Further tags

Οποία ευχαρίστησι προκαλεί η στιγμή του γάμου (διότι μετά αντιλαμβάνεσαι ότι η «πιο όμορφη κοπέλα του κόσμου, γνωστή και ως μωρουλίνι» ομοιάζει μετά βακαλάου και η μητήρ αυτής μετά σκορδιομείγματος (σκορδαλιάς) ! Εν πάσει περιπτώσει όμως, ο γαμβρός της κατηγορίας μας δε βατεύει καμία νύμφη (ή νύφη αν προτιμάτε), αποτελεί είδος μονήρους γαμβρού ο οποίου βατεύει... τη χείραν του! Ήτοι, ο μαλάξ!

Καυλαγόρας (εν τουαλέττι): «Ωωωωωχχ... ααααχχχχ... μμμμμμ...!»

Δεγαμίων: «Εμμμ, Καυλαγόρα! Τι ποιείς επί ήμιση ώρα εν τω λουτρώ;»

Καυλαγόρας: «Μα δε γιγνώ...ωωωωω...σκεις ότι είμαι μέγααααας τσουτσουνογαμπρός; Ααααχχ...!»

Δεγαμίων: «Εμμμ. καλά... άνευ προσβολής (no offence) αλλά η χλωρίνην εστί εις το ερμάριον της κουζίνας!»

γιατί Γεώργιε, γιατί; (από BuBis, 13/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο διακατεχόμενος από έντονο και σφοδρό σεξουαλικό πόθο βρίσκεται σε πλήρη και περήφανη στύση. Ο όρος απαντάται κυρίως στην Κρήτη και τυγχάνει κυριολεκτικής αλλά και μεταφορική χρήσης, εκφράζοντας ακατανίκητη επιθυμία.

Παραλλαγή: ολοκαύλωτος.

  1. - Ξαπλωμένος όλο το βράδυ δίπλα της και αυτή να τρίβεται συνέχεια πάνω στη γκλίτσα. Καταλαβαίνεις, να προσπαθώ όλο το βράδυ να κοιμηθώ, ολόκαυλος!

  2. - Θα κατέβουμε στον αγώνα ολόκαυλοι και δεν σας βλέπω να την βγάζετε καθαροί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη φράση τη μεταχειριζόμαστε όταν δεν μας ενθουσιάζει μια προοπτική, πρόσωπο ή λύση ανάγκης που μας προτείνουν.

Δηλαδή, την απορρίπτουμε ως επιλογή επειδή την έχουμε ξαναγευτεί στο παρελθόν, δεν μας ικανοποίησε πλήρως, και σίγουρα δεν είναι αυτό που περιμένουμε.

- Στην επιστροφή του Ελευθερόπουλου μετά την αποχώρηση Νικοπολίδη προσανατολίζεται ο Ολυμπιακός.
- Περσινά, ξινά σταφύλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς έκφραση μεγαλοποίησης της αρεσκείας ενός ατόμου ως προς ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, κατάσταση κλπ...

Χρήζει περαιτέρω ανάλυσης

— Πώς ήταν η έκθεση μοτοσυκλέτας ρε μπίου;
— Καλά μπρο δεν πιάνεις, και γαμώ λέμε ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κωσταλέξι, το χωριό όπου βρέθηκε το 1978 έγκλειστη σε ένα υπόγειο επί 29 χρόνια για πολιτικο-οικογενειακούς λόγους μια κοπέλα, είναι σε όλους γνωστό. Για περαιτέρω πληροφορίες και γνώμες, δείτε αυτό και αυτό.

Κωσταλέξι λέμε σήμερα αφενός την κατάσταση μιζέριας, αλλά και ένα ψυχολογικά ή/και εμφανισιακά μίζερο και τρισκακόμοιρο, απροσάρμοστο άτομο -μεταφορικά πάντα.

Παρεμφερή λήμματα: γκάου, αρούγκανος, περιορισμένης ευθύνης, μπουνταλάς, νταού κατάσταση, γκαγκά, τουντς, γκαούγκαγκας, γκαούγκαλος, ούγκαλος, ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας, λιμοξίφτερος.

Η λέξη χρησιμοποιείται και για να χαρακτηρίσει έναν τρισάθλιο χώρο.

  1. - Μαλάκα, είδες λεφτά η γκόμενα; Έχεις καταλάβει πού ζει;
    - Τι πού ζει ρε συ, δε μπα να ζει και στο Μπάκινγχαμ, τι να το κάνεις, δεν την αφήνουν οι γονείς της να δει άνθρωπο, έχει ξεχάσει να μιλάει το άτομο, είναι εντελώς τελείως Κωσταλέξι!

  2. - Η κόρη μας θα μας φέρει απόψε το νέο της φλερτ...
    - Κανα Κωσταλέξι θα μας κουβαλήσει πάλι, σαν τον προηγούμενο που κυκλοφορούσε με τα τρύπια βρακιά...

  3. Ααα!!! Με γεια το σπίτι! Αυτό, μάλιστα! Όχι σαν το κωσταλέξι όπου έμενες πριν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».

Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.

Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».

  1. Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!

  2. - Έχει κανα ξύδι;
    - Μπα, ξερός είμαι.

  3. Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!

Για την τελευταία σημασία βλ. και στεγνώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το Π.Ε. που χρησιμοποιείται στον στρατό για χαλασμένα όπλα, εξαρτήματα κλπ. Σημαίνει «Προς Επισκευήν». Χρησιμοποιείται όταν έχουμε περιέλθει σε κατάσταση διάλυσης, είτε από ψυχική είτε από σωματική ταλαιπωρία. Χρησιμοποιείται επίσης και με την κυριολεκτική σημασία του, π.χ. «Ο μαλάκας τράκαρε το καινούριο αμάξι του μπαμπά του και το 'βγαλε ΠΕ».

  1. Πώ ρε μαλάκα, από χθες βράδυ μετράω ανταλλακτικά. Βγήκα ΠΕ, σου λέω.

  2. Η γκόμενα δεν παίζεται, όλη νύχτα χθες μ' έβγαλε ΠΕ!

  3. Το γάμησε το αμάξι, όλο χειρόφρενα και σπινιαρίσματα, το' βγαλε ΠΕ.

Ferrari Enzo (από panos1962, 28/10/09)Ferrari Enzo ΠΕ (από panos1962, 28/10/09)

Πρβλ Π.Ε.Ε./ B.L.R.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ ψιλό αλεύρι. Υποδηλώνει τον διαλυμένο, τον πολύ κουρασμένο, αυτόν που είναι χώμα.

  1. Δεν θα 'ρθω απόψε. Φαρίνα είμαι...

  2. - Θα παίξουμε άλλο;
    - Ένα στα τρία μόνο, μαλάκα, φαρίνα είμαι.

  3. Είδα τον Αντώνη προχθές. Μάζευε μια βδομάδα τα βαμβάκια. Φαρίνα έγινε...

Ο Αντώνης (από panos1962, 05/11/09)Φαρίνα Γιώτης (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπαιχτος, ο ασυναγώνιστος. Γκρηκλισμός από το άπαιχτος και την κατάληξη -able που δηλώνει στα αγγλικά ιδιότητα, π.χ. predictable σημαίνει προβλέψιμος από το predict (προβλέπω) και την κατάληξη -able, ή affordable=εφικτός κ.λπ.

Ανπαίκταμπλ ο τύπος. Ήξερε όλη τη βαθμολογία του καμπιονάτο!

Καλά, ο Σουμάχερ ανπαίκταμπλ. Τερμάτισε πρώτος με τη ρόδα φευγάτη!

Πήγαμε Λευκάδα φέτος. Ανπαίκταμπλ!

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται γαλλιστί «αμπζολεμάν ντε λα μουνικλασιόν», είναι προφανώς ηχοποίητη έκφραση και σημαίνει «του κώλου τα εννιάμερα», ή «κλάιν μάιν», ή, ακόμη, «γάμησέ τα», ή «χεσ' τα κι άσ' τα» κλπ. Πάντως, σε αντίθεση με αυτές τις αγοραίες εκφράσεις, δείχνει άνθρωπο εξευγενισμένο, πιο μορφωμένο, με κάποιο επίπεδο.

Λέγεται όταν θέλουμε να απαξιώσουμε κάποιο πρόσωπο ή κατάσταση, ή όταν τα πράγματα δεν μας βγαίνουν, ή περιπλέκονται σε βαθμό που δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε.

  1. - Είδα τη Μαίρη και μου είπε ότι σας είδε αγκαλιά με τη γυναίκα τού Αλέκου.
    - Absolemand de la municlasion! Το γαμήσαμε τη μάνα!

  2. Ο Νίκος πάει Μπαλί και Ταϊλάνδη. Absolemand de la municlasion, βρακί δεν έχει ο κώλος μας η τσουτσού καπέλο θέλει.

  3. Όλο το τριήμερο θα βρέχει. Absolemand de la municlasion!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified