Further tags

Σε διάλεκτο της περιοχής Παρνασσού, το έντονα ομιχλώδες και με υψηλό ποσοστό υγρασίας μετεωρολογικό φαινόμενο. Εντονότερο σε μεγάλα υψόμετρα και συχνά συνοδευόμενο από χιονόπτωση ή βροχή.

Το παράδειγμα είναι πραγματικό, εξ' ου και η καταγραφή της λέξης.

Κώστας (χιονοδρόμος) τηλεφωνεί στο Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού: - Τι καιρό κάνει πάνω παιδιά;
Υπάλληλος ΧΚΠ: - Άσ' τα φίλε, μουχλαντάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναλόγως της περιπτώσεως:
1. Ο τύπος ο οποίος ζει και αναπνέει για να φτιάξει το «τέλειο κορμί». Όπου τέλειο κορμί εννοεί το τίγκα στο μούσκουλο (συνήθως με τη συνδρομή «βοηθημάτων» από τη Σου-Λι), ποσοστά λίπους στα χαμηλά μονοψήφια και μια φανατική ενασχόληση με μεθόδους αποτρίχωσης, solarium, λάδια και τάνγκα σε φωσφορίζοντα χρώματα. Απαντάται και σε θηλυκές (ο Θεός να τις κάνει), εκδόσεις. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, θα τον βρείτε κυρίως σε «ενημερωμένα» γυμναστήρια που προσφέρουν όλα τα προαναφερθέντα (υπόγειο «φαρμακείο», επιθυμητό αλλά όχι υποχρεωτικό!)

  1. Ο έχων καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ (βλ. επίσης γίνομαι κροκόδειλος) ή ουσιών (βλ. επίσης κόκκαλο) με συνέπεια να διπλώνει στα δύο (κόβεται) προσπαθώντας να διατηρήσει την ισορροπία του.
  1. Στο γυμναστήριο: Ρε συ καινούργιος είναι ο κομμένος που σηκώνει 200 κιλά στον πάγκο;

  2. Πήγαμε με τον Γιώργο προχτές σ' αυτό το καινούργιο μπαρ και μετά από τρία μπουκάλια ήτανε κομμένος. Πάλι καλά που δεν είχε σκαλιά στην έξοδο.

thodorabo, trob master (από jesus, 13/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση του Στάθη Ψάλτη σε ξυσαρχίδα δημόσιο υπάλληλο, από τη θρυλική 80s ταινία «Καμικάζι αγάπη μου» (αυτή που έχει μέσα και το θεϊκό τραγουδάκι «Άντε σπάσε ρε μαλάκα»).

Τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε πως κάποιος τα ξύνει, δηλαδή αντί να δουλεύει κάθεται όλη την ώρα, τόσο πολύ που ο κώλος του πια κουράζεται και βγάζει ρόζους!

- Πω ρε φίλε, πολλή κούραση στη δουλειά, δεν την παλεύω...
- Ναι, αφού από την πολλή δουλειά, ο κώλος σου έχει βγάλει ρόζους! Με δουλεύεις ρε μαλάκα;

(από Cunning Linguist, 13/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίναμε όλοι ίσοι κι όμοιοι.
Αφέντες και δούλοι, το ίδιο γίναμ' ούλοι.

- Είδες ενα σένιο γκομενάκι που τραβάει ο Ντιντής; Ίδια η Τζούλια Αλεξανδράτου είναι.
- Τι να πεις, μέχρι χτες ήταν μαμόθρεφτο και κρεμόταν απο τα φουστάνια της μάνας του και τώρα το παίζει Αντώνιο Μπαντέρας. Καλά, πού πάμε ρε;
- Μικροί μεγάλοι στα καφενεία..

(από prasas, 14/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αυτούς που νομίζουν ότι οι λέξεις βρυσιά και βρισιά είναι το ίδιο πράγμα. Η διαφορά που αλλάζει και την έννοια των δύο λέξεων είναι τα γράμματα ι και υ.

βρισιές = ύβρεις
βρυσιές = χτυπήματα με βρύση.

(Ο Σάκης ο υδραυλικός,γύρισε σπίτι λίγο νωρίτερα και συνέλαβε τη σύζυγο του επ'αυτοφώρο,πάνω στον πούτσο του εραστή της.)

- Τώρα μωρή τι θες να σου κάνω... Να σε πλακώσω στις μπουνιές, στις κλωτσιές ή στις βρυσιές;
- Στις βρισιές φυσικά Σάκη μου... (δεν κατάλαβε)

Και Σάκης βγάζει μια βρύση από την εργαλειοθήκη του και... γκάπα γκούπα την αρχίζει στις γρήγορες.

Βρυς-οφ (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και εννοούμε «είναι τόσο προφανές, δεν το βλέπεις;»

- Ρε Σταύρακα, γιατί πας με τις μπάντες και σαν συγκαμμένος ρε; Μήπως σε γαμήσανε στη στενή που ήσουνα;
- Ε, τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια ρε Μήτσακα ναούμ;
- Έτσ' ε... άντε και εις ανώτερα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Και τρέχα γύρευε», ή «και άσ' τα αξεκαθάριστα».
Σε κάποιες περιπτώσεις το λέμε όταν κάτι δεν είναι αυτό που φαίνεται.

- Γιώργο, πολύ ψωλόκρυο ρε... Δεν μου τρίβεις λίγο την πλάτη να ζεσταθούμε;
- Kαλά ρε Αντώνη, πόσα κιλά μαλάκας είσαι ρε; Θα μας πάρει κάνα μάτι με το χέρι μου στον κώλο σου και άντε μετά να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες!
- Ε είπα να με τρίψεις, όχι να με γαμήσεις!
- Ρε σερτς γιορ τζομπ καλύτεραααα!!

Δύσκολο, πράγματι... (από Khan, 24/04/14)(από Khan, 08/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντά με δύο τελείως ετερόκλητες σημασίες.
Πρώτον, για να δηλώσει ότι ο ντιτζέι στο μαγαζί είναι τόσο γιατομπούτσο, που άμα δεν πιεις, δεν την παλεύεις μία. Και δεύτερον, αντί του «θα τον πιούμε», δηλαδή όταν βιώνεται το χρονικό ενός προαναγγελλόμενου πέοντα.

Αποτελεί εμφανή παραποίηση ονόματος γνωστού διατρίψαντος περί την καλλιτεγνείαν, του οποίου θα διατηρήσουμε την ανωνυμία.

  1. - Γιατί τραβιόμαστε σ' αυτό το σκατόκλαμπο κάθε φορά με τον ντιτζέι πιέστο, δεν μπορώ να το καταλάβω. Πιάσε μια γύρα σφηνάκια, κολλητέ.

  2. - Αύριο παίζουμε με το Ξανθό Γένος.
    - Καλά, ντιτζέι πιέστο. Κερνάει καπότες ο Πούτιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κωλοβάρεμα ολημερίς και ειδικότερα στις καφετέριες και στα μπαράκια, αγκαλιά με μια φραπεδούμπα του νεοέλληνα. Ο όρος προέρχεται από τον γνωστό για τις μαλακίες του γ.γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν.

- Πω πω φίλε λιώσαμε αυτή την εβδομάδα. Έλειπε το αφεντικό και το ρίξαμε στο κόφι αυνάν.

Κόφι Ανάν (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γνωστού Σπαρτιάτικου ρητού «ή ταν ή επί τας» που σημαίνει ή με την ασπίδα σου (δηλαδή νικητής) ή πάνω στην ασπίδα σου (δηλαδή νεκρός). Ο σύγχρονος λοιπόν Έλληνας, μια που δεν τον εκφράζουν τέτοιες ουτοπικές θεωρήσεις, παράφρασε το ρητό για να δηλώσει με έναν ακόμα τρόπο ότι του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ.

(έξω από ένα γήπεδο 2 οπαδοί της φιλοξενούμενης ομάδας συζητούν)
- Μεγάλε πάμε να την κάνουμε. Θα πέσει πολύ ξύλο.
- Δρόμο μεγάλε, εδώ που φτάσαμε ή ταν ή την πατάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified