Further tags

Αόριστος του ζουφιάζω. Κουρνιάζω.

Η γάτα ζούφιασε στη φωλιά της. Κοιμάται εδώ και ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published

γ' εν. γαμπρίζω, ζευγαρώνω

Η γάτα μας αυτό τον καιρό γαμπρίζει. Δεν μαζεύεται σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρίτο το μακρύτερο το παίρνουμε όταν, βασικά, δεν παίρνουμε τίποτα και μένουμε στον άσσο. Ή, στην καλύτερη περίπτωση. παίρνουμε κάτι πολύ λιγότερο απ'αυτό που ελπίζαμε.

Αν το τρίτο το μακρύτερο είναι το καβλί, τότε το πρώτο είναι, ασφαλώς, το αρχίδι # 1 και το δεύτερο το αρχίδι # 2. Δεν διευκρινίζεται αν η έκφραση εξακολουθεί να ισχύει αν κάποιος είναι μονάρχης ή αν, σπανιότερα, έχει τρεις αρχιδοπούλες.

Το τρίτο το μακρύτερο πάντοτε το παίρνουμε. Π.χ. δεν το τρώμε, δεν το τσιμπάμε κ.ο.κ. Επίσης, δεν το δίνουμε.

Συγγενείς έννοιες είναι: πήραμε έναν πούτσο, πήραμε τ' αρχίδια μας, πήραμε τα τρία μας, γαμώ τη γκαντεμιά μου μέσα κλπ.

  1. - Δε μας χέζεις ρε και συ κι ο Τζίγγερ ... όχι πρωτάθλημα θα πάρουμε ... όχι κύπελλο θα πάρουμε ... όχι νταμπλ θα πάρουμε ... τελικά, το τρίτο το μακρύτερο πήραμε πάλι κι ο γαύρος ακόμα γελάει ...

  2. - Ρε συ, το είδες το λόττο; Τεσσάρι, νομίζω, πιάσαμε ... πήραμε τίποτα; - Πήραμε, πώς δεν πήραμε ... το τρίτο το μακρύτερο πήραμε ... έντεκα ευρώ ... δεν ξαναπαίζω ρε μαζί σου ... γκαντέμαρχε ...

Got a better definition? Add it!

Published

Μένω άναυδος / άφωνος / ενεός.

Κι εκεί που καθόμασταν ωραία και καλά γυρνάει και μου λέει ότι έχει φάει κόλλημα μαζί μου και μένω καρότο.

Έμεινε καρότο. Αλλά τι καρότο... (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ουσία πρόκειται για το περίφημο ελληνικό πρωινό (greek breakfast). Ιδανικό για το στομάχι και για το στομαχάκι, καθότι είναι τόσο λιτό ώστε όλη μέρα τα υγρά κυκλοφορούν θορυβωδώς στο στομάχι και καταλήγει κανείς να τρώει τον αγλέουρα κατά τις 11 το βράδυ πια, λόγω μεγάλης πείνας. Δυστυχώς δεν έχει ακόμα περάσει στους καταλόγους room service των ξενοδοχείων, όπου εξακολουθούν ακόμα να σερβίρονται μόνο τα continental και english breakfasts, άντε και κανα δανέζικο pastry, δεν ξέρω γιατί.

Έκφραση την οποία πρέπει να καταθέσουμε εδώ, πού αλλού, καθότι πρέπει να μείνει στην ιστορία, δεν υπάρχει θέμα. Παρόλο που έχει ευρεία εφαρμογή, προέρχεται από αυστηρά συγκεκριμένο τόπο, χρόνο και πρόσωπο. Ήταν η συνηθισμένη κουβέντα ενός κλητήρα που, όποτε ερχόταν στη δουλειά ενός φίλου για να φέρει την χαρτούρα που έπρεπε, καθόταν στο γραφείο του φίλου αυτού, παράγγελνε έναν καφέ, και μόλις ο καφές ερχόταν έλεγε:
- Μμμμ, ωραία. Λοιπόν. Καφεδάκι. Τσιγαράκι. Τουαλέτα, και φύγαμε.

Η έκφραση είναι ιδίας λογικής με εκείνη την παλιά (από μια διαφήμιση άζαξ για τα τζάμια ή κάτι τέτοιο) που έλεγε: "Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε". Βέβαια η τελευταία αυτή έκφραση έβριθε σεξουαλικών υπονοουμένων, άλλο θέμα αυτό. Το καφεδάκι κλπ είναι μια απλή, απροκάλυπτη, μεστή περιγραφικότητας έκφραση, που χαρακτηρίζει έναν ολόκληρο λαό ο οποίος, αν δεν τα κάνει όλ' αυτά μαζί, δεν μπορεί να υποστηρίξει πως η μέρα του πράγματι ξεκίνησε.

  1. - Σίμο...
    - Έλα μου.
    - Τα τελείωσα όλα. Τί άλλο έχουμε ακόμα;
    - Καφεδάκι, τσιγαράκι, τουαλέτα -και φύγαμε.

  2. - Λοιπόν, έχω ετοιμάσει τις βαλίτσες, τα πάντα, έξω έχω αφήσει μόνο ό,τι είναι να φορέσουμε στο ταξίδι, και τέλος. Με το που θα ξυπνήσουμε, καφεδάκι, τσιγαράκι, τουαλέτα και φύγαμε!
    - Μωρό μου, είσαι τέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό pose (= κάνω επίδειξη):

(1) Η πράξη που γίνεται με επιδεικτική υπερβολή και αποσκοπεί στο να τραβήξει την προσοχή των άλλων. Όταν π.χ. κάποιος σφίγγει το ποντίκι για να κοιτάξει το ρολόι του, έχουμε μια ποζεριά καραμπινάτη...

(2) Ποζεράδικο τραγούδι, δηλαδή τραγούδι poser συγκροτημάτων που έχουν σαν χαρακτηριστικό τη σαχλή μουσική και στίχους (κάτι σαν ελαφρολαϊκό σε 80s μέταλ), το ανδρικό μακιγιάζ και την κατάχρηση της λακ... Παραδείγματα: Cinderella, Jon Bon Jovi, Motley Crue, Ratt, Poison κτλ (βλέπε φωτογραφίες, αλλά και το λήμμα ποζεράς).

  1. - Ρε τον σκατόφλωρο, έβαλε τη δικιά μου στο κάμπριο δήθεν για να την πετάξει σπίτι και άρχισε τις κωλιές και τα μπαντιλίκια...
    - Λες να ψάρωσε με τις ποζεριές του;
    - Δεν ξέρω ρε φίλε, αλλά μου τη σπάει πολύ και τον βλέπω να τρώει κάνα ταβερνόξυλο ο χλεχλές...

  2. - Λοιπόν εγώ στο Wizard δεν ξαναπατάω... Σιχάθηκα τη ζωή μου με τις ποζεριές που έπαιζε εκεί μέσα!

Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάληξη που παραπέμπει σε υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να τα γράφεις όλα στ' αρχίδια σου.

- Ρε συ, κόψε το σταρχιδιαμόλ και κάτσε δούλεψε λιγάκι...

Σχετικό λήμμα: γραψαρχιδίνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάληξη που παραπέμπει σε χάπι που η λήψη του σε μπερδεύει, σου κάνει τη ζωή δύσκολη.

- Πολύ μπερδεβίξ πέφτει σ' αυτό το γραφείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπερδεμένη κατάσταση.

- Έμαθες για το καινούριο σύστημα στο πρωτάθλημα...
- Άσε μπερδεψοκατάσταση...

Got a better definition? Add it!

Published

Προστακτική του ρήματος παλουκώνω, προστάζω κάποιον να καθίσει ήσυχα σ' ένα μέρος.

Παλουκώσου επιτέλους! Με ζάλισες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified