Further tags

Αργκό του ταβλαδόρου.

Εκ του «Πιστεύω» ( ... γεννηθέντα ου ποιηθέντα και παθόντα και ταφέντα και αναστάντα ...)

Στο πλακωτό, όταν πιάνεις το πούλι του αντιπάλου με διπλές, κοπανάς τέσσερεις φορές το πούλι σου στο τάβλι στις αντίστοιχες θέσεις, (π.χ. έξι βήματα τη φορά αν έχεις εξάρες), λέγοντας την ανωτέρω φράση μέχρι να τον πλακώσεις. Ανάσταση δεν προβλέπεται.

- Άφησες παραμάνα ; Τώρα θα δεις ...
- Άμα φέρεις πεντάρια, μαγκιά σου!
- Πεντάρια ! Γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα! Τ' αφήνεις διπλό ή θα συνεχίσεις να το παίζεις για να το μάθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ζάρια: μπαρμπούτι - 7/11 - τάβλι κ.τ.λ.): Έκφραση κουμαρτζήδων (=στοιχηματζήδων) που χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς, όταν ο αντίπαλος είτε φέρνει εξακολουθητικώς ευνοϊκό γι' αυτόν ζάρι, είτε όταν δεν τα μπεγλεράει/κουρντίζει καλά (δηλ. τα τσιμπάει/στήνει/κολλάει), είτε τέλος, όταν υπερίπταται σοβαρή υπόνοια, ότι το ζάρι είναι γιομάτο (δηλ. με υδράργυρο/κούφιο/καραγκιοζάκι = σκοπίμως πειραγμένο-κακοζυγισμένο ζάρι).

Στις περιπτώσεις αυτές, ο λέγων την έκφραση διατυπώνει την επιθυμία του να κοπανήσει ο αντίπαλος τα ζάρια κάτω στο ξύλο/δάπεδο, να τα μπεγλερίσει ενδελεχώς και στη συνέχεια να τα μολάρει τίμια (να πιάσουν ξύλο/τοίχο απέναντι που λέμε), προκειμένου να ελέγξει, είτε την τύχη του αντιπάλου (να γυρίσει το γούρι) προς όφελός του, είτε την τιμιότητα του συμπαίκτου του. Για το λόγο αυτό, υποτίθεται ότι μόνον άπαξ δύνασαι να απαιτήσεις να τα σπάσει ο αντίπαλος σε κάθε παιχνίδι, αλλιώς πιθανότατα να παρεξηγηθεί ο άλλος και να καταλήξει το παίγνιον σε κλωτσοπατινάδα. Υφίσταται και το: «Μπροστά μου να τα σπάσεις»!/«Σπάστα μπρός μου»! (= να τα βλέπω).

Μεταφορικώς, χρησιμοποιείτο παλαιά, ως έκφραση δυσπιστίας προς τον συνομιλητή ή όταν ο τελευταίος λέει κάτι το ανυπόστατον ή όταν το νόημα δεν ήταν πλήρως κατανοητόν. Δηλαδή: «Δε μιλάς σωστά, ξαναπέστα όμορφα».

Συνώνυμα: Κομμένη!, κομμένη η ζαριά!, κόβω το ζάρι κ.τ.λ.

  1. - Φίλε, τσιμπάς ζάρι μου φαίνεται...
    - Να στραβωθώ! Σωστά τα μπεγλεράω, να...
    - Ακούς που σου λέω εγώ; Σπάστα και ξαναρίχτα, μην τραβηχτούμε!

  2. - Τί έγινε με τα λεφτά που μου χρωστάς; Θα μου τα δώσεις καμιά φορά; Δυο τετραετίες με πιλατέβεις, κατέβαινε!
    - Ρε φιλαράκι να πούμε, είμαι σε σφίξη τώρα, να κάνουμε ένα γραμμάτιο;
    - Σπάστα και ξαναρίχτα! Πετσένια λεφτά εγώ δεν παίρνω. Κανόνισε την πορεία σου!

Ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι... (από HODJAS, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ημαθία): Το «ελεύθερο» στη μπάλα (=είδος ποδοσφαίρου, που παίζεται στο τσιμέντο των ελληνικών πόλεων).

Παραφθορά εκ του Αγγλικού free kick, αλλά όχι βέβαια σύμφωνα με τους κανονισμούς της F.I.F.A. (!) Δηλαδή, όταν πετούσαμε τη μπάλα ψηλά, (να «σκάσει» κάτω τρεις φορές), είτε στην αρχή του παιχνιδιού, προκειμένου να πάρει τη μπάλα μια από τις δυο ομάδες, είτε κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, εν είδει ελευθέρου σουτ.

Ρήμα: Πετάω φιρικί.
Συνώνυμο: (Ρίχνω) στον κούτουπο (Πάτρα) / πλακωτούρα

(Ημαθία) = Πετάω κάτι ψηλά κι όποιος το πιάσει του ανήκει (όχι όμως μπάλα, αλλά π.χ. χρήματα, υπερατού κτλ).

Ανάλογο, αγγλιστί: Finder's - keeper's.

-Γιατί δε δίνετε φάουλ ρε ; Αφού με σακάτεψε !
-Τζατζάρισμα ήτανε !
-Καλά ρε, μην τσακώνεστε, έλα, ντάξει, θα πετάξουμε φιρικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τάβλι): Μια εκ των πλείστων ειρωνικών εκφράσεων στο διά πεσσών, που στόχο έχει την καταβαράθρωση του ηθικού του αντιπάλου, επισημαίνουσα λάθος παίξιμό του.

Παρόμοιες σκωπτικές εκφράσεις στο τάβλι είναι: «Σα μάγκας τό 'παιξες», «κι εγώ έτσι θα τό 'παιζα», «καλά τού 'κανες», «ρε με ποιούς παίζουμε» κ.α.

Αν φαινομενικά η κίνηση είναι λανθασμένη, ενώ υφέρπει απώτερος και μελετημένος στόχος, προς παραπλάνηση του αντιπάλου, (βλ. αγγλ. «lull sbdy into a false sense of security»), υπάρχει το αντίδοτο: «Για πάρτη μου»!

- Ασσέοι πολλοί!
- Έτσι τους παίζεις τους ασσέους; Σα δάσκαλος το' παιξες!
- Για πάρτη μου! Σου κλείνω τα εξάρια, με τί θα βγείς, με ισπανικές εφτάρες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε τα ντόρτια (τεσσάρες) στο τάβλι, οι παλιοί Κυπραίοι μάστορες του αρχαιότερου ίσως παιχνιδιού στον κόσμο.

Ούτως ή άλλως τα ντόρτια είναι τούρκικη λέξη, από το dört (= τέσσερα). Ντόρτια και τούρκοι ομοιάζουν ωστόσο και ηχητικά, ιδίως στην κυπριακή διάλεκτο με το βαρύ αξάν, όπου το τούρκοι προφέρεται τούρchοι.

Τέλος, με την προσωποποίηση της ζαριάς στον μεγαλύτερο μπαμπούλα του κυπριακού ελληνισμού, υποδηλώνεται η αξία της και ο καθοριστικός της ρόλος στη μετέπειτα εξέλιξη του παιχνιδιού. Ο φέρων τούρκους -όπως ο φέρων οιαδήποτε «μεγάλη» διπλή (πεντάρες, εξάρες)- απολαμβάνει την κωλοφαρδία του, προτιθέμενος να γαμήσει μανούλες και να στείλει τον αντίπαλο ταβλαδόρο για τσαγάκι. Ένα ευφυέστατο λογοπαίγνιο από ανθρώπες που έμαθαν χρόνια να ζουν με ένα τεράστιο οθωμανικό κωλοδάχτυλο απέναντί τους, έχοντας εν πολλοίς αναπτύξει μια θυμοσοφική και αυτοσαρκαστική στάση. Και στην Ελλάδα βέβαια οι σλανγκικές χρήσεις του Τούρκου κάνουν θραύση, βοηθούμενες και από την απόσταση ασφαλείας, που μας κάνει εν πολλοίς να ταυτίζουμε τους γείτονες μονάχα με κάποιες παραβιάσεις εναερίου χώρου στα δελτία των οχτώμιση... Εκεί κάτω όμως, στην Πράσινη Γραμμή, ο τούρκος είναι μια καθημερινή αμείλικτη πραγματικότητα. Ο αντίπαλος πρέπει να γελοιοποιηθεί και να αντιμετωπιστεί πρωτίστως στον τομέα της ψυχολογίας. Κάποιοι αυτό το λένε ρατσισμό, άλλοι το λένε ένστικτο επιβίωσης.

Και επί τη ευκαιρία να προσθέσουμε πως οι επιδόσεις στο τάβλι αποτελούν πηγή υπερηφάνειας και ανάτασης, όχι μόνο για μεμονωμένα άτομα (μάστορες), αλλά και για ολόκληρες περιοχές, οι οποίες διεκδικούν για λογαριασμό τους τον τίτλο της ταβλομητέρας, που βγάζει τους καλύτερους ταβλαδόρους. Αγαπημένος ελληνικός τοπικισμός. Προσωπικά έχω ακούσει από Έλληνες της Αιγύπτου (αιγυπτιώτες) να παινεύονται πως είναι οι καλύτεροι, όντας προφάνουσλυ εγγύτεροι εις την εξ ανατολών αρχαία ταβλική παράδοση. Για την ταβλοσύνη τους κομπάζουν επίσης συχνά οι διάφοροι πρίγκιπες της Δυτικής Όχθης (δυτικά προάστια της Αθήνας), που είναι μόρτες και λαϊκά και ντόμπρα και ξηγημένα παλικάρια κι αδικημένα απ' την πουτάνα την κενωνία. Εδώ κάπου το κόβουμε, μιας και υπεισέρχονται ευρύτερα ταξικά-κοινωνικά θέματα που δεν είναι της παρούσης.

- Τούρchοι!
- Μα πάλε;! Εν η τρίτη διπλή πω ην ώραν που αρκέψαμε! Ή περιπαίζεις μας ή εchοιμούσουν με τον Αράπη ψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To γιο-γιο (αγγλ. yo-yo) είναι ένα παλιό σαν τις λάσπες παιχνίδι που απεικονίζεται ακόμη και σε Αθηναϊκούς κύλικες του 4ου π.χ. αιώνα, και περιλαμβάνει δύο πήλινες, ξύλινες ή πλαστικές δισκοειδείς επιφάνειες που ενώνονται με ένα άξονα, γύρω από τον οποίο είναι τυλιγμένο ένα σχοινί. Ρίχνοντας το σώμα του γιο-γιο προς τα κάτω, όταν το σχοινί ξετυλιχτεί εντελώς, αρχίζει και τυλίγεται ξανά σ' αυτό με αποτέλεσμα να επιστρέφει στο χέρι του παίχτη.

Μεταφορικά, λέμε ότι κάνουμε κάποιον γιο-γιο όταν τον τρέχουμε όσο θέλουμε, τον κάνουμε ό,τι θέλουμε, σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε, σύρφερ και τράβα πάλι πίσω να δεις αν έρχομαι, γενικά δλδ τον έχουμε του χεριού μας και τον εξουσιάζουμε. Προκειμένου για γκόμενες που εξουσιάζουν τους γκόμενούς τους, λέμε ότι τους έχουν βάλει στο βρακί τους.

Τώρα γιατί ο εξουσιαζόμενος δέχεται να γίνει γιο-γιο, πολλά μπορεί να παίζουν: από φορέας γονιδίων του Φώντα Μαζώχ, γιαλομικά σύνδρομα, μαλακοκαύλης, ριτάρντεντ, ή απλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

Το λήμμα έχει και μια πιο στενή ποδοσφαιρική έννοια, όπου «κάνω γιο-γιο τον αντίπαλο» σημαίνει του μοιράζω σακούλα, τον κάνω εμετό/λώλο, του παίρνω την ταυτότητα/τα σώβρακα και γενικά τον κάνω ό,τι θέλω.

  1. - Μόλις γυρνά από τη δουλειά ο Ντίντης, η Ζηνοβία τον στέλνει στο σούπερ μάρκετ για ψώνια και στο καπάκι να πάει τα παιδιά φροντιστήριο, ενώ αυτή αράζει τα κυβικά της. Γιο-γιο τον έχει κάνει τον άνθρωπο!
    - Ε, τί τα θες, τον έχει βάλει στο βρακί της.

  2. Πού πάει ρε ο μούλος με Βίντρα από δεξιά... Γιο-γιο θα τον κάνει ο Γκαλέτι!

(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)Ο μπασίστας των Queen John Deacon παίζει γιο-γιο στο 1:27 (από allivegp, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση υπονοεί τον γκαντέμη.
Δεν είναι κάποια γκόμενα η λιλή. Είναι η Ντάμα μπαστούνι! Και ναι, είναι από το χαρτοπαίγνιο, τις «κούπες». Το οποίο γνώρισε την αναγέννηση στον καιρό του διαδικτύου. Η «λιλή» ή «κούπες», παίζονταν στα καφενεία 30 χρόνια πριν. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, αυτός που μένει με την ντάμα μπαστούνι -ή την κερδίζει στην χαρτωσιά- ουσιαστικά είναι ο χαμένος, μια και το συγκεκριμένο χαρτί μετράει για 13 πόντους. Και για την ακρίβεια «μένω με τη λιλή» σημαίνει ότι μου μοιράστηκε η ντάμα μπαστούνι και δεν μπόρεσα να την ξεφορτωθώ κατά την διάρκεια του παιχνιδιού.

- Πάμε να ρίξουμε ένα τζόκερ, έχει τζακ-ποτ.
- Μαζί σου όχι, εσύ μένεις με τη λιλή κάθε απόγευμα στο καφενείο! θα πάμε χώρια!

(από electron, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά έκφρασις, (μάλλον ακόμα εν ισχύι), που σημαίνει σπαταλώ μανιωδώς (δηλ. μαλακωδώς) το υστέρημά μου στα μηχανάκια (βλ. Μένης Κουμανταρέας) / φλιπεράκια / ούφο (βλ. και «ουφάδικο») / μπιμπλίκια (ηχοποίητον) / φρουτάκια (ενήλικος τηλε-αυνανισμός δίκην τζόγου βλ. γνωστόν σκάνδαλον με πατρινόν πασόκον βουλευτήν) κ.ά.

Το ρήμα «ταΐζω», προκειμένου δια χρηματοδότησιν-θρέψιν της χίμαιρας του τζόγου δεν είναι άγνωστον και εις έτερα τυχηρά παίγνια (π.χ. οι αλογομούρηδες λένε: «Πάμε να ταΐσουμε τ' αλόγατα» βλ. και Κ. Μπουγάς «Το άλογο το φαβορί»), ενώ παλαιά εις το μπαρμπούτι, οι κουμαρτζήδες έλεγον «πάμε να τον χώσουμε» = ν' ακουμπήσουμε / στάξουμε / πέσουμε το παραδάκι).

Εις τα συνοικιακά μπιλιαρδάδικα / φλιπεράδικα και λοιπά κρίμα-κι-άδικα (προ ίντερνετ και πλέι-στέισον), όπου η πάλαι ποτέ μητρική ιαχή «Τάκηηηηηη! Μακριά απ' τον κηπουρόοοοο!», απηχούσεν αλήστου μνήμης εποχάς ανησυχίας περί του ανιούλου απηθυσμένου, δεδομένου ότι οι μετ' εφήβων συγχρωτιζόμενοι επαγγελματίαι (π.χ. ψιλικατζείς, πλανόδιοι πωληταί ερίου γραίας, κηπουροί, καραγκιοζοπαίκται, στραγαλάδαι, επιδιορθωταί ποδηλάτων κλπ), αρέσκοντο εις την λακέρδαν και οι πιτσιρίκοι έβγαιναν με τον κώλο φινιστρίνι, συνηγελάζοντο λαϊκοί νεανίαι, οίτινες σκορπούσανε το πενιχρόν χαρτζηλίκι των στα μηχανήματα του διαόλου, ίνα ξεκαβλώσωσιν, ελλείψει ετέρων ενδιαφερόντων (π.χ. ποιος έγραφε τον γιο του ωδείον; = Τί; Πούστης θα γίνει;) ή γκόμινας (για να γαμήσεις έπρεπε να πας στα μπουρδέλα ή να παντρευτείς)...

Εις τον αυτόν χώρον, ενδημούσεν υπό τα αδιάφορα όμματα των κερδοσκόπων τέως καφετζήδων, κάθε καρυδιάς δικοτυλήδονον: Παπατζήδες, μικροκλέφτες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, βαραόντα, όλα τα μαχαιρώνω, λόμπες, άνεργοι, αργόσχολοι, μπανιστηριτζήδες, βαπόρια και άλλαι συμπαθείς κοινωνικαί τάξεις, ώστε άν το μειράκιον εξέμενε από ψιλή και είχεν αποκτήσει την έξιν του παιγνίου, δεν είχε παρά να διαλέξη...

Ούτω πως, μεταξύ άλλων αγορίστικων συγκριτικών διακριτικών ισχύος, προσετέθη (ήδη από της πουτάνας δεκαετίας του '50) και η ικανότης τερματίσεως-μηδενισμού του φλιπερακίου, με τον ολιγώτερον κατά τον δυνατόν οβολόν.

Άλλωστε, η ποικιλία και η εναλλαγή των εικόνων και των άθλων που καλείτο να καταγάγη ο παίκτης εις έκαστον επίπεδον («πίσταν»), εξήπτεν την φαντασίαν των παρισταμένων και συνεπώς, ο δυνατός παίκτης ήτο εκείνος «που τους πήγαινε μακρύτερα»...

Μάλιστα, παλαιά ηδύνατο ο τερματίσας το παίγνιον να ξαναπαίξη αυτομάτως από την αρχήν δίχως αντίτιμον ή προσφυγήν εις τα μεγάλα μέσα: Π.χ. Στράβωμα κέρματος ή Ρίψιν του αυτού νομίσματος δεμένου με πετονιά ώστε να ξανατραβιέται επ' άπειρον ή ακόμα και (από τους τολμηρότερους) αναποδογύρισμα του μηχανήματος προς άγραν ψιλών(!)

Τότε, παρενέβαινε αντίζηλος τις, (ιδίως οσάκις παρίσταντο έκθαμβαι κορασίδες αμφιβόλων ηθικών φραγμών), ίνα μετριάση τον θρίαμβον του ικανού παίκτου και έλεγεν δηλητηριωδώς: «Το 'χεις ταΐσει καλά βλέπω!» ήτοι, έχεις σπαταλήσει μια περιουσίαν, ώστε να δύνασαι να γνωρίζης όλα τα κόλπα του συγκεκριμένου παιγνίου και να φθάνεις αλωβήτως εις το τέλος = Δεν είσαι μάγκας, αλλά τα χώνεις γερά... Δηλαδή, ακόμη και το άψυχον τηλε-παίγνιον είχε κοινωνικόν τινά χαρακτήρα, αφού παρίσταντο κι άλλοι και συμμετείχον παντοιοτρόπως εις αυτό, πλησίον του παίκτου ιστάμενοι, ενώ σήμερον προτιμάται η κατά μόνας αποβλάκωσις ανηλίκων τε και ενηλίκων(!)

Αλλά ήδη το νοσταλγικόν «μάμε» (Multiple Arcade Machine Emulator) σηματοδοτεί ότι η ανωτέρω εποχή μας έχει αφήσει γεια, βγάζοντας την γλώσσαν τρόπον τινά εις τους παλαιοτέρους με το ηχητικόν σήμα των (δωρεάν πλέον) credit, ωσάν να πίπτωσιν αι μετρημέναι δραχμαί μας...

Μαλάκα, μου 'δωσε κανονάκι! Τελευταία πίστα και το μηδενίζω!
— Εμ, αφού κάθε μέρα εδώ είσαι! Το 'χεις ταΐσει το μηχάνημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ταβλαδόρικη, που γεμίζει το στόμα (λόγω των πολλών άλφα) και ευφραίνει την καρδία του ατόμου που την σπικάρει. Διότι η φράση λέγεται με στόμφο, αργά και δυνατά, για να την ακούσουν πρωτίστως οι γύρω, ώστε να γυρίσουν και να κοιτάξουν με οίκτο τον σαραβαλιασμένο (την συγκεκριμένη στιγμή) αντίπαλό μας.

Βεβαίως και αποτελεί ένα όπλο ψυχολογικού (και άρα έξυπνου) πολέμου, στον στίβο του εθνικού σπορ της ανατολής, του ταβλιού. Η έκφραση αποκτάει τεράστιο ειδικό βάρος, διότι ουσιαστικά μειώνουμε την ικανότητα του αντιπάλου (έλλην κι αυτός). Και ως γνωστόν, όλοι οι ελληνάρες, εκτός του ότι είμαστε οι καλύτεροι οδηγοί του κόσμου, παίζουμε και το καλύτερο τάβλι στην περιοχή μας!! Οπότε, καταλαβαίνετε το μέγεθος της προσβολής, που ενέχει η παραπάνω φράση.

Η φράση λέγεται στις εξής δύο περιπτώσεις:

Περίπτωσις υπ. αριθμ. 1 (απλή ηδονή)
Αφότου έχουμε κερδίσει το προηγούμενο παιχνίδι, εννοείται ότι ξεκινάμε πρώτοι στο ζάρι στο επόμενο. Καμιά φορά, έτσι όπως μηχανικά στήνουμε τα πούλια για το επόμενο, ο αντίπαλος ασυναίσθητα πιάνει τα ζάρια... Μέγα λάθος του. Εκεί αναφωνούμε: «εεεεε, άστα κάτω, τα ζάρια στον μάστορα!», δίνοντάς του να καταλάβει ότι παίζουμε πρώτοι, διότι κερδίσαμε το προηγούμενο παιχνίδι, όπερ σημαίνει ότι είμαστε μάστορες της τέχνης του ταβλιού.

Περίπτωσις υπ. αριθμ. 2 (κάβλα)
Αυτή η περίπτωση αφορά στις πόρτες αποκλειστικά. Έχουμε χτυπήσει πούλι του αντιπάλου και ταυτοχρόνως κάνουμε εξάπορτο στην μικρή μας περιοχή. Ως αποτέλεσμα, εξασφαλίζουμε κατά 95% την επιτυχή για εμάς έκβαση του αγώνος, και επίσης ο αντίπαλος δεν αγγίζει τα ζάρια (διότι δεν έχει νόημα να παίξει, αφού έχουμε εξάπορτο), μέχρι εμείς να του ανοίξουμε μία πόρτα (αφότου έχουμε καθαρίσει αρκετά πούλια). Με το που γίνεται το εξάπορτο, φωνασκούμε με στόμφο... «τα ζάρια στον μάστορα!»...

Κώστας: - Με πεντάρες, σου κλείνω το σπίτι...
Γιάννης: - Παίζε ρε και ασ' τα λόγια...
Κώστας: - Πεντάρες;;;;;;; Και κλεισθέντος του λίθου υπό των ιουδαίων (σ.ς. κάνει το εξάπορτο), και τα ζάρια στον μάστορα, για να μαθαίνεις Γιαννάκη, ποιος είναι ο μάστορας!
Γιάννης: - Μάστορας είναι της κατσίκας ο κώλος που τις κάνει στρογγυλές ρε ξεκωλιάρη. Που σε έχει γαμήσει ολόκληρη η τρίτη οικουμενική σύνοδος, μαζί κι ο πάπας που την παρακολουθούσε, και όλα τα παπαδάκια. Κώστας: - Νευράκια, νευράκια;;;;;;

(πραγματικός διάλογος)

(από electron, 01/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπίσημος όρος του τάβλι, συνώνυμο της κωλοφαρδίας στον υπερθετικό βαθμό. Χαρακτηρίζει τον εκνευριστικότερο τύπο παίκτη: Εκεί που έχεις καταστρώσει μια στρατηγική αφήνοντας ένα πολύ μικρό παραθυράκι στο να συμβεί το ουσιαστικά αδύνατο και στατιστικά απίθανο, ο αντίπαλος, παίζοντας με το στόμα, φέρνει μια σειρά ιδανικών ζαριών και σε ρίχνει στο καναβάτσο. Βλέπε εθνική Ελλάδος ποδοσφαίρου.

Αλλιώς: φέρνει ότι θέλει, παίζει με τον κώλο, κλπ

- Φίλε παράτα τα, μαρς είναι το παιχνίδι.
(2 λεπτά αργότερα)
- Τι γίνεται ρε φίλε, με το στόμα παίζεις; Δε γίνονται αυτά!

παίζει με τον κώλο! (από gaidouragathos, 25/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified