Further tags

Αυτός που λέει και κάνει ΑΛΛ ΝΤ ΑΛΛΑ (sic). Συνήθως είναι οτινανιστής.

Άλλα 'ντ΄άλλα, τι με λλλες τώρα ρε φιλλλάρα, ότι να 'ναι μιλλλάμε.

(Σαλλλονικιός) respect.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει μεγάλη περηφάνια, ή μεγάλη ομορφιά όταν λέγεται για γυναίκες.

  1. - Ο θείος μου, όταν συνειδητοποίησε τι ψαρούκλα έπιασε, στάθηκε και πήρε ένα χαμόγελο όλο καμάρι!

  2. Γκόμενες όλο καμάρι
    όλοι οι άντρες πρώην φαντάροι
    μια ζωή θητεία,
    ξεφτίλα και βόλεμα

Τζίμης Πανούσης - «Γαμάτε γιατί χανόμαστε»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βλ. τα λήμματα GTP, gtpk, για τον πέουλα.

  2. Το προφυλακτικό.

  3. Το μουνί, ο κώλος, και οι άλλες οπές του σώματος, μέχρι των πόρων του δέρματος κατά GATZMAN.

  4. Απορία: Πώς ξεχωρίζουμε μία μάρκα προφυλακτικών που είναι για τον πούτσο, λ.χ. επειδή σπάει πολύ εύκολα, αφού όλα είναι για τον πούτσο;

Ασίστ: Βικάριος.

– Άσε, τα προφυλακτικά Mycenean είναι τελείως για τον πούτσο! Το έκανα χτες με μια Σουηδανή κι έσπασε πάνω στην ολοκλήρωση. Με βλέπω να κάνω κανά Σουηδανάκι...
– Γιατί και τ' άλλα προφυλακτικά για τον πούτσο δεν είναι;
– Ναι, αλλά τα Mycenean είναι για τον πούτσο για τον πούτσο!

ZBO, ένα βιβλίο \'ζμπούτσο, με συγγραφέα τον Thomas (Tom) Putzo! (από Vrastaman, 05/03/09)(από σφυρίζων, 25/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλικό αρκτικόλεξο για το Granny I'd like to fuck. Υπερθετικός του μιλφέιγ και της μιλφούς. Για ακραίες περιπτώσεις γεροντοφιλίας.

Τρομερό τζιλφ η Εντίθ Πιαφ, φαίνεται να σκέφτηκε ο Τεό Σαγκαπώ. Δεν εξηγείται αλλιώς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οργιαστική κραυγή που εκστομίζει κάποιος όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το υποκείμενο ή αντικείμενο του πόθου και της εμμονής του

Τι κοινό έχουν η καψούρα για ένα Λίλιαν, το κόλλημα με την μπάλα, το πάθος για τα αυτοκίνητα ή τις μηχανές η ακατάσχετη λημματοδοσία, ο κάθε φανατισμός (πολιτική , θρησκεία, οικολογία) και η ανορθολογική επιθυμία να αγοράσεις εδώ και τώρα το τελευταίο iPod; Σε κάθε περίπτωση, ο εγκέφαλος υφίσταται μια μεθυστική χημική καταιγίδα νευροδιαβιβαστών όπως η ντοπαμίνη και ορμονών όπως η ωτυτοκίνη (στις γυναίκες) και η βασοπρεσίνη (στους άνδρες).

Με άλλα λόγια, οι αντιδράσεις του οργανισμού κυριολεκτικά προσομοιάζουν αρρώστια!

Δυστυχώς ή ευτυχώς κάθε τέτοια αρρώστια είναι παροδική γιατί, στην αντίθετη περίπτωση όπως επισημαίνει σχετικό άρθρο η ανθρωπότητα θα είχε σταματήσει στο Μεσαίωνα και οι Γιαλόμες θα εργάζονταν επί 24ώρου βάσεως, για να θεραπεύσουν τις πνευματικές μας βλάβες.

«Θρύλε είσαι αρρώστια μου μεγάλη, είσαι ζάλη στο μυαλό» (αλιεύτηκε στα διαδίχτυα)

Ιστορία μου αμαρτία μου λάθος μου μεγάλο είσαι αρρώστια μου μες στα στήθια μου και πώς να σε βγάλω (Μουσική: Γιώργος Μανίσαλης, Στίχοι: Κώστας Ψυχογιός)

Ένα ομαδικό πίπωμα, ήταν απόλυτη αρρώστια 5 απίστευτες μουνάρες γονατιστές να κάνουν πίπες με όλη τους τη τέχνη σε 9 ψωλές και να τρίβουν τα μουνάκια τους! Ρεβεγιόν με παρτούζα στην Πάτρα
(αμαν αυτές οι Πατρινές!)

Σήμερα λοιπόν στην πόλη του Newcastle, είχε γαμώ τις λιακάδες, έπαιζε και η Newcastle United και γινόταν πανικός στο κέντρο. Βγήκα λοιπόν για καφέ. Ααααχ αρρώστια. Μπήκε η Ανοιξη και οι Αγγλίδες απο ξέκωλες λόγω της φυλής τους τώρα κυκλοφορούν με minimum ένδυση. Πολύ χαλαρωτικό το view, ειδικά μετά από μια κουραστική εβδομάδα.
(Το παλλικάρι αυτό παθαίνει αρρώστια με ... αγγλίδες! Ας του δώσει κάποις μια να συνέλθει!)

(από Galadriel, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακραία ρόμπα, ο υπερθετικός της ρόμπας.

Θα γίνουμε ρόμπα! Και τι ρόμπα! Ξεκούμπωτη!

Βλ. και ρόμπα λουλουδάτη, ρόμπα καπιτονέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καϊσιά είναι ποικιλία βερικοκιάς, που έχει και μεγάλο καρπό αλλά και κουκούτσι που μπορεί να φαγωθεί. Το κουκούτσι γευστικά προσεγγίζει το πικραμύγδαλο. Άρα το φρούτο είναι και μεγάλο, αλλά και μπορεί να αξιοποιηθεί ολοκληρωτικά. Άρα μιλάμε και για πληρότητα αλλά και για πλήρη αξιοποίησή του.

Λέγοντας τη φράση μιλάμε για κάτι που είναι ζηλευτό και περιζήτητο. Κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί ονείρωξη και έμμονη ιδέα και που η υποτιθέμενη απόκτηση του, δίνει σε κάποιον την αίσθηση της πληρότητας.

Η ξαδέλφη του Μένιου, η Θεώνη μένει στη Λάρισα. Εχει έρθει για να περάσει δυο μέρες στο σπίτι του, στην Αθήνα.

Θεώνη: Ξάδερφε Μένιο τι λέει αυτή η Λίλιαν, που όλο για αυτή μίλαγες στον ύπνο σου;
Μένιος: Τι να σου πρωτοπώ ξαδέλφη. Και το κουκούτσι μύγδαλο. Πέρα από κάθε φαντασία. Αστα. Θέλω να τζάσω την καριόλα τη Λάουρα και να τα φτιάξω με το απόλυτο αντικείμενο του πόθου. Τη Λίλιαν.

Ένα αμύγδαλο που ξυπνάει το κτήνος μέρα μας ΓΚΡΡΡΡΡ (από Vrastaman, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έμεινα ρέστος - χρεοκόπησα - έμεινα ταπί - έμεινα στον άσσο.

Συνήθως, τα χρήματα τα βάζουμε στις τσέπες μας («τσέπη», λέξη τουρκική Shep, θυλάκιο ενδύματος). Όταν, λοιπόν, δεν έχουμε καθόλου χρήματα και οι τσέπες μας είναι άδειες, τότε έμεινε το ένα πανί της μίας μεριάς της τσέπης απέναντι στο άλλο: «πανί με πανί». (Πανί - μεταγν. παν(ν)-ίον, υποκορ. του μεταγν. πάννος» - λατιν. Pannus - ελλ. δωρ. πάνος (= πήνος, ύφασμα).

Υπάρχει και ο αντίποδας «έχει καβούρια στην τσέπη»: είναι τσιγκούνης (δηλαδή, μεταφορικά, φοβάται να βάλει το χέρι στην τσέπη μήπως και τον δαγκώσει ο κάβουρας).

- Άντε ρε φιλάρα να πάμε καμιά βόλτα.
- Πού να πάω ρε, άντε άσε με, είμαι πανί με πανί...
- Ά ρε σε ξέρω, δε σε ξέρω νομίζεις, παλιοτσιγγκούναρε, καβούρια έχεις στη τσέπη και φοβάσαι να κεράσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πού πάει η μαγκιά μας όταν φεύγει*; Και κυρίως, πού είναι η μαγκιά, και πού ήταν πάντα, αν δεν είναι εκεί που εμείς νομίζαμε ότι είναι;

Αυτό το ερώτημα μόνο κάποιος άλλος μπορεί να το απαντήσει και όχι εμείς, κάποιος συμπατριώτης μας, που πάντα μπορεί να βρει ότι, αυτό το οποίο εμείς κατορθώσαμε δεν είναι το real thing, αλλά μια φτηνή απομίμηση του μάγκικου, του μπάνικου, του κιμπάρικου, του ωραίου και του αληθινού κ.λπ.

Τώρα η μαγκιά είναι εκεί, όπου το εκεί μπορεί να είναι δυο ακριβώς αντίθετες κατευθύνσεις και modus operandi:
α) σε κάτι πιο καταφερτζίδικο, ξύπνιο, άκοπο, έως και λαμόγικο...
β) σε κάτι πιο φτωχό πλην τίμιο, κοπιώδες, αυτοδημιουργητοειδές...

βλ. παραδείγματα


*την παίρνει απ' το χέρι ο τσαμπουκάς που μας έχει φύγει κι αυτός, και περπατούν μαζί χέρι χέρι στα λιβάδια των χαμηλών προσδοκιών και των χαμένων υποθέσεων.

- Καλά, την Κωνσταντίνα, το καυλάκι, το μανιτάρι, την έφαγα φίλε... μαγκιά;
- Έλα ρε...;
- Την πήρα και πήγαμε τριήμερο και καλά...
- ... Άε ρε μαλάκα, εγώ την είχα φάει στο πάρτυ της Ξένιας... εκεί είναι η μαγκιά φίλε... ούτε τριήμερα, ούτε αου σου του...

- Ωραίος ο κήπος, ε; Αυτοί οι Σύριοι γαμούνε και είναι και φτηνοί... - Ωραίος... αλλά φίλε, αλλού είναι η μαγκιά.
- Τι ρε μαλάκα... - Ε, να το κάνεις μόνος σου, ρε αλλοτριωμένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified