Εντελώς άδικα, χωρίς λόγο κι αιτία.
- Σκοτώθηκε τζάμπα και τζερεμέ...
Εντελώς άδικα, χωρίς λόγο κι αιτία.
- Σκοτώθηκε τζάμπα και τζερεμέ...
Got a better definition? Add it!
Φεύγω τρέχοντας, όπου φύγει φύγει. Συνώνυμο παλιομοδίτικο: «έγινα Λούης».
.
Got a better definition? Add it!
Προσπαθώ πολύ να κάνω κάτι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Προφανώς έχει προέλθει από το σφίξιμο των δυσκοίλιων στην τουαλέτα για ώρες ατέλειωτες...
Ειρωνικά χρησιμοποιείται η προστακτική «σφίξου!», η οποία χλευάζει την μάταιη υπερπροσπάθεια κάποιου.
- Γαμώ το κωλοσουντόκου! Πέντε ώρες σφίγγομαι και δεν έχω καταφέρει να προχωρήσω καθόλου...
- Ρε μαλάκες πολύ γρήγορα το πιάνουμε το κομμάτι και δεν προλαβαίνω να παίξω το σόλο...
- Σφίξου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έξω απεξαρτηθεί από κάτι. Στην βασική του σημασία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απεξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, κατ' επέκτασιν όμως και με ειρωνική διάθεση σημαίνει την απεξάρτηση από οποιονδήποτε εθισμό.
- Τι κάνει ο φίλος σου ο Κώστας; Ακόμα στην πρέζα;
- Όχι ρε, ευτυχώς πήγε σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης και τα τελευταία δυο χρόνια είναι καθαρός.
- Τι λέει το Facebook, ακόμα εκεί ξημεροβραδιάζεσαι;
- Όχι ρε, κανέναν μήνα μου κράτησε η πώρωση και τώρα είμαι καθαρός. Τρελό κάψιμο το Facebook πάντως... Μέχρι και στον ύπνο μου το έβλεπα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γερνάω, γίνομαι πουρό (= γέρος), παρακμάζω.
- Σπιτάκι, δουλίτσα, γυναικούλα, παιδιά, πεθερικά... Πώς πουρέψαμε έτσι ρε πούστη μου;!
- Γάμησέ τα... Πού είναι οι εποχές που γαμούσαμε και δέρναμε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τον ήπια: Την έκατσα, μου 'ρθαν ανάποδα, μεγάλο κακό με βρήκε. Το τι ακριβώς ήπιε το δυστυχές υποκείμενο τελεί υπό διερεύνηση, αλλά έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι ο ποιητής μιλάει για τον πικρό καφέ της παρηγοριάς, το οποίο έχει και μία δόση λογικής οφείλω να ομολογήσω.
Ωχ, κατέβασε βασική Παλτόγλου και Χατζημπουζουκοβλασάρογλου; Τον ήπιαμε. Πάμε για τρία μπαλάκια μίνιμουμ.
Υπογεγραμμένη άδεια με οδοιπορικά κι έσκασε επιθεώρηση από τον ΓΕΠΣ και τον ήπιαμε. Άμα σου λέω με πάει πίπα-κώλο-εμπλοκή...
Got a better definition? Add it!
Δέρνω κάποιον τόσο άσχημα που έρχεται και πρήζεται σαν γκάιντα. Περιέχει, συνήθως, μία δόση υπερβολής.
Συγγενή λήμματα: βρωμόξυλο, ταβερνόξυλο, μπουκέτο, κλωτσομπουνίδι, σουλτάν μερεμέτι, σάτα κιούτα
- Μαζέψου, ρε μπινέ, να μην έρθω εκεί και σε κάνω γκάιντα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τρώω ξύλο. Με την αντωνυμία τις εννοούνται οι σφαλιάρες.
- Τι γίνεται ρε; Πέφτει ξύλο; Πάμε να δούμε τι γίνεται!
- Τι λες ρε, για να τις μαζέψουμε κι εμείς; Κάτσε στ' αυγά σου!
- Αυτή η διαχειρίστρια χτύπησε το θυροτηλέφωνο πρωί πρωί και έδινε εντολές πάλι...
- Πάλι καλά που δεν με ξύπνησε, γιατί θα κατέβαινα κάτω και θα μάζευε καμία... Άχτι την έχω την τρελή!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που χρησιμοποιείται όταν γνωρίζει ο ένας τον άλλο.
Αυτή η πατσαβούρα, στην άκρη του μπάρ με κοζάρει. Την ξέρω και με ξέρει... Ξερενόμαστε.
Συνώνυμο: γνωρίζομαι. Λογοπαίγνιο με τη λέξη «ξεραίνομαι». Πιθανόν να έπρεπε να ορθογραφείται με τον ίδιο τρόπο.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς, χώσιμο δουλειάς από το αφεντικό μέσω τηλεφώνου. Από τα πιο ύπουλα είδη χωσίματος. Ο ορισμός όμως μπορεί να συναντηθεί και εκτός δουλειάς, όχι μόνο από αφεντικό αλλά και από φίλους κλπ.
- Πω ρε μεγάλε με πήρε το αφεντικό και μου έκανε τηλεχωσέ πάνω που πήγαινα να φύγω!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified