει στα νυχτερινά μαγαζιά και στον κοινωνικό του περίγυρο. Γι' αυτόν τον σκοπό φέρεται πλουσιοπάροχα και αρχοντικά σε γυναίκες όπως π.χ. σερβιτόρες καλών παραλιακών μαγαζιών, φίλες φίλων, υφισταμένές του, καλώντας τες αγεληδόν για τραπέζια σε πανάκριβα εστιατόρια, πρωτοκλασάτα σκυλάδικα και τα παρόμοια. Εκεί δεν φείδεται εξόδων και πουλάει κιμπαριλίκι. Ωστόσο δεν απλώνει χέρι. Αρκείται στο να καυλαντίζει την θηλυκή του παρέα, να τους πετά λουλούδια, να απολαμβάνει τα απορημένα και ζηλόφθονα βλέμματα των πτωχών πλην τίμιων ψωλαράδων του μαγαζιού και στο τέλος να χώνει βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Οι χορηγούμενες, από την άλλη, απολαμβάνουν τα εξής προφανή πλεονεκτήματα:
1. Τρώνε-πίνουνε τζάμπα σε μαγαζιά απλησίαστα για τα οικονομικά τους.
2. Κάνουνε το χαβαλέ μεταξύ τους.
3. Κάνουν το εφέ στα πλήθη.
4. Μπορούν να χτυπήσουνε και κανένα τεκνό, αρκεί να το κάνουν διακριτικά λόγω χορηγού.
5. Ανεβάζουν το κασέ τους για τον γκόμενό τους, τον μελλοντικό ή και τον νυν (ναι, μερικές έχουν και δεύτερο μαλάκα, τον πιο φτωχό, δεμένο στο μουνί τους).
6. Δεν κάνουν σεξ με το μπάζο που τους πληρώνει, συνεπώς ούτε νιώθουν ούτε μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει πουτάνες τελειωμένες. Άντε να του κάνουν μια τρυφερή αγκαλιά, να του δώσουν δυο φιλάκια παραπάνω στο μάγουλο, να τον χορέψουν λίγο στην πίστα και να του πουλήσουν και έναν θεατρινισμό στο τέλος της βραδιάς για το πόσο καλά πέρασαν και πόσο τους θα τους λείψει μέχρι την επόμενη φορά.

Αν και εύκολα κάποιος (όπως ο γράφων) χαρακτηρίζει ένα τέτοιο άτομο μαλάκα με την έννοια του γελοίου θύματος, είναι ελαφρώς συνταρακτική η απόγνωση που μπορεί να κρύβεται πίσω από τέτοιες συμπεριφορές των ανδρών (για γυναίκες δεν κατέχω). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην επαγγελματική πουτανιά υπάρχει μια υποκατηγορία του call-girl που λέγεται girlfriend και προσφέρει, εκτός βέβαια του σεξ, και όλες τις ανωτέρω υπηρεσίες.

- Χθες στα μπουζούκια πέτυχα τ' αφεντικό σου. Τι ιστορία είναι αυτός;
- Γιατί;
- Έτσι σκατόφατσα και τριαξονικό που τον γνώρισα στο γραφείο, πού να φανταστώ ότι έχει τόση πέραση στις γυναίκες!
- Καααλά.
- Ναι ρε σου λέω! Τέσσερις είχε στο τραπέζι, κι όλες μία και μία. Στην αρχή σκέφτηκα θα πήρε κανένα μπόνους και σήκωσε μισό πρακτορείο call-girl, αλλά μετά στάμπαρα αυτήν την πουτσανάφτρα την Πόπη την μπαργουμάνα.
- Στην χορηγία τα έχει τα τσουλάκια ρε, μην ψαρώνεις. Αυτές κι άλλες τόσες κυκλοφορεί και δεν τον έχει φορέσει σε καμιά. Βίτσια είναι αυτά, τι να πεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται καυγάς, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, ταβερνόξυλο, γίνεται το έλα να δεις.

Ετυμολογία απροσδιόριστη. Ίσως από το σκρατς των χιπχοπάδων, ίσως απευθείας ηχοποιητικά, λόγω σκισίματος ρούχων από ράντομ τραβήγματα και αυτοσχέδιες λαβές.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

- Τι φωνές είναι αυτές;
- Φύγαμε μαλάκα, πάμε να τσεκάρουμε!
- Στάσου ρε, πού να πάμε; Έχουμε ποτά, κινητά, τσιγάρα!
- Πάρε ότι μπορείς, γίνεται σκρατς παρακάτω, έξω από το πατσατζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published