Κατά το «ο βήχας και τα λεφτά δεν κρύβονται». Υπάρχει και το «ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται». Το λέμε σε περιπτώσεις έκδηλης πουτανιάς, όχι τόσο κυριολεκτικά, αλλά κυρίως όσον αφορά στην εξωτερική εμφάνιση. Λέγεται ακόμη και για τις πολύ κοκέτες, πάντως σε καμία περίπτωση δεν απαντά σε αρσενικό γένος.

  1. - Σσστ, Μήτσο! Δες ένα ξέκωλο που μπήκε!
    - Ασ' τα, ο βήχας κι η πουτανιά δεν κρύβονται...

  2. - Δες, τι φοράει το Δεσποινάκι! Φαίνεται το μουνί της!
    - Ο βήχας κι η πουτανιά δεν κρύβονται.

Ξέκωλο (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει ότι μια κατάσταση βαίνει ήδη προς το χειρότερο, ή πρόκειται να έχει κακή εξέλιξη στο εγγύς ή απώτερο μέλλον. Συνήθως αφορά σε ύπουλη μεταστροφή της κατάστασης και όχι σε περιπτώσεις όπου η επερχόμενη καταστροφή είναι προφανής. Παρόμοια σημασία έχει και η φράση «όσο νυχτώνει η πούτσα μεγαλώνει», που όμως πρέπει να αποφεύγεται λόγω καταφανούς χυδαιότητας.

Η φράση χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά από σαραπεντάρηδες και άνω, για να διασκεδάσει τις πικρές συνέπειες της, όλο και πιο συχνά απαντώμενης, στυτικής δυσλειτουργίας με μέτρια όμως αποτελέσματα.

  1. - Είπαν πως θα ανεβάσουν και τα δημοτικά τέλη. Δεν μας 'φτάναν όλα τ' άλλα.
    - Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη.

  2. - Χθες πέρασε το νομοσχέδιο που νομιμοποιεί τη μερική απασχόληση.
    - Πάμε για κατάργηση του οκτάωρου, να μου το θυμηθείς. Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη.

Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαράτσι αποχής από την τεκνοποιία.

Κατά τον 16ο αιώνα, στην νήσο Χίο, η οθωμανική αρχή δεν άφηνε ευκαιρία που θα της απέφερε έσοδα από φόρους να πάει χαμένη. Γιατί λοιπόν να εξαιρεθούν οι χήρες; Όσες λοιπόν είχαν χάσει τον άνδρα τους νέες, αν στη συνέχεια δεν ξαναπαντρεύονταν για να κάνουν παιδιά -αν δεν μετείχαν δηλαδή στην τεκνοποιία της κοινότητας- τιμωρούνταν με την υποχρεωτική καταβολή ειδικού φόρου για την αποχή, που ονομάζονταν από τους ντόπιους αργομουνιάτικο.

- Δεν φτάνει που 'χασε τον Παναή στη θάλασσα η Μαριώ, έχει τώρα τρία κουτσούβελα να φροντίζει και το αργομουνιάτικο να πληρώνει.
- Πολύ συμπονετικό σε βλέπω βρε Τζώρτζη, μην έχεις βάλει τίποτα κατά νου; ... Είναι και νοστιμούλα!

Η Μαριώ ... μόνη ... πληρώνει (από spydel, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός όρος που αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σε πλειάδα παρεμφερών αργκοτικών εκφράσεων. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ράμματα παραπέμπουν στην ξεσκισμένη κωλοτρυπίδα που έχει επειγόντως τη χρεία τους.

  1. Πήγα για ράμματα = έφαγα ήττα, έπαθα νίλα, τον ήπια. Λέγεται κατά κανόνα εκ των υστέρων. Αν π.χ. μια γκόμενα σου ρίξει άκυρο ή σε σχολάσει, τότε μπορούμε να πούμε -αναλόγως και τη σοβαρότητα της κατάστασης- ότι είσαι για να πας να κάνεις ράμματα, ή ότι σ' έστειλε για ράμματα.

  2. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Βαρύτατη απειλή που αντικαθιστά το τετριμμένον «θα σε γαμήσω». Καθώς δεν εμπεριέχει κάποια αμέσως υβριστικήν λέξιν, η απειλή καθίσταται πιο υποδόρια και, υπό προϋποθέσεις, περισσότερο σοβαρή. Εκτεταμένη βερσιόν της, είναι και το υπό του hodja αναρτηθέν έχω ράμματα για τη σούφρα σου. Στην τελευταία περίπτωση, φρονώ πως η απειλή πάλιν αποδυναμώνεται εξαιτίας της αμέσου αναφοράς εις την ροδέλα και του μακροσκελούς της εκφράσεως, πράγματα που την φέρουν εγγύτερα στη σφαίρα της γραφικότητος.

  3. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Φαινομενικώς όμοια με την προηγούμενη, λέγεται υπό εξημμένου τινός αρσενικού προς το αντικείμενο του πόθου του (γυναίκα ή πούστη). Το εν λόγω σερνικόν διαφημίζει ούτως τας σεξουαλικάς του επιδόσεις (αντοχή, τεχνική, μέγεθος φαλλού κλπ), προϊδεάζοντας τον/την σύνευνόν του περί των σεισμικών δονήσεων που θα επακολουθήσουν. Εις ιστορικόν χρόνον, χρησιμοποιείται μεταξύ επιβητόρων προς κομπασμόν.

- Άσε, χτες είχαμε νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου με τη Μαιρούλα. Μιλάμε πως δεν τη γάμησα απλά, την έστειλα για ράμματα.

  1. Της Παναγιάς τα ράμματα. Εξαιρετικά βλάσφημη βερσιόν του ανώδυνου «της Παναγιάς τα μάτια», η οποία θα άξιζε ίσως να τύχει αυτοτελούς πραγμάτευσης. Τα όμματα (μάτια) ευκόλως τρέπονται εν τη ρύμη του λόγου εις ράμματα. Χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το γνωστό, ως κατακλείδα δλδ προτάσεων που απαριθμούν τα μέρη ενός συνόλου.

- Και σκάω που λες στα έβερεστ και χτυπάω ένα τοστάκι με τα πάντα όλα μέσα: τυρί, μπιφτέκι, λουκάνικο, ομελέτα, μπέϊκον, τηγανητές, ρώσικη, τυροκαυτερή, της παναγιάς τα ράμματα να πούμε!!

Σε ακόμη πιο καμμένες καταστάσεις, προσκολλάται ως πασπαρτού στο τέλος μιας οποιασδήποτε άσχετης φράσης. Το υπονοούμενο είναι grosso modo και εν συντομία το εξής: η Παναγία ήταν παρθένα από μπρος (άμωμος σύλληψις κλπ) τίποτα όμως δεν την εμπόδιζε να τον τρώει από πίσω...

- Την τράβηξα στο διάλειμμα στις τουαλέτες του 3ου, μου τον πήρε στο στόμα και στο καπάκι της τον φόρεσα, της παναγιάς τα ράμματα, τι να σου λέω τώρα!

Σ.ς.: Κατ' άλλη άποψη πρόκειται για τα ράμματα από την παρθενοραφή που χρειάστηκε να κάνει μετά το ξεπέταγμα του θείου βρέφους. Η ερμηνεία αυτή είναι και η μόνη πραγματικά βλάσφημη, καθότι αρνείται το θεμελιώδες δόγμα της Θείας Ενσάρκωσης. Αποτελεί εμμέσως μια θεολογική θέση κι όχι ένα απλό χοντροκομμένο αστείο.

  1. - Μαλάκα μου τι παλούκια θέματα ήταν αυτά που έβαλε στα Λατινικά; Πήγαμε για ράμματα, κανονικά όμως.

  2. - Φιλαράκι, ακόμα μια φορά να κάνεις πως κοιτάς τη γκόμενά μου και θα σε στείλω για ράμματα.

  3. - Μωρό μου, όλες αυτές τις μέρες που λείπεις ούτε μαλακία δεν έχω τραβήξει, τα φυλάω όλα τα φλόκια για πάρτη σου. Και στο λέω να το ξέρεις, πως όταν βρεθούμε, σε βλέπω να πηγαίνεις για ράμματα απ' τον πούτσο που θα σου ρίξω.

  4. - Το 'χω κάνει τούμπανο το αμαξάκι, τι αεροτομή του 'χω χώσει, τι φιμάτα τζάμια, τι εξάτμιση, τι ζάντες 18άρες. Της παναγιάς τα ράμματα του 'χω ρίξει απάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διάσημη φράση που δηλώνει την συχνή σεξουαλική επάφη μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Εναλλακτικά, δηλώνει την ένταση την σεξουαλικής επαφής.

  1. - Τι με κοιτάς έτσι, ρε βλαμμένο;
    - Θα σε πάω τρένο, ρε μαλάκα...

  2. (Δασκάλα) - Φτιάξτε μια πρόταση με την λέξη τρένο.
    (Μαθητής) - Τον Νίκο τον πάω τρένο...

Το αγαπητό μεταφορικό μέσο... (από PANOS13, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά δεν είχαμε...».

Η τσιλίκα-τσιλικοπάνα είναι ένα παιδικό παιχνίδι με ξυλάκια.

Η έκφραση κρατάει από τον Πόντο στη Μικρά Ασία (Σαμψούντα, Τραπεζούντα κ.τλ.) και ήρθε στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες.

- Γιαγιά, φτιάξε με αυγόφετες!
- Άδειο το μ'νι, να παίξει την τσιλίκα, βρε χρυσοκακαλά (αυτός που έχει χρυσά αρχίδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αμοιβαία χειροκίνητη ευχαρίστηση μεταξύ αντρών με τα χέρια τους σε στάση χιαστί. Πιο απλά: τα παλικάρια βρίσκονται δίπλα καθιστοί και τα χέρια τους διασταυρώνονται κατά την χειράντληση σπέρματος που κάνει ο ένας στον άλλο.

Προφανώς από τις λέξεις σταυρός + μινάρω (μαλακίζω). Από Πατρινό την άκουσα.

- Νικολάκη, μιας και περιμένουμε εδώ τόση ώρα δίπλα, δεν αφήνουμε τα τυπικά να κάνουμε καμιά σταυρομιναριά, να γουστάρουμε, να περάσει και η ώρα;

(από Vrastaman, 29/01/10)ordo ad fratres faciendum - παρ\' ημίν αδελφοποίησις και πιο πρόσφατα μπρατίμια ή βλάμηδες. Οι Αρβανίτες εν Αχαΐα δεν σπανίζουν... (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι μέσα στην ξηρή ηδονή. Ξηρασία ρε παιδάκι μου, πώς το λένε.

- Τι κάνεις ρε Γιώργο , κάνα γκομενάκι ρε φίλε:
- Άστα να πάνε , κάθε βράδυ ξεροκαβλώνω γαμώ τ' αυτιά μου τα πέτσινα. Τίποτα, ξηρασία αδερφέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified