Further tags

Τα χρειάζομαι.

Ήταν πολύ γερό το τρακάρισμα... Τα είδα όλα... Ευτυχώς τελικά δεν έπαθα τίποτα...

(από jesus, 08/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι χάλια. Επίσης λέμε και γίνομαι κωλοτρυπίδια.
1. λερώνομαι
2. τσακώνομαι
3. σμπαραλιάζομαι ψυχικά
4. μεθάω

  1. Χθες που έριξε νεροποντή δεν είχα ομπρέλα μαζί μου και έγινα κώλος.

  2. Τσακωθήκαμε άσχημα, γίναμε κώλος.

  3. Αρκεί μια κουβέντα της και γίνομαι κώλος / κωλοτρυπίδια...

  4. Χθες ο Μπάμπης χώρισε και το βράδυ πήγε και τα ήπιε και έγινε κώλος / κωλοτρυπίδια...

Got a better definition? Add it!

Published

Aπρόβλεπτα δύσκολη άσκηση, εργασία.

Μου βγήκε ένα καυλί στη δουλειά. Πάτε εσείς και θάρθω και εγώ μετά, όταν τελειώσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Δαγκώνω το καυλί μου: υφίσταμαι υπερβολικό κρύο.

Δεν καταφέραμε να ανάψουμε το τζάκι στο εξοχικό του και δαγκώσαμε το καυλί μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Η ιδιότητα του μαντζίρη (για όλους τους ορισμούς).

  1. Αυτός, με τη μαντζιριά του έχει γίνει πλούσιος.

  2. Η μαντζιριά αυτής της γκόμενας είναι κολλητική. Σε λίγο θ'αρχίσουμε όλοι να κλαίμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγνώστου προέλευσης. Πιθανές έννοιες: ιδιαίτερα ρομαντική σεξουαλική συνεύρεση, πήξιμο, μεγάλος φόρτος εργασίας, κ.ά.

  1. - Πού είναι ο Παπαδόπουλος ρε συ;
    - Άστα, τον έχει πάει φουρφούτσι η υπηρεσία τον τύπο!

  2. - Δεν τα χάλασε τα Γαλλάκια το 9-0 στα τελευταία δευτερόλεπτα...
    - Έτσι έτσι, φουρφουουούτσι! (παρατεταμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική αργκό αναφορικά με το πήξιμοθα πήξει το μουνί σας» κ.λπ.).

-Πώς πάει στη μονάδα;
-Πυξλαμούν και οι μέρες δεν περνούν!

(από Vrastaman, 23/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση τα χαλάω με κάποιον: παύω τη σχέση μου (ερωτική, επαγγελματική) με κάποιον. Αντώνυμο: τα φτιάχνω.

  2. Στεναχωρώ. Ειδικότερα στην παθητική φωνή, χαλιέμαι: επηρεάζομαι αρνητικά απο ποτό/ουσίες. Δες και δεν σε χάλασε (καθόλου).

  3. Σκοτώνω (αργκό που μαθαίνουμε από παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο).

1.- Καλά ρε μαλάκα, τα χάλασες με την Πιπίτσα;
- Ε δεν πήγαινε άλλο με το μπίρι-μπίρι της. Σαν να τά 'χα με τη θειά μου ήταν.

  1. ΚΟΥΛΗΣ (παίρνει τον γάρο, τραβάει μια τζούρα, μιλάει μέσα απ'τον καπνό): Εγώ πάντως ρε σεις, ειλικρινά, χαλάστηκα πολύ που πέθαν' ο Χριστόδουλος να 'ούμε...
    ΤΟΥΛΗΣ: Σ' το 'πα ρε ζοβιόλη, κόφτο να 'ούμε... Αφού σε χαλάει, δεν το βλέπεις...;

  2. Πού πας μονάχος σου ωρε Παναή; Θα σε χαλάσουνε!

(από poniroskylo, 18/04/08)(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ψέυτικο κλάμα, το προσποιητό, που ναι μεν ο «ηθοποιός» κλαίει και δακρύζει αληθινά, μέσα του όμως ξέρει πως έχει άδικο και το κάνει για να συγκινήσει το άλλο άτομο και να του συγχωρέσει τα όποια λάθη η φταιξίματα.

-... και όταν είπα στη Μαρία οτι τη χωρίζω γιατί με απάτησε με τον ταχυδρόμο, εκείνη έπεσε στα πόδια μου και έκλαιγε και μου έλεγε πως μόνο εμένα αγαπά και δε θα ξανακάνει κάτι τέτοιο.. -Φίλε μην την ακούς και μη δίνεις σημασία στα κροκοδείλια δάκρυά της. Αν σε πλήγωσε τώρα, θα σε ξαναπληγώσει και στο μέλλον...

Got a better definition? Add it!

Published

Το πολύ ζεστό δωμάτιο.

Δεν είχε ζεσταθεί πολύ το σαλόνι με το καλοριφέρ και τελικά όταν ανάψαμε και το τζάκι έγινε φούρνος! Ήμασταν με τα κοντομάνικα μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published