Further tags

Το ψώνιο. Το να την έχει δει κάποιος.

- Καλά είμαι φοβερός!
- Το καλάμι το πάρκαρες απ' έξω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον πολύτεκνο μα φτωχό άνθρωπο, που δεν συλλογίζεται πώς θ' αναθρέψει τα παιδιά του, αλλά κατά τα άλλα... ξέρει να τα κάνει.

- Ο Αποστόλης θ' αποκτήσει λέει το πέμπτο.
- Βρε δεν κοιτάει τα χάλια του πρώτα. Πώς θα τα ζήσει τόσα παιδιά; Αλλά τί περιμένεις; Καν ψωμί δεν είχαμε, πούτσα ώς το γόνατο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόνος, μοναχούλης.

Γιατί μ' έχετε ρε στην ξωπαρεού; Μάνα δε με γέννησε κι εμένα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, χοροπηδάει στο στήθος μου, έχω ταχυκαρδία.

Τις τελευταίες μέρες φουρτουράω (ή η καρδιά μου φουρτουράει). Πρέπει να πάω να κοιταχτώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έλλειψη στύσης.

- Έπαθε αφλογιστία ο καημένος και δεν έγινε τίποτα.

%

Βλέπε και ντεκαυλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάση συνουσίας με τη γυναίκα καθιστή από πάνω.

.

(από patsis, 14/02/12)Προετοιμασία για ινσέψιο συντριβανάτο. (από Khan, 28/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι είναι πάρα πολύ ωραίο και ξεχωρίζει.

Έχεις πάει Αμοργό; Είναι όλα τα λεφτά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι έχει γίνει κουραστικό και φτάνει στο τέλος του.

- Τέλος. Δεν θέλω να σε ξαναδώ. Με γάμησες και ψόφησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη προερχόμενη από τη παλαιολιθική περίοδο, τότε που η επικοινωνία στηριζόταν σε φωνήεντα. Στις μέρες μας έρχεται σα μπαλαντέρ να καλύψει γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις με τρόπο που να γίνεται αντιληπτός μόνο από τους χρήστες.

  1. - Έχω ξεμείνει από αούα, μπορούμε να βρούμε;
  2. - Θα έρθει και ο Αούα μαζί μας;
  3. - Μάκη, βάλε ένα αούα!
  4. - Έχουμε ένα τύπο στη δουλεία που είναι πολύ αούα.
  5. - Κοζάρεις από αούα;

Η αούα του Πετεφρή (από poniroskylo, 03/02/10)(από fitifititis, 06/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

3 φορές πιο καλά.

- Πώς πάει, καλά;
- Τρίκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified