Further tags

Ο slang υπερθετικός του κλασικού. Χρησιμοποιείται είτε θετικά, με κύριες εφαρμογές στη μουσική, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία, στο ντύσιμο, στα ποτά, στο φαγητό κτλ άλλα πολύ συχνά και αρνητικά προσδιορίζοντας κάτι ως πλήρως ντεμοντέ και απαρχαιωμένο.

Παρεμπίπταμπλυ το λήμμα αυτό ανήκει σε μία πολύ κλειστή κατηγορία λημμάτων που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα του να περιγράφουν τον εαυτό τους...

  1. Και βέβαια Dream Theater, Metallica (πριν το '90), Manowar, Maiden, Iced Earth και όλη αυτή την κλασικούρα του κερατά!
    (Από μουσικό σάιτ)

  2. Όσες και να πιω, σαν τη Heineken δεν ειναι καμια... κλασσικουρα, το ξερω αλλα... (σχόλιο από το rocking.gr σε συζήτηση για μπύρες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μαύρη βαφή (FeSO4.7H2O), γνωστή και ως μελάνι μοναχών. Στην αρχαιότητα εκχειλιζόταν με εξάτμιση του νερού από σιδηρούχα εδάφη. Περισσότερα εδώ.

Η σλανγκική εφαρμογή της καραμπογιάς προέρχεται από την συνήθεια πολλών γερομπινέδων που (στην προσπάθεια τους να το παίξουν τζόβενοι) βάφουν το μαλλί με τρόπο που διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού από πέντε χιλιόμετρα μακριά. Η καραμπογιά θεωρείται λοιπόν αλληγορία κάθε χονδροειδούς απόπειρας συγκαλύψεως που βγάζει μάτι.

Εκ του Τουρκικού karaboya.

  1. «Αρκετοί ξέρουμε καλά από πού πηγάζει το μένος του κ. τάδε. [...] δεν θα σχολιάσω την ηθελημένη οξύτητά του [...] τις εσκεμμένες αλλεπάλληλες ψευτιές του (και τις ψυχώσεις του) [...] από τότε που άρχισε να βάφει τα μαλλιά του με καραμπογιά και εγκατέλειψε τις αίθουσες διδασκαλίας για τα υψηλότερα βήματα, τους θώκους και το τηλεοπτικό γυαλί· από τότε που πέρασε στη βιομηχανία των “παιδευτικών” μπεστ σέλλερ [...] από τότε που προόδευσε για τα καλά στο κυνήγι των δημόσιων σχέσεων και “αξιωμάτων” [...] που ξέρει εξ ιδίων πόσους κώλους διδασκόντων, διοικητικών υπαλλήλων και φοιτητικών παρατάξεων χρειάστηκε να γλείψει, και επί πόσο καιρό, για να “αναδειχθεί”, με το ισχύον σύστημα πανεπιστημιακών “εκλογών”».
    (Ξεκατίνιασμα υποψήφιου μέλος της Ακαδημίας από συνυποψήφιό του. Από εδώ)

  2. - Ο κίνδυνος όμως δεν προέρχεται μόνο από αυτά τα «παιδιά» αλλά και από μια πληθώρα ήδη γερασμένων και καλά βολεμένων σε πανεπιστήμια, εταιρείες, δικηγορικά γραφεία και ΜΜΕ παλαιών ακροαριστερών που νομίζουν ότι η πολιτική στήριξη κάθε παραβατικότητας, ακόμα και της τρομοκρατίας (το διαπιστώσαμε και με τη 17Ν) βάφει την καρδιά τους νέα, όπως η καραμπογιά βάφει μαύρα τα γκρίζα τους μαλλιά. Οι ενδείξεις είναι πολλές. Περιλαμβάνουν ακόμα και την προβολή των κατάδικων της 17Ν που καλούνται να φωτίσουν τα γεγονότα με τη σοφία τους. Πώς να μη σκεφτείς τις οικογένειες των θυμάτων;
    (από εδώ)

(από joe909, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι συνάψεις στην ιατρική ορολογία, είναι τα μικροσκοπικά σημεία επαφής μεταξύ των εγκεφαλικών κυττάρων (νευρώνων), διαμέσου των οποίων ανταλλάσσονται πληροφορίες, με τη μορφή χημικών ενώσεων, των νευροδιαβιβαστών.

Σλανγκικώς, όταν λέμε ότι «ο Χ έχει κάψει συνάψεις», εννοούμε πως βρίσκεται σε άσχημη διανοητική κατάσταση και δεν αισθάνεται ή δεν έχει επίγνωση των πράξεών του. Μιλάμε πάντοτε για επίκτητες καταστάσεις, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους σε διάφορους παράγοντες, όπως:

  1. Χρόνια χρήση ουσιών (αλκοόλ, ντρόγκες κλπ)
  2. Ισχυρό σοκ, μεγάλη δόση άγχους κλπ που έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία κρίσης πανικού και κατά συνέπεια περιστασιακής εγκεφαλικής ανεπάρκειας.
  3. Παθολογικά αίτια

Λέγεται και περιπαιχτικά, σε κάποιο δικό μας πρόσωπο, χωρίς απαραίτητα να ισχύουν τα ανωτέρω (βλ. παράδειγμα).

- Ιεροκλή, πάμε για μπυρωίνες;
- Μπα, έχει «Καμεράτα» στο Μέγαρο. Δεν το χάνω με τίποτα!
- Καλά, έχεις κάψει συνάψεις μου φαίνεται. Κόψε τα σκληρά επιτέλους...

Σχετικό: καίω φλάντζα, φλατζοκαμμένος, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση έγινε γνωστή από τον αθλητικογράφο Γ. Γεωργίου στις μαραθώνιες τηλεοπτικές ποδοσφαιρικές αναλύσεις του, και έκτοτε αντικατέστησε το συνώνυμο αρχαϊκό «Ώδινεν όρος και έτεκε μυν».

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε την ασυνέπεια (διάσταση, ασυμφωνία) μεταξύ λόγων και πράξεων, μεταξύ των θρυλουμένων και της αλήθειας, που αποβαίνει πάντα σε βάρος των προσδοκιών μας.

Πολύ δυσκοίλιος αυτός ο Τέβεζ μπροστά, ρε αδρεφάκι μου. Όλο ταλαιπωρεί τη μπάλα και για να δει γκολ από αυτόν η Μάτζεστερ, πρέπει να περιμένει ως το όγδοο ημίχρονο. Άσε που κόστισε και ένα κάρο λεφτά, επειδή -και καλά- ήταν ο διάδοχος του Μαραντόνα. Πολύ κλο κλο και από αυγό τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κνησμός των γλουτών συνήθως οφείλεται σε φλύκταινες, μυκητίαση, ψώρα, αποικισμό καβουρομουνόψειρων ή απλώς λίγδα. Μια επίσκεψη σε δερματολόγο, ή η αποκατάσταση των διπλωματικών σου σχέσεων με το σαπούνι ενδείκνυνται, και καθάρισες.

Στον Σλανγκείδιο όμως Χώρο, το να σε τρώει ο κώλος σου συνεπάγεται κάτι το εντελώς διαφορετικό: το ότι με την συμπεριφορά σου προκαλείς την τύχη σου και πας φιρί-φιρί να φας ξύλο ή / και τα μούτρα του. Η παλαιάς κοπής αυτή έκφραση που αενάως ανακυκλώνεται από γονέα σε παιδί και διατηρεί ακόμα μια κάποια αίγλη και φρεσκάδα.

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με τρώει o κώλος μου για φασαρία
Την πορεία του Πολυτεχνείου εννοώ … Από 0 χρονών με κουβαλάγανε στην πορεία του Πολυτεχνείου, πάντα με το μπλοκ του ΚΚΕ…Ήμουν στην τρίτη γυμνάσιου όταν δεν άντεξα άλλο την πολύ ‘νομιμοφροσύνη’, την κοπάνησα και πήγα με τα ‘κωλόπαιδα’ τους ‘αλήτες’ τους ‘γνωστούς-άγνωστους’ τους ‘αναρχοτετοιους..’ (...)
Μέχρι και στη Γένοβα ήθελα να πάω τότε αλλά, φυσικά, δεν μ’ αφήσανε…Έπεσε και μουρμούρα από την οικογένεια αλλά δεν τους έπαιρνε…(...) Πέρυσι και πρόπερσι είχα ‘φρονιμέψει’ και ξαναπήγα με το ΚΚΕ.
(Από εδώ)

(από nick, 13/05/09)(από patsis, 04/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρκαστική αντιστροφή του εύληπτου «φουλ άμυνα με ξαφνικές επιθέσεις», τακτική που εφαρμόζεται σε πολλά αθλήματα.

Σαν έκφραση ειρωνεύεται την ορμή του αντιπάλου, η οποία όμως δεν συνοδεύεται από σοβαρό σχέδιο, αναγκάζοντάς τον να σύρεται πίσω στην άμυνα σε κάθε αντεπίθεσή μας. Είναι δηλαδή ένα σύστημα χειρότερο κι από το χύμα στο κύμα, διότι εδώ ο επιτιθέμενος δεν έχει επίγνωση της ανεπάρκειάς του.

Μεταφορικά, λέγεται για ανθρώπους δήθεν γκραν γαμάω, που ξεκινούν μια υπεραισιόδοξη προσπάθεια χωρίς πρόγραμμα, αλλά στο τέλος είναι στάνταρ ότι αντί για μαλλί θα βγούνε και κουρεμένοι.

  1. - Έλα ρε πουσταρά να σε παίξω ένα ταβλάκι, να σε πάρω παρθένα, να δεις τον Χριστό σειρά σου!
    - Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια. Τι σύστημα θα παίξεις, φουλ επίθεση με ξαφνικές άμυνες;

  2. - Κοίτα την τύπισσα στο μπαρ! Πώς μούνεψε έτσι η Γιώτα ρε συ;
    - Ποια Γιώτα ρε; Γκαβός είσαι; Άσχετη είναι η κοπέλα. Λοιπόν, κομμένα τα σφηνάκια, ακόμα δεν αρχίσαμε εσύ έγινες γκολ.
    - Θα της την πέσω, σ' το λέω! Να της πάω σφηνάκι; Πώς να το παίξω, πες τίποτα!
    - Έτσι πως είσαι τώρα; Φουλ επίθεση με ξαφνικές άμυνες κι ό,τι κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ενοχλητική και ανάρμοστη πράξη ή συμπεριφορά ενός παίκτη σε ένα διαδικτυακό παιχνίδι, που φθείρει τον χαβαλέ των υπολοίπων. Ουσιαστικό για ανθρώπους: λαμεράς.

Εκ του lame = αγγλ. χωλός, κουτσός, στην καθομιλουμένη βαρετός, τραγικός, σπασαρχίδας, ενοχλητικός.

Βλ. και σχετικά λήμματα: σουβλάκι, καμπέρι, ρασάκι, νιούμπης, νουμπάς, FPS, nade, κατσίκι, τσητεράς, πάω συστημένος, οθονάκιας, βάση, καβατζόπουστας.

- Σκατά τό 'χεις κάνει το παιχνίδι ρε!
- Γιατί; Sniper πήρα, δεν θα τρέχω σαν το κατσίκι να με φάτε με τα aug και τα ak!
- Ξεκόλλα λέμε απ' το παράθυρο, δες λίγο και την πίστα, η italy είναι, όμορφη, με αγορά, με τενόρους και κιθάρες, έσπασες τ' αρχίδια πια!
- Κι εσύ δεν πήρες sniper;
- Οκτώ rounds στη σειρά; Αυτό είναι λαμεριά, δεν είναι παιχνίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός, μάλλον υποτιμητικός, χαρακτηρισμός των Νεοελλήνων, με την έννοια ότι αρέσκονται σε ανατολίτικες συνήθειες, όπως τα τσιφτετέλια.

Γενικά, χρησιμοποιείται από αυτούς που κατηγορούν τους Νεοέλληνες μάλλον για την ανατολίτικη τάση τους παρά για την δυτικόφιλη, λ.χ. για αυτούς που θα ονομάσουν την Ελλάδα Ελλαδιστάν ή Λαϊκή Θεοκρατία του Ελλαδιστάν μάλλον παρά Ελλαδέξ, αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Χρησιμοποιήθηκε αρκετά στην παπανδρεϊκή δεκαετία του '80 και απαθανατίστηκε απ' τον Διονύση Σαββόπουλο στο άσμα «Κωλοέλληνες» του αντιπασοκικού δίσκου «το Κούρεμα».

Οι πρώτοι στίχοι των Κωλοελλήνων:

Μελαμψές φυλές
κοντοπόδαρες,
Σειληνοί του κράτους
που ξερνάει και νάτους,
τσιφτετέλληνες!
Με γονείς ληστές
των συντρόφων τους θύτες
για αμνηστία οι αλήτες
τώρα διοικητές.
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
κωλοέλληνες.

Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό
στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ`ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.

Μπρέθλες. (από Galadriel, 17/10/10)(από Khan, 14/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, στην ντοπιολαλιά της Χαλκιδικής.

Στη Χαλκιδική «γαβανίζω» - «γαβάνι» (το), γαβανάς (ο). Σχετίζεται με το χαβάνι = το γουδί, αρχ. ιγδίον

(μίνι δια-τριβή για μαλακία, από τα σχόλια εδώ)

Άλλη αναφορά στο λήμμα εδώ.

Είναι γλυκεια η μαλακια (από Vrastaman, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεαματικό, το τεραστίων διαστάσεων, το εξόφθαλμα εντυπωσιακό, μπορεί να αφορά στην είσοδο κάποιου σε ένα μαγαζί, ή να πρόκειται για κάποια ατάκα που έκανε μεγάλη εντύπωση στην ομήγυρη (είτε θετικά είτε αρνητικά!).

  1. – Καλέ την είδες την Τασία στην εκκλησία;
    – Αμ πώς δεν την είδα; Τέτοια καραγκαγκάν είσοδος θα περνούσε απαρατήρητη;

  2. – Άσε σου λέω Μαρία, τελευταία φορά που έρχεται ο αδερφός σου μαζί μας!
    – Μα γιατί τι σου έκανε το παιδί;
    – Τι, τι μου έκανε; Τέτοιες καραγκαγκάν μ@λ@κίες που πετάει κάθε τρεις και λίγο μας εκθέτει στην παρέα, δεν το καταλαβαίνεις;
    – Ε, άμα είναι έτσι...

Κα καν κα καν (από Hank, 18/05/09)

Δες και ουάου. Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified