Further tags

Ή σίσκατος.

Ο υπερβολικά «χεσμένος» από το φόβο του. Συνώνυμο της φράσης -γενικής προσδιοριστικής: πάει το σκατό στην κάλτσα.

Πιθανή ετυμολογία:

  1. Εκ των συν + σκατά, ήτοι πλεόνασμα σε σκατά.

  2. Εκ των συς (αρχαϊστί «κάπρος-χοίρος») + σκατά, ήτοι, τα σκατά του κάπρου-χοίρου, δηλ. υπερβολική ποσότητα, χείριστη ποιότητα (ίδε και παρά του Δασκάλου Λάσκου: «συγ-γνώμη = συς-γνώμη = γνώμη χοίρου»).

  3. Εκ των σις (τουρκιστί «χοιρινό» που γίνεται κεμπάπ, ή κιοφτέ) + σκατά, δηλ. σκατά μαγειρεμένα.

Άκου και Coil «Scatology».

Αμάν, Παναγίτσα μου! Τι τρομάρα ήταν αυτή! Φτηνά τη γλιτώσαμε, κι ακόμα τρέχουμε, οι σύσκατοι! Θα κάνουμε καιρό να το ξεπεράσουμε!

Δες και σύσκατα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπορεί να αναφέρεται σε δυσδιάκριτη υπο-περίπτωση ενός γενικότερου φαινομένου, η οποία συνήθως αμελείται ή παραβλέπεται για λειτουργικούς ή άλλους λόγους και σκοπούς.

Μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να χρησιμοποιηθεί όπως οι «ψύλλοι στ' άχυρα».

Μαθηματικά, μπορεί να παρασταθεί με μία τοπική ασυνέχεια ή ακρότατο κατά τμήματα συνεχούς συνάρτησης, ορισμένης σ' όλο το R, ή ως ένα πεπερασμένο στοιχειο υψηλής διακριτοποίησης (του οποίου οι ιδιότητες θεωρούνατι, πρακτικά, αμελητέες), ή ως απειροστικό στοιχείο, μπουρουμπούρου...

Πραγματολογικά, η απεικόνιση μίας «πούτσας», δηλ. ενός μορίου (κάποιου λοστρόμου, Γκασμαδονησιώτη, Φιλιππινέζου μάγειρα, ή ενός θηλαστικού της θαλάσσης) στο αρχιπέλαγος θα μπορούσε να θεωρηθεί μία αμελητέα ποσότης στην ευρύτερη οντότητά του (κοινωνικο-οικονομική, ναυτιλιακή, γεωγραφική, κλιματολογική, κλπ.)...

  1. Ή, μπορεί να αναφέρεται σε αναπάντεχη, απροσδόκητη εμφάνιση ενός φαινομένου ή πράγματος το οποίο, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, μπορεί να «προεξέχει» της γενικότερης στάθμης των πραγμάτων...

Φυσικο-μαθηματικά, αν και απέχουμε πολύ από την κατανόηση των εννοιών της σύγχρονης κοσμολογίας, αλλά γουστάρουμε να την κάνουμε κρεμαστάρια και να την βαφτίζουμε «μπλε», θα μπορούσε να αποσωθεί με τις θεωρίες για παράλληλα σύμπαντα και σκουληκότρυπες....

Στην καθομιλουμένη, το «ξεκάρφωτο», το απιστεύτου, το «ξώμπαρκο» που πετάγεται στη ζωή μας και μας αφήνει σέκους, είναι κάποιες έννοιες που θα μπορούσαν να περιγραφούν από το εν λόγω λήμμα.

  1. Για την ιστορία της φράσης, πιθανότατα ανεφωνήθη δια στόματος τινός λειτουργού των παραμεθορίων νήσων και χερσονήσων (ιδέ το παράδειγμα)...
  1. Μας πήγε τώρα ο Σάββας ο Μπούκερ από τας Σέρρας, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο, να μας κάνει το ντι-τζέη και να κατακτήσει την Αμερική...Ανάθεμα κι αν τον ακούσει κανείς στο ντοριτάδικο στο Σαν Ντιέγκο...

  2. Ποιον είδα ρε τις προάλλες; Το Θέμη τον ψηλλό ρε! Στο σταθμό, στην απέναντι αποβάθρα! Ήταν πήχτρα, ρε, σαρδέλες ο κόσμος! Και πεταγόταν η μάπα του σαν μια πούτσα στο Αιγαίο! Καλή φάση!

  3. Ακάκιε! Τρέξε να βαρέσεις τα σήμανδρα! Θαύμα! Φαλλός αναδυόμενος από της θαλάσσης! Του Αγίου Π.. ανήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά «το σύστημα φάτους όλους» ή «fatousolous». Ουδεμία σχέση με την ομώνυμη εκπομπή.

Ορισμοί:

  1. Ποδόσφαιρο ή άλλα ομαδικά αθλήματα:

Το σύστημα φάτους όλους είναι το συνώνυμο με το σύστημα «πάρτε τους τα σώβρακα«. Σύνηθες σύστημα σε προπονητές υψηλού επιπέδου (βλ. Αλέφαντος). Όταν αναφέρεται στη συνολική τακτική της ομάδας, σημαίνει «πατήστε τους». Όταν χρησιμοποιείται για την αμυντική τακτική, σημαίνει «ή ο παίκτης ή η μπάλα» (κοινώς κατενάτσιο).

  1. Video games

Χαρακτηρίζονται fatousolous τα kill 'em all video / PC games, στα οποία ο παίκτης δεν σκέφτεται τίποτα, απλά εξολοθρεύει ό,τι κινείται στο τερέν, πατώντας το fire μέχρι εξαρθρώσεως του δακτύλου ή του πληκτρολογίου / χειριστηρίου.

  1. Επαγγελματική δραστηριότητα

Προσδιορίζει τον τρόπο δράσης του επαγγελματία ή της επιχείρησης, όταν οι επαγγελματικοί στόχοι επιτυγχάνονται πατώντας επί πτωμάτων.

  1. Μπείτε μέσα και παίξτε φάτους όλους. Δεν έχουνε ομάδα.

  2. Τα μπακ τα θέλω φάτους όλους. Μη δω κανέναν και φεύγει μπροστά!

  3. Ρε τι να αγοράσω για το PS3; Στρατηγικής ή fatousolous;

  4. Το doom; Κλασικό fatousolous. 3 Πληκτρολόγια έσπασα μέχρι να το τελειώσω.

  5. Ήταν φάτους όλους από την αρχή, γι' αυτό έγινε διευθύντρια σε 5 χρόνια.

  6. Ρε οι πολυεθνικές είναι φάτους όλους. Ρημάξανε την αγορά.

(από dimitriosl, 22/03/10)(από dimitriosl, 22/03/10)...honor y gloria a Pablo Garcia (από euripidisk, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή δεν πέθανα ακόμη.

  1. Ηλικιακός προσδιορισμός που αποδίδεται σε υπερήλικες. Υπονοείται ότι ο χαρακτηριζόμενος /-η είναι ένα βήμα πριν τον Άγιο Πέτρο.

  2. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος (με το ζόρι επιβιώνει). Είτε αυτή είναι επαγγελματική, είτε οικονομική, είτε συναισθηματική.

  1. - Η θεία σου πόσων ετών είναι;
    - Πάνω από το χώμα μεγάλε. Η ταυτότητά της έχει λιώσει.

  2. - Τι γίνεται ρε Πολύδωρε; Πώς τα πας;
    - Πάνω απ' το χώμα. Επιβιώνω.

(από dimitriosl, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελείται συνήθως από κάγκουρες και χαζογκόμενες. Τους αναγνωρίζεις από τις αναφορές σε Λαζόπουλο, Κοέλιο και Active Member (γιατί είχαν ψαχτεί στην εφηβεία κι έχουν ευαισθησίες).

Συχνάζουν κυρίως σε Θησείο, Κολωνάκι και στις πίστες (αλλά ξεφυτρώνουν παντού γύρω μας).

Στο τρελό παρεάκι οι κάγκουρες καταλήγουν καληνυχτάκιες και μουνοβοσκοί ενώ τα μπουζουκομούνια βαριούνται σε κάποιο σημείο τα κοπλιμέντα κι αναζητούν τον έμπειρο της Βενετίας.

Ου ουυυ... (υστερικό τσίριγμα). Τι τρελό παρεάκι είναι αυτό. Δεν υπάρχει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο του «παίρνει πίπα με σκαμπό», χρησιμοποιείται ως υπερθετικός του Π.Π.Ο.και του Π.Τ.Ο.. Συνήθως, δεν στέκεται εντός φράσεως σαν απόλυτος υπερθετικός, αλλά μόνον σε σύγκριση με τα προαναφερθέντα λήμματα.

Αξιοσημείωτο, βέβαια, ότι λόγω της υπερβολής του, ουκ ολίγες φορές χρησιμοποιείται σαρκαστικά ως θετική έννοια, από τους λάτρεις των μανετζέβολων κοντοπούτανων, και των λοιπών τσιμπουκοϋβριδίων.

(πραγματικός διάλογος υπό τον ήπιο αττικό καιρό εντός των χώρων ανάπτυξης του πνεύματος πέριξ της περιοχής Ζωγράφου-Ιλισσίων)

- Ρε σεις, για την Αννούλα τι λέτε, καλό; Ιππεύσιμο;
- Καλούτσικο... λίγο Π.Π.Ο, βέβαια, δεν είναι για σκληρή χρήση θα σου μείνει στα χέρια... με πιάνεις; ε;
- (ο 3ος, ο ερχόμενος) ρε σεις ήμαρτοοοο! ποια Αννούλα ρε! αυτή είναι Π.Π.Μ.Σ.!
- (οι άλλοι δύο μαζί) εε;;
- (με απόλυτη απάθεια ο καθισμένος πλέον 3ος)... τι ε; με σκαμπό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για ένα μάτσο ροχάλες. Για ένα κάρο ροχάλες.

Απαξία ευρέος φάσματος, όπως λέμε αντιβίωση ευρέος φάσματος.

-For a bunch of ροχάλες κατάντησε η Κατίνα έτσι πως την έκαναν οι πλαστικοί χασάπηδες... -Τα θελε μωρή ο κώλος τις αφού πήγε σε χασάπηδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. μπυροκοιλιακοί.

- Εμ βέβαια. Κάθε βράδυ λιάρδα, νά 'τοι οι μπυριακοί που ξεπρόβαλαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανήξερος, ο «Γερμανός», ο «Κινέζος».

Παλιομοδίτικη μάγκικη και εν γένει μικρασιάτικη λέξη, από το τουρκικό bilmem (= δεν ξέρω).

Τι μου παριστάνεις τώρα, ρε Σπύρο; Τον μπιλμέμ μου παριστάνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified