Συνώνυμο της καλής, της εξυπηρέτησης. Χρησιμοποιείται κάποιες φορές για να υποδηλώσει την εξυπηρέτηση που μπορεί να κάνει ένα παλικαράκι (από τα λίγα).
- Ρε Μήτσο θέλω λάσπη, πες μια του Τάσου.
- Τάσο κάνε μια παλικαριά και φτιάξε λίγη λάσπη.
Συνώνυμο της καλής, της εξυπηρέτησης. Χρησιμοποιείται κάποιες φορές για να υποδηλώσει την εξυπηρέτηση που μπορεί να κάνει ένα παλικαράκι (από τα λίγα).
- Ρε Μήτσο θέλω λάσπη, πες μια του Τάσου.
- Τάσο κάνε μια παλικαριά και φτιάξε λίγη λάσπη.
Got a better definition? Add it!
Παροιμία που θέλει να εκφράσει τις περιορισμένες και ευτελείς επιθυμίες των γυναικών και μέμφεται τους προβληματισμούς του γυναικείου φύλου.
- Με έπρηξε η γυναίκα μου να πάει να αγοράσει φόρεμα την περασμένη εβδομάδα και τώρα με πρήζει να την πάω στον Πλούταρχο για να το φορέσει...
- Αγόρι μου πάρ 'το απόφαση. Της γυναίκας ο καημός, λούσα πούτσα και χορός.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο της εμπλοκής. Όταν κάτι δεν λειτουργεί.
- Γιατί δεν δουλεύει το PC;
- Έχει πάθει κοκομπλόκο.
Got a better definition? Add it!
Έχω κατεβάσει ρολά και είμαι έτοιμος για ύπνο. Συνήθως το άτομο που έχει λήξει δεν έχει επαφή με το περιβάλλον και δεν μπορεί να αντιληφθεί τι γίνεται γύρω του. Χρησιμοποιείται κυρίως στον παρακείμενο.
Μπάμπης: - Ρε, κοίτα αυτό το γκομενάκι!!! Τρελά μπαλκόνια η τύπισσα!!!
Μήτσος: - Μμμ.. Τι έγινε;... Τι είπες ρε;..
Νίκος: - Άσ' τον βρε βλάκα ήσυχο, δεν βλέπεις ότι έχει λήξει;;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχω οργασμό.
Μπράβο. Συγχαρητήρια. Το ζήτημα είναι τί οργασμό έχεις. Διότι υπάρχουν πολλά είδη. Ιδού μια μικρή επιλογή από το Διαδίκτυο.
Βλέπε άνωθι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φέρομαι ύποπτα, αλλάζω τη στάση μου απέναντι σε κάποιον με αρνητικές συνέπειες γι' αυτόν, τα γυρνάω.
- Τι γίνεται με τον πιανίστα, αρχίσατε τις πρόβες;
- Αγγούρια... Αν και τα είχαμε συμφωνήσει πριν έναν μήνα, τώρα που τον παίρνω τηλέφωνο να κανονίσουμε μου κάνει νερά...
(από το διαδίκτυο)
Πληγωμένο κυκλάμινο από Αθήνα.
Δημήτρη τον τελευταίο καιρό το αγόρι μου έχει αρχίσει να κάνει νερά, μου επαναλαμβάνει συνεχώς ότι δεν τον πειράζει αν πάω με άλλον άντρα αρκεί να το ξέρει.
βλ. και μουαρέ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάτι (έμψυχο ή άψυχο) που μας ανεβάζει το κέφι, τη διάθεση, τη λίμπιντο.
1
- Πολύ ανεβαστικό μωρό η Πόπη δικέ μου.
- Τι ανεβαστικό ρε μαλάκα που μου 'χει γίνει τιράντα μ' αυτά που φοράει.
2
...και περνάμε σε κάτι που μας ζητάτε συνέχεια, κάτι πολύ ανεβαστικό για να ξεκινήσει δυνατά αυτό το Σαββατόβραδο. Paul van Dyk και Let go.
3
- Πού ήσουν ρε μαλάκα τόση ώρα και σε ψάχνω; Και γιατί έχεις αυτό το ηλίθιο χαμόγελο της επιτυχίας; Γάμησες ρε;
- Όχι ρε πεζέ άνθρωπε... Έκανα test drive την Cayman S και φτιάχτηκα χοντρά. Μιλάμε για εντελώς ανεβαστικό εργαλείο.
Got a better definition? Add it!
- Τόσον καιρό τον υποστήριζα και τώρα που ήρθε η ώρα δείξει αν είναι φίλος, με άδειασε κανονικά!
- Εγώ στά 'λεγα: μεγάλο καθίκι ο Ρένος!
- Πότε θα πάμε για κανένα καφεδάκι;
- Θα σε πάρω από βδομάδα, γιατί τώρα δεν αδειάζω καθόλου.
- Βαρέθηκα σε αυτό το μαγαζί, σαλούν είναι!
- Πάω να αδειάσω μια στιγμή και φύγαμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τρώω τούμπα, συνήθως από γλύστρα ή παραπάτημα, και απλώνομαι φαρδύς-πλατύς στο έδαφος.
Λέγεται επίσης πολύ και όταν κάποιος πέφτει από ποδήλατο.
Γενικά, αναφέρεται σε πέσιμο απροσδόκητο και θεαματικό που, σε πρώτη φάση τουλάστιχον, προκαλεί τη θυμηδία των παρισταμένων. Οι συνέπειες μπορεί να είναι οδυνηρές αλλά ποτέ τραγικές.
Αν πούμε «το αγόρασε το οικόπεδο σε καλή τιμή» σημαίνει ότι ο παθών τη γλύτωσε χωρίς πολλά πολλά. Αν πάλι πούμε «ακριβά το πήρε το οικόπεδο» σημαίνει ότι χτύπησε μάλλον άσχημα.
Συγγενή λήμματα: μπίστος, σαβούρδα, τρώω σάρα, σαούλι, σούπα
- Πρόσεχε τώρα που θα βγεις, γλυστράει. Τώρα που ερχόμουν είδα έναν που σαβουρντίστηκε ... δυο στρέματα οικόπεδο αγόρασε ... εκεί, Πρίγκηπος Νικολάου και Ιπποδρομίου που είναι και λίγο κατηφορικά ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φεύγω γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, βάζω τα πόδια στους ώμους, την κοπανάω, το σκάω.
- Μόλις άρχισαν οι απειλές για αποβολή, οι περισσότεροι λακίσανε από την κατάληψη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified