Further tags

Αναφέρεται σε απέλπιδα και συχνά επίπονη προσπάθεια συγκάλυψης, εντός παραλιακής άμμου, εξ' αίφνης στύσης του γεννητικού μορίου ανδρός λουομένου, χαρακτηρίζεται δε από την πρηνηδόν στάση του ατυχούς φέροντος το εν λόγω όργανο καθώς και από την χαρακτηριστική λακουβίτσα (ή λακούβα, ανάλογα με το μέγεθος του μορίου) που δύναται να παρατηρηθεί μετά το πέρας της στύσης.

- Τι μωρό είναι αυτό ρε φίλε;
- Ωωπ... αμμόχωστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτα αντιερωτική στάση κατά την οποία το ζευγάρι κοιμάται κουλουριασμένο, με τις πλάτες γυρισμένες και τα κεφάλια διαγώνια αντίθετα.

Κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για την default στάση των παντρεμένων.

Σκηνή από ένα γάμο:

Κουμπάρος: «Μα παντρεύεσαι ρε συ, γιατί χαμογελάς έτσι;»
Γαμπρός: «Το βλέπεις το κορίτσι αυτό που παντρεύομαι; Κάνει τις καλύτερες πίπες στον κόσμο!»

(...μερικά μέτρα παραπέρα...)

Κουμπάρα: «Ντάξ, παντρεύεσαι, αλλά γιατί χαμογελάς έτσι βρε κολλητή;»
Νύφη: «Γιατί δεν θα ξαναχρειαστεί ποτέ στην ζωή μου να πάρω πίπα! Από δω και πέρα 96 και πάλι 96!»

Στάση 69 (από Vrastaman, 30/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φίδι: ο διπρόσωπος, ο ύπουλος, ο κακός.
  2. Φίδι κολοβό: ο επικίνδυνος διπρόσωπος «φίλος» (άμα έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς).
  3. (γδαρμένο) φίδι: ταλαιπωρημένο σεξουαλικά πέος.
  1. Φίδι η πουτάνα η πεθερά μου!
  2. Φίδι κολοβό η φίλη της γκόμενάς μου!
  3. Το γδέρνει το φίδι!!!!!

Ψέματα λιέει του φίδι. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε σένα μιλάω κυνηγέ ψωλαρά. Πόσες φορές είδες στον δρόμο μια αφίσα με κλαμπ-μπαρ-κτλ που γράφει με μεγάλα τεράστια γράμματα Ladies Night κάθε Πέμπτη; Πόσες φορές πήγες; Τί αντίκρυσες κάθε φορά; Εσύ ξέρεις...

Για τους υπόλοιπους, ψωladies night είναι το μεγαλύτερο όπλο των κεφαλιών του μάρκετινγκ για να αποπλανούν τον φτωχό πλην τίμιο ψωλαρά και να τον κάνουν να επισκέπτεται συγκεκριμένα μαγαζιά τάζοντάς του λαγούς με πετραχήλια ή έναν χώρο με γυναίκες-υποψήφια θηράματα. Φυσικά κανείς δεν σκέφτεται ότι το δωρεάν ποτό που συνήθως τάζουν οι αχόρταγοι μαγαζάτορες οι περισσότερες γκόμενες το βρίσκουν σε όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά από κεράσματα μόνων και μπάκουρων. Το τελικό θέαμα που αντικρύζει κανείς είναι αυτό ενός στρατοπέδου που ετοιμάζεται για άσκηση ή κοινώς αρχιδόκαμπος. Μην πείτε μετά ότι το slang.gr δεν σας προειδοποίησε...

Δημήτρης στην πόρτα του μαγαζιού: - Σήμερα θα γίνεται χαμός, έχει ladies night.
Χρήστος μέσα στο μαγαζί: - Ναι βλέπω... Ψωladies night!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία ακόμη τρανή λαϊκή ατάκα πολύ χρήσιμη όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον ο οποίος κολλάει σε λεπτομέρειες.

Πρωταγωνίστρια της φράσης η γνωστή μας άγνωστη Μάρω, η οποία συχνά αναφέρεται μαζί με το μουνί της. Όχι επειδή έχει κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα ή επειδή το γεννητικό της όργανο έχει κάποιες παράλογες ιδιότητες, απλά επειδή ο όρος «μουνί» συναντάται πολύ συχνά στις ελληνικές ρήσεις και το όνομα Μάρω βολεύει πολύ στο να σχηματίσουμε ρίμες (η ρίμα δίνει στόμφο, μπρίο και κύρος στην έκφραση - χώρια που αποστηθίζεται ευκολότερα). παραδείγματα :άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως, κάτσε Μάρω να στον βάλω, και πολλά ακόμη που δεν θυμάμαι, αλλά που σίγουρα σας έρχονται στο μυαλό.

Στην ρήση αυτή, η Μάρω αντιμετωπίζει ως πρόβλημα τη μελανότητα του μουνιού της. Εννοείται όχι του οργάνου, αλλά του τριχωτού αυτού. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η Μάρω γκρινιάζει για κάτι που το έχουν οι περισσότερες γυναίκες. Ενώπιον αυτής της κατάστασης μπορούμε να σκεφτούμε:

***** γιατί τη Μάρω την ενοχλεί κάτι που είναι κάπως αυτονόητο; και που σε τελική ανάλυση δεν της δημιουργεί κανένα πρόβλημα; Οι υπόλοιπες τί να πουνε δηλαδή; ή οι υπόλοιπες γιατί δεν ενοχλούνται; ποιο είναι τελοσπάντων το κόλλημα της Μάρως στον εγκέφαλό της;
***** η Μάρω δεν έχει με τίποτα άλλο να ασχοληθεί και ασχολείται κυριολεκτικά με τρίχες. ***** η Μάρω μπορεί να έχει όλου του κόσμου τα καλά, αλλά την ενοχλεί κάτι ασήμαντο. ***** αφού έτσι κι αλλιώς το μουνί μαύρο είναι, τί έχει να φοβηθεί;

Επομένως από τους παραπάνω συλλογισμούς αντιλαμβανόμαστε πια την έννοια της έκφρασης, δηλαδή ότι κάποιος πνίγεται σε μία κουταλιά νερό, αρπάζεται από κάτι άσχετο και φοβάται / αναστατώνεται / θυμώνει / γκρινιάζει και μας σπάει τα νεύρα.

  1. - Μα σοβαρά τώρα, ο Νώντας δεν θέλει να μου ξαναμιλήσει επειδή δεν του είπα γεια όταν τον είδα;;
    - Ε τι περιμένεις ρε Δημήτρη... Έτσι είναι ο Νώντας, ανάγκη που 'χει η Μάρω, που είν' το μουνί της μαύρο.

  2. - Και εκεί που πηγαίναμε τον πατέρα μου στα επείγοντα, πετιέται και μία χαζή και μου κάνει μία λακκούβα μπροστά στ' αμάξι... γάμησέ τα!
    - Α, ρε Στέλιο... Ανάγκη πού'χει η Μάρω που είν' το μουνί της μαύρο...
    - Τί εννοείς;;;;;

(από ironick, 21/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα προκύπτει απο τη διάσημη ταινία του David Lean «Η γέφυρα του ποταμού Κβάι», που γυρίστηκε το 1957 και αναφερόταν στο πραγματικό περιστατικό που συνέβη στο β' παγκόσμιο πόλεμο, όπου χιλιάδες αιχμάλωτοι από τον ιαπωνικό στρατό υποχρεώθηκαν κάτω από πανάθλιες συνθήκες να φτιάξουν τη γέφυρα του ομώνυμου ποταμού. Μια γέφυρα που θα σύνδεε τα 415 χιλιόμετρα που χωρίζουν τη Βιρμανία με την Ταϊλάνδη.
Ο όρος αναφέρεται σε παρτούζα πολλών πρωταγωνιστών (μεγάλη απόσταση συνδέσεως), όπου γεφυρωμένα κορμιά λόγω σεξουαλικών περιπτύξεων, παρασύρονται το ένα πάνω στο άλλο σαν τα ξερόκλαδα που τα σπρώχνει ο ποταμός πότε εδώ, πότε εκεί, ρημάζοντας τα πάντα (άθλιες συνθηκες), ενώ το σπέρμα ρέει άφθονο.

- Τι θόρυβο κάνανε οι δίπλα ρε γαμώτο χθες βράδυ;
- Ω καλά... Εκεί είσαι ακόμα; Εδώ μαζεύτηκαν 45 μάστορες και εξήντα μαθητάδες και ...
- Στο γεφύρι της Άρτας το πας;
- Ποιας Άρτας ρε καημένε. Στη γέφυρα του ποταμού Γαμάει το πάω. Η ... παρτούζα!

(από GATZMAN, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή έκφραση, που χρησιμοποιείται σε αντικατάσταση της λέξης «πούτσος». Χρησιμοποιείται ευρέως για όλες τις εννοιολογικές σημασίες της αντικαθιστώμενης λέξης.

  1. - Τι έγινε χτες με την Μαρία;
    - Super, της έριξα έναν μπέκο, θα της μείνει αξέχαστος!

  2. - Ρε, είναι καλή η γκόμενα που θες να μου γνωρίσεις, ή είναι για τον μπέκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματική λέξη για τον στοματικό έρωτα, και ιδιαίτερα τις πίπες μεταξύ ομοφυλόφιλων στον χώρο της μόδας.

Πιθανώς παραφθορά του Γαλλικού sucette, γλειφιτζούρι (βλ. σχόλια της karolinetto παρακάτω).

Τρίτη 10:00 - 10:20 πμ. Σουσέλ με τον Τάκη...
(Από το ημερολόγιο γνωστού μόδιστρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντοπίζω γκομενάκια.

Μπήκε στο μπαρ και σκάναρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ομοφυλόφιλος.

Άσε τον Λάκη και κοίτα κανένα άντρα. Αφού είναι γνωστό ότι τον ψιλοκολατσίζει!

Δες και ψιλο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified