Further tags

Έκφραση που τη λένε για αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν λόγω εγωισμού ή μαλακοτριφτικότητας εγκεφάλου. Δεν μπορούν να κάνουν με άλλους παρά μόνο αν ακούγονται μόνο μα μόνο αυτοί. Έτσι διαλύουν τις παρέες τους ή τους συνεταιρισμούς στα επαγγελματικά ή τις οποιεσδήποτε σχέσεις τους, επειδή δεν μπορούν με άλλον. Αυτοί οι τύποι είναι κατά κανόνα μόνοι τους. Όταν λοιπόν βρεθούν δυο ή περισσότεροι τέτοιοι μαζί, πριν ακόμη μαλώσουν ή μετά, λέμε: «Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται».

Φράση συνηθισμένη στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία.

  1. - Ο Χάρης με τον Μπάμπη άνοιξαν νετ καφέ.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται, γρήγορα θα το κλείσουν.

  2. - Καθόταν στο καφέ και οι τρεις χωριστά, ο καθένας από ένα τραπέζι. Είναι συνομήλικοι και πήγαν μαζί σχολείο και νομίζεις δεν γνωρίζονται.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι γίνονται ρε Γιάννη; Λες και δεν ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ εύκολη γκόμενα. Αυτή που δεν θέλει και πολύ ψήσιμο για να τη ρίξεις στο κρεββάτι.

- Τελικά πολύ ζόρικη αυτή η γκόμενα του Κώστα ρε, του έχει βγάλει το λάδι!
- Ποια, αυτή; Αυτή ρε γαμιέται για ένα πιάτο χόρτα! Άσχετα αν αυτός είναι τελείως μουρόχαβλος και δεν μπορεί να τη γαμήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χώνεται αλλά δεν τον παίρνει, ή που πλασάρεται άνετος με πλάτες άλλων και κρυφή συνεισφορά τρίτων.

Εκνευρισμένη γκαρσόνα:

- Τι μαλάκας αυτός εκεί; Μου ζήτησε να κεράσω την κοπέλα που γουστάρει από το διπλανό τραπέζι γιατί δεν έχει λέει λεφτά, θέλει να κάνει και τον πούστη με ξένο κώλο ο ξεφτίλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενστερνίζομαι κάτι το οποίο δεν είναι δικό μου και προσπαθώ να προπαγανδίσω αυτήν την καινούρια κτήση.

- Παλικάρι, αυτή η θέση parking είναι δικιά μου, δεν θα παρκάρεις εκεί...
- Και από πού είναι δίκια σου ρε φίλε, από το μουνί της μάνας σου την έβγαλες;

(από Vrastaman, 21/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παραδοσιακό γλύκισμα της ελληνικής και τουρκικής κουζίνας.

  2. Μεταφορικά, ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι το ωραίο και ποθητό ή το κατάλληλο για την περίσταση.

Στα ελληνικά την λέξη την έχουμε δανειστεί από το τούρκικο lokum που έχει αραβική προέλευση...

  1. -Μ' έφερε η θεία μου κάτι λουκούμια από την Σύρο, τα 'φαγα μέσα σ' ένα απόγευμα, απόλαυση σκέτη.

  2. -Πωπωπω, δες το μελαχρινό ένα κωλαράκι που έχει!
    -Αμάν ρε φίλε, λουκούμι είναι, λουκούμι!

  3. -Δε σου έπεσε άσχημα το μηχανάκι του θείου σου, ε;
    -Πλάκα κάνεις; Λουκούμι με ήρθε, μόλις χάλασε το δικό μου, πήρα αυτό και ντη βγάζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλαχοκυριλέ (ουδέτερο) και βλαχοκυριλές (αρσενικό) είναι ένα από τα πολλά οξύμωρα σχήματα της saga του βλάχου, όπως και τα αρχοντόβλαχος, βλαχοντίσκο, βλαχορόκ, βλαχοτρέντι (λιγότερο και τα βλαχόμαγκας και βλαχομπαρόκ).

Το χαρακτηριστικό του βλαχοκυριλέ έναντι του βλαχοτρέντι, είναι ότι ο πρώτος δεν είναι μόνο τρέντουλας, αλλά επιδεικνύει και ισχύ, εξουσία, νεοπλουτισμό, κοινωνικό στάτους και πρεστίζ. Για τον λόγο αυτό και το βλαχοκυριλέ αποτελεί συχνά όχι μόνο περιγραφή προσώπων, αλλά και καταστάσεων επίδειξης κοινωνικής πυγμής, όπως κάποιοι ιδιαίτεροι τύποι αυτοκινήτων, συμπεριφορών και διασκέδασης. (Αντίπαλον πέος ο γυφτοκυριλές).

Επειδή, τα παραδείγματα που συνέλεξα στα διαδίχτυα είναι πιο εύγλωττα από όποιον ορισμό θα μπορούσα να κάνω, δεν θα επεκταθώ σε λεπτομερή περιπτωσιολογία, αλλά σε γενικές παρατηρήσεις:

Έχει εν προκειμένω εξασθενήσει αρκετά η αναφορά στο συγκεκριμένο φύλο των
Bλάχων, και μιλάμε γενικότερα για οποιονδήποτε επαρχιώτη έτυχε να αποκτήσει εξουσία και να το επιδεικνύει με το στυλ του. Μάλιστα, ενίοτε δεν είναι ούτε καν ανάγκη ο τοιούτος να είναι κιτς, αρκεί και μόνο η επαρχιώτικη καταγωγή του για να τον κράξουν οι Αθηνέζοι.

Σημαντική περίοδος επέλασης βλαχοκυριλέδων θεωρείται η Θασοκική εϊτίλα του γέρου με το τσιμπούκι. Το άρθρο λ.χ. εδώ αναλύει το «ελληνικό όνειρο», που σε αντίθεση με το αμερικλάνικο τοιούτο, στηρίχθηκε στην διόγκωση του δημόσιου τομέα, εκτρέφοντας στρατιές πειθήνιων βλαχοκυριλέδων. Δικαιολογημένα, ο βλαχοκυριλές πήρε την ρεβάνς του από το κράτος- χωροφύλακα της Δεξιάς, αλλά μετά ίσχυσε το «είπαν στον χωριάτη να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε».

Έκτοτε, ο βλαχοκυριλές κυκλοφορεί και σε μπλε και σε πράσινους κόκκους. Στο πρώτο παράδειγμα φαίνεται ένας βλαχοκυριλές με νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, που μοιάζει σαν ήρωας από λήμμα του Vrastaman. Γενικά, ο βλαχοκυριλές είναι a motherfucker plein de contradictions (βραστόλεκτος) που τραβάει το κυριλέ τε και μεθοδέ στυλ στο ne plus ultra της υπερβολής. Μπορεί να είναι είτε δαπίτης είτε πασπίτης με κυριλογκόμενες ή πασοκομούνες, πάντως οπωσδήποτε θα επικαλεστεί κάποιον ιδεολογικό λόγο που να δικαιολογεί την γκλαμουριά του.

Επειδή, όμως το πολύ το κυριλέησοντο βαριέται κι ο παπάς, ο βλαχοκυριλές θα είναι (;) ένας από τους πρώτους που θα φάει τον δονητή. Με την σαμπάνια της Τζούλιας έκλεισε ο κύκλος της μεταπολίτευσης, και τώρα το ίδιο το κράτος (ενωμένο ΔΝΤ) παροτρύνει τους πολίτες τους να ρουφιανέψουν, ενώ κάθε ευγενής ένδειξη βλαχοκυριλοσύνης θα θεωρείται στο εφεξής τεκμήριο, το οποίο θα καλείται να αγρεύσει ο ρουφιάνος της γειτονιάς σας. Αυτός ο αγώνας, ωστόσο, του βλαχοκυριλέ ενάντια στις δυνάμεις της Δεξιάς και της Προόδου έχει αβέβαιο τέλος, καθώς η Ρωμηοσύνη έχει αποδείξει τις δυνάμεις αδρανείας και αλληλεγγύης προς τους κυριλέδες.

Τέλος, να σημειώσω ότι, όπως μου υπέδειξε και ο Χότζας, ο φθόνος προς τον Βλάχο (με στενή και ευρεία έννοια) χρονολογείται ήδη από την σύσταση του ψευδώνυμου ελληνικού κρατιδίου, με τον δυισμό μεταξύ της βαυαροκρατούμενης τρε κομιλφό (λέμε τώρα) πρωτεύουσας απ' την μια, και της μαύρης υστέρησης απ' την άλλη. Έχει στοιχειώσει το συλλογικό μας υποσυνείδητο και εκπορεύεται συχνά από κολωνακιώτικες παρεούλες μέχρι αυτές να εκθρονισθούν από βλαχοκυριλέδες, οι οποίοι δεν αποκλείεται και να αναπαραγάγουν αυτομισούμενα κλισέ.

  1. Βλαχοκυριλές είναι ένας ενεργότατος μπλόγκερ. Ιδού το αποκαλυπτικό προφίλ του (σ.ς.: νά 'ναι καλά ο άνθρωπος, θά 'χει διαδικτυακό φτάρνισμα):

Είμαι ιδεολόγος Νεοφιλελεύθερος, γουστάρω Καπιταλισμό και Ιδιώτευση. Το όνειρό μου ήταν να γίνω Δημόσιος Υπάλληλος για να αράξω και να χαζεύω το Νεοφιλελευθερισμό με την άνεση μου. Ή να ανοίξω καφετέρια για να πιάσω την καλή και να είμαι ένας μικρός θεούλης (κυρίως στις γκαρσόνες). Εσχάτως κυκλοφοράω με Ζ4 και πουλάω μούρη, να 'ναι καλά το καταναλωτικό της Γιούρομπανκ. Πιτσιρικάς ψήφιζα ΔΑΠ για να κάνω κονέ με γκόμενες στη Μύκονο και πορτιέρηδες στα κλαμπ. Τώρα ΝουΔού δαγκωτό, οι άλλοι είναι για τα ταγάρια...

  1. Από Ελευθεροτυπία:

Ξεδίνεις, ψευτοκουλτουριάρη-βλαχοκυριλέ! Τα κορίτσια που δεν πάνε μέγαρο αλλά φτιάχνονται όταν χορεύουν πάνω στα τραπέζια προκαλώντας τον παίδαρο κάτι ξέρουν περισσότερο για τη ζωή, απ' ό,τι οι συνταξιούχες φιλόλογοι. Τα μπαλέτα, οι χορογραφίες, το σκηνικό είναι πράγματι εντυπωσιακό. Η Βανδή κατεβαίνει κρεμασμένη μ' ένα σχοινί σαν τον Ταρζάν στη σκηνή, ενώ για να εμφανιστεί η Βίσση επιστρατεύεται η... αντιτρομοκρατική. Εμφανίζονται επί σκηνής κουκουλοφόροι κομάντο με προβολείς, τη συλλαμβάνουν, τη δένουν σε μια καρέκλα, τη δέρνουν κι εκείνη ηρωική τραγουδάει με ξεσκισμένο πουκάμισο (νέα μόδα - άλλη εποχή). Επηρεασμένες προφανώς από τις λατινοαμερικάνικες σαπουνόπερες της TV βγαίνουν με γκάμπριο αμάξια και καουμπόικη στολή η Βίσση και η Γαρμπή.

  1. Διένεξη ατονιστη και συνομιλητή του σε φοράδα:

- το αντίθετο του βλαχοκυριλέ εστιατορίου ποιο είναι; Και τι μουσική παίζει;
- ουφ, λοιπον αμερικανια με την καλη εννοια ειναι το Illinois του Sufjan Stevens. αντιθετο του βλαχοκυριλε εστιατοριου ειναι ενα κυριλε εστιατοριο στο οποιο θα ακουγονταν πχ το «Night and the city» των Haden και Barron.
- [...] Ευχαριστώ ειλικρινά για την απάντηση, οπου μαθαίνω οτι το κυριλέ παίζει Haden με Barron , ενώ το βλαχοκυριλέ Haden με Metheny. Άρα τη διαφοροποίηση την κάνει ο δεύτερος οπου χαρακτηρίζεται βλάχος. Ναι; Ερωτάσαι λοιπόν απο ποιό άλλο δίσκο του ξέρεις το Metheny και λές απο κανένα! Έχεις όμως άποψη....
Πώς γίνεται αυτό;

  1. το πανάκριβο Jeep Hammer είναι παραγγελιά ενός « βλαχοκυριλέ » ...
    (Δες).

  2. Όχι, δεν θα γούσταρα ένα βλαχοκυριλέ κάμπριο της Mercedes.
    Πηδ@ω και χωρίς αυτό... :p
    (Δες).

  3. Από το vapsomalliades.blogspot.com.

Πέτρος Κωστόπουλος: Το βλαχοκυριλέ βάψιμο και η αντίστοιχη εμφύτευση.

Ο μικρός Πέτρος ήταν ένα τυπικό παιδί της ελληνικής επαρχίας. Γεννημένος σε μια ταπεινή οικογένεια του μόχθου στην περιοχή του Βόλου, η οποία δύσκολα τα έφερνε βόλτα. Ο πατέρας επαγγελματίας του βολάν (σε γκρι χρώμα τότε), η μητέρα κατά βάσιν οικιακά. Δύσκολα έβγαινε το μεροκάματο και αυτό στοίχιζε στον μικρό Πέτρο, του οποίου η ψυχή εφλέγετο για τα μεγάλα, τα πολυτελή και τα υψηλά…[...] Εντελώς άξεστος και ακαλλιέργητος, τριγύριζε με μακριά μαλλιά (είχε τότε τρίχα μπόλικη και θυσανωτή) στενό τζιν και μαύρο σκαρπίνι με λευκή αθλητική κάλτσα δώθε–κείθε, βαρώντας μυίγες της θεσσαλικής πόλεως. [...].
Ο βαθύτερος στόχος είχε επιτευχθεί. Το βλαχαδερό από το Βόλο, με τον λόγο που μοιάζει με λόξιγκα και με τη βαριά, εκνευριστική θεσσαλική προφορά (που τα «ο» τα μετατρέπει σε «ου» τρώγοντας ταυτοχρόνως τα φωνήεντα και την οποία, χρόνια τώρα, δεν κατόρθωσε να αποβάλει - μια προφορά που μόνο γραφικότητα και θυμηδία αποπνέει), πέτυχε. Τα είχε καταφέρει (α λα ελληνικά…). Από τις άσπρες συνθετικές κάλτσες με τα φτηνά σκαρπίνια πέρασε στα Rossetti, από τα μηχανόβια Perfecto στα Cavalli, από τα «μάλμπουρο» που τα στερέωνε στο διπλωμένο μανίκι του (φτηνού) μακό, στα πούρα, από τα clubs στα μπουζουξίδικα… Οι εκδρομές πια δεν αφορούσαν τα γραφικά χωριά του Πηλίου, αλλά τα Aspen στα Colorado (και, φυσικά, την αναπόφευκτη Μύκονο...).

  1. Το ελληνικό όνειρο δεν απείχε πολύ από το αμερικάνικο, αλλά του έλειπαν δύο βασικά συστατικά: Η πραγματική λάμψη και η ακριβή παραγωγή. Στηρίχθηκε σε δύο άλλα στοιχεία πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα: Το «βλαχοκυριλέ» στυλ και η κατάκτηση του εύκολου χρήματος.
    (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τούρκικη έκφραση firil filil, που σημαίνει ''γύρω γύρω”. Δηλαδή ότι περιτριγυρίζεις κάτι σιγά-σιγά και το πλησιάζεις.

Γράφεται και «φιρί φιρί».

Φιρί φιρί το πας να σε χτυπήσουν...όλο μέσα στη μέση του δρόμου περπατάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από τη σύζευξη των λέξεων λιώμα (σε κατάσταση βαριάς μέθης) και του Λουμίδη, γνωστής εταιρείας παραγωγής καφέ.

Αποδίδεται σε άτομα που κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και για τα οποία καθίσταται απαραίτητη η άμεση κατάποση του.

  1. - Τι έγινε ρε χθες πόσο ήπιατε πια;
    - Άστα ρε γύρισα σπίτι λιωμίδης, δεν έβλεπα μπροστά μου πάλι. Ευτυχως μού' φτιαξε η Μαρία φραπέ και συνήλθα.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα Νίκο το' χεις ένα πότο στο στέκι;.
    - Ναι μέσα, άλλα μη γίνουμε λιωμίδηδηδες παλι όμως ε;
    - Ναι ρε μην ανησυχείς, σήμερα λευκό και ποίηση.

  3. - Χθες μού' δωσε ο Αλέξης από το ποτό του και έγινα λιομίδης ρε με δυο γουλιές.
    - Ε ναι ο Αλέξης τον έχει χτίσει το Λουμίδη

Βλ. και λιουμίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για ομάδα ανθρώπων, συνήθως φίλων, που λόγω καλής διάθεσης και χημείας μεταξύ τους αναλώνονται σε κραιπάλες, ξενύχτια, απερίσκεπτη κατανάλωση αλκοόλ κτλ. Με λίγα λόγια αυτοί που έχουν μεγάλα αποθέματα αντοχής στις βραδινές τους εξόδους.

Συνήθως αποτελούνται από 3 με 4 άτομα. Όταν αποτελούνται από 4 αρσενικούς, τότε αποκαλούνται και ως οι 4 φανταστικοί.

  1. - Μεγάλε σήμερα κανόνισα μπουκάλι παραλιακή, πάρε και τους άλλους και πάμε για ζημιά.
    - Τι, να φέρω καμιά γκόμενα δηλαδή;
    - Όχι ρε, μαλάκας είσαι; Μόνο οι δυνατοί σήμερα...

  2. Έχοντας βγει τέσσερα ζευγαράκια στο bar:
    -Λοιπόν πίνουμε τα ποτά μας, στέλνουμε τις γυναίκες στα σπίτια τους και μένουν μόνο οι δυνατοί;
    -Ηρέμησε...

  3. - Έλα ρε μαλάκα Νίκο ντύσου γρήγορα, μας περιμένουν ο Αλέξης και ο Θοδωρής στο Αkanthus.
    - Τι, μόνο οι δυνατοί σήμερα ρε;
    - Όχι φίλε. Σήμερα οι 4 φανταστικοί!

Only the Strong (1993) (από poniroskylo, 23/07/10)

Σχετικό: σκληρός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified